8.11.20

Η ανησυχητική δήλωση Τζ. Πάιατ και η ρητορική περί των κοινών στρατηγικών συμφερόντων Ελλάδας και ΗΠΑ

 

«Υποστηρίζουμε τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη και την προσήλωση της ελληνικής κυβέρνησης για την επιστροφή στη διπλωματία. Δεν πιστεύω ότι άλλοι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ είναι τόσο δεμένοι όσο η Ελλάδα και οι ΗΠΑ στην αρχή πως ό,τι και να γίνει πρέπει να κρατήσουμε την Τουρκία στη Δύση». Η δήλωση του Αμερικανού πρεσβευτή στην Αθήνα έχει ξεχωριστή σημασία και χρήζει σε βάθος αξιολόγηση.

Του Ζαχαρία Β. Μίχα
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA)

Η ελληνική κυβέρνηση καλείται να ξεκαθαρίσει εάν συνυπογράφει τη διατύπωση του Τζέφρι Πάιατ. Δίνει μια επισήμως άγνωστη διάσταση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Εάν η κυβέρνηση Μητσοτάκη υιοθετεί τη δήλωση Πάιατ, οι Έλληνες δικαιούνται να το πληροφορηθούν. Εάν αντιθέτως η δήλωση δεν απηχεί την πραγματικότητα, αφενός πρέπει να υπάρξει ελληνικός αντίλογος, αφετέρου να αναζητηθεί το κίνητρο του Αμερικανού πρεσβευτή.

ΤΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΗΠΑ ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΑΣ
Επειδή πολύς λόγος γίνεται για τα κοινά στρατηγικά συμφέροντα Αθήνας και Ουάσιγκτον, ξεκαθαρίζουμε ότι ενώ για τις ΗΠΑ κύριο στρατηγικό συμφέρον είναι η αντιμετώπιση της Ρωσίας και της Κίνας σε πλανητικό επίπεδο, για την Ελλάδα κύριο στρατηγικό συμφέρον είναι η αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού. Οι ΗΠΑ πάντα θα έχουν προτεραιότητα τη Ρωσία και την Κίνα. Αντιθέτως, η Ελλάδα θα έχει πάντα προτεραιότητα την Τουρκία.

Οι Αμερικανοί μπορεί να ενδιαφέρονται για τη χαλιναγώγηση της Τουρκίας, αλλά Ελλάδα και ΗΠΑ δεν ταυτίζονται ούτε στην ανάλυση του προβλήματος. Το στρατηγικό συμφέρον της Ελλάδας εντάσσεται στην τακτική εικόνα των Αμερικανών. Ρωσία και Κίνα δεν στρέφονται εναντίον της ελληνικής κυριαρχίας, οπότε είναι παράλογο να θεωρηθούν πρωταρχικός στρατηγικός στόχος της Αθήνας.

Για να συμμετάσχει η Ελλάδα στη δυτική στρατηγική ανάσχεσης των δυο στρατηγικών ανταγωνιστών των ΗΠΑ, ελάχιστη προϋπόθεση είναι η δυτική στρατηγική να μη στρέφεται ενάντια στα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Είναι από απαράδεκτο έως παράλογο η Δύση να ζητάει από την Αθήνα να κάνει εκπτώσεις στα εθνικά συμφέροντα για χάρη του “κοινού συμμαχικού καλού”!

Οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται για τα ελληνοτουρκικά, επειδή έχουν συμφέρον να επικρατεί σταθερότητα στην περιοχή, ώστε να μην επηρεάζεται η δική τους “μεγάλη εικόνα”. Οι ελληνοτουρκικές εντάσεις μπορούν να αξιοποιηθούν από τη Ρωσία, ίσως και από την Κίνα με σκοπό να στριμώξουν τις ΗΠΑ στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Υπό αυτή την έννοια, η σταθερότητα αποκτά χαρακτηριστικά στρατηγικού συμφέροντος για τους Αμερικανούς.

ΟΙ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΛΛΑΔΑΣ-ΗΠΑ
Η σταθερότητα, όμως, επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους. Ένας είναι οι εγγυήσεις ασφαλείας. Η Ουάσιγκτον μπορεί να δεσμευθεί ότι δεν θα επιτραπεί στην Τουρκία να κινηθεί στρατιωτικά εναντίον της Ελλάδας. Αλλά ακόμα κι αν αυτό αποτυπωθεί σε συμφωνία, θα στερούνταν αξιοπιστίας, τουλάχιστον με βάση την πείρα του παρελθόντος. Παρόλα αυτά, οι Αμερικανοί αρνήθηκαν να αναλάβουν τέτοια δέσμευση.

Η επιρροή των ΗΠΑ στο καθεστώς Ερντογάν έχει συρρικνωθεί. Η Άγκυρα έχει κινηθεί με τρόπο που στρέφεται εναντίον των αμερικανικών συμφερόντων (π.χ. Συρία, S-400, Λιβύη). Εξ ου και οι επικριτικές δηλώσεις από Πεντάγωνο και Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Αυτό, ωστόσο, δεν είναι επαρκές για την Αθήνα.

Ποια είναι η προτεραιότητα της ελληνικής πλευράς; Είναι άραγε να αποφευχθεί πάση θυσία μια τουρκική επιθετική ενέργεια, ή η αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος σε μόνιμη βάση; Εάν προκρίνεται το δεύτερο, ελληνική προτεραιότητα δεν πρέπει να είναι η αμφιλεγόμενης αποτελεσματικότητας εξάρτηση από την Ουάσιγκτον για την αποτροπή ελληνοτουρκικής σύρραξης.

Εάν ισχύει το πρώτο, δηλαδή η πάση θυσία αποφυγή μιας στρατιωτικής εμπλοκής με την Τουρκία, η Ελλάδα καταγράφεται ως χώρα ανάξια να διαδραματίσει αξιόπιστο γεωπολιτικό ρόλο. Σ’ αυτή την περίπτωση, οι ΗΠΑ θα ζητούν ανταλλάγματα για να μας προσφέρουν αμφίβολες “υπηρεσίες ασφαλείας”, αφού αρνούνται να δώσουν εγγυήσεις.

Ανάμεσα στα ανταλλάγματα είναι και η απόρριψη κάθε ρωσικής και κινεζικής “malign” επιρροής στην Ελλάδα. Απόλυτος έλεγχος, λοιπόν, της ναυπηγοεπισκευαστικής βιομηχανίας για την ανάσχεση της κινεζικής διείσδυσης στη Ευρώπη και μαζί με αυτό ο πλήρης έλεγχος των ναυπηγήσεων του Πολεμικού Ναυτικού και ο έλεγχος στρατηγικών λιμένων όπως της Καβάλας και της Αλεξανδρούπολης. Με άλλα λόγια, η Αθήνα καλείται να παραδώσει τον έλεγχο στους Αμερικανούς.

Αυτοί ενδιαφέρονται για τη σταθερότητα της περιοχής όχι για να προστατεύσουν την Ελλάδα, αλλά για τα δικά τους συμφέροντα, όπως προαναφέρθηκε. Γι’ αυτό και θα κινηθούν διπλωματικά, αλλά για να κατευνάσουν την επιτιθέμενη Τουρκία θα ζητήσουν από την Ελλάδα να κάνει εκπτώσεις στα εθνικά της συμφέροντα.

Εάν η Ελλάδα θέλει να παίξει γεωπολιτικό ρόλο στο πλαίσιο της δυτικής στρατηγικής, τότε πρέπει να κινηθεί διαφορετικά. Χωρίς να διαταραχθούν οι σχέσεις με τις ΗΠΑ, πρέπει να διεκδικήσει τον έλεγχο του Αιγαίου και του τμήματος της Ανατολικής Μεσογείου, που σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο της αναλογεί, σε συνεργασία με συμμάχους. Κι αυτό περνά μέσα από την ορθολογική αμυντική ενίσχυση και τη συνειδητοποίηση από τον ανεπαρκέστατο ελληνικό πολιτικό κόσμο ότι η αιώνια ειρήνη είναι βολική ψευδαίσθηση.

Εάν υπάρχει αντίπαλος αποφασισμένος να αποσπάσει ακόμα και διά της βίας αυτό που σου ανήκει, η γλώσσα της λογικής και του διεθνούς δικαίου δεν έχει χρησιμότητα. Η δε ρητορική αντίσταση καθίσταται αντιπαραγωγική, ακόμα και επικίνδυνη, εάν δε συνοδεύεται από την εικόνα ενός κράτους που αντιλαμβάνεται το στρατηγικό παίγνιο και αναλαμβάνει το σχετικό ρίσκο για να υπερασπίσει τα εθνικά του συμφέροντα.

Το Ισραήλ πολέμησε συνειδητά σε χρονικά σημεία που το ίδιο επέλεξε με στόχο να μεγιστοποιήσει τις πιθανότητες επιτυχίας και με στόχο να διασφαλίσει την ειρήνη στη συνέχεια. Γι’ αυτό και εστίασε και στην οικονομική του ανάπτυξη και στη στρατιωτική του ενίσχυση, αναμένοντας τον επόμενο γύρο της σύγκρουσης αφού το στρατηγικό πρόβλημα της περιοχής παρέμενε εν μέρει άλυτο. Έχει αυτό καμία σχέση με την οπτική της ελληνικής πολιτικής τάξης, αλλά και της ελληνικής κοινωνίας, για τα ελληνοτουρκικά;

Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΘΑ ΚΡΑΤΗΘΕΙ ΣΤΗ ΔΥΣΗ ΜΟΝΟ ΕΑΝ ΤΟ ΕΠΙΘΥΜΕΙ Η ΙΔΙΑ
Το «πάση θυσία η Τουρκία στη Δύση» του Πάιατ δεν μπορεί να ισχύει για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Γιατί εμμέσως πλην σαφώς το πάση θυσία αναφέρεται στην Ελλάδα. Η Ελλάδα δεν έχει ηττηθεί σε πόλεμο για να αποδεχθεί τον γεωστρατηγικό της υποβιβασμό που θα μετατρέψει κατ’ αντιδιαστολή την Τουρκία σε περιφερειακό ηγεμόνα. Έχουμε ξεκάθαρες απαντήσεις γι’ αυτό;

Η αποφασιστική ανάσχεση της Τουρκίας επιβάλλει συμπόρευση με χώρες που αντιλαμβάνονται ότι υπάρχουν αξιακά, πολιτισμικά και στρατηγικά όρια για να ανήκει μια χώρα στη Δύση. Όχι απλώς να συντηρείται η άποψη ότι το “οικόπεδο Τουρκία” εξακολουθεί να αποτελεί μέρος του δυτικού στρατοπέδου. Γαλλία, Αυστρία, Ισραήλ, ΗΑΕ και Αίγυπτος είναι χώρες που έχουν συγκλίνοντα συμφέροντα με την Ελλάδα αναφορικά με την Τουρκία. Γι’ αυτό και η Αθήνα οφείλει να αναβαθμίσει τις σχέσεις της μαζί τους σε διμερές και πολυμερές πλαίσιο.

Σε ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, είναι ασύμβατη με τα ελληνικά συμφέροντα η χρήση του Ισλάμ για την αποσταθεροποίηση της Ευρώπης, ή απλώς για την προώθηση γεωπολιτικών στόχων. Γιατί καταγγέλλουν τη Ρωσία ότι χρησιμοποιεί την Ορθοδοξία για γεωπολιτικούς σκοπούς και δεν γίνεται το ίδιο με την Τουρκία; Στην περίπτωση της Μόσχας τουλάχιστον, το αποτέλεσμα δεν είναι κομμένα κεφάλια στη μέση του δρόμου ευρωπαϊκών πόλεων.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Με βάση τα προαναφερθέντα, ανακύπτουν σοβαρές ενστάσεις για τις δηλώσεις περί κοινών στρατηγικών συμφερόντων Ελλάδας και ΗΠΑ και ειδικότερα για τη δήλωση Πάιατ. Το ίδιο ισχύει για τη Ρωσία και την Κίνα. Η Ελλάδα οφείλει να ορίσει θεσμικά τι συνιστά ελληνικό στρατηγικό συμφέρον και να είναι έτοιμη να το υπερασπίσει.

Η μόνιμη επωδός της ελληνικής διπλωματίας περί παραπομπής στη Χάγη, εάν αφορά μόνο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ είναι θεμιτή θέση. Επειδή, όμως, η Άγκυρα την αρνείται και δημιουργεί τετελεσμένα, η Χάγη έχει μετατραπεί σε πρόσχημα για να κρυφτεί κρυφτεί η στρατηγική αμηχανία του ελληνικού πολιτικού κόσμου και η απροθυμία του να κάνει ό,τι χρειάζεται για να υπερασπίσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα.

Δεν ευθύνεται η Ελλάδα για τη γεωγραφία ούτε είναι αυτή που επέβαλε το ισχύον διεθνές δίκαιο. Δεν πρέπει, λοιπόν, να αποδεχθεί προσαρμογή του που να βολεύει τον τουρκικό επεκτατισμό. Για να το πράξει με επιτυχία προϋπόθεση είναι να πάψει να συμπεριφέρεται σαν κράτος-πελάτης οποιουδήποτε.

https://www.defence-point.gr/