16.7.20

Φιλία: Αγαθό σε ανεπάρκεια στην εποχή μας;



        Γράφει ο Καθηγητής  Γιώργος Πιπερόπουλος
      
     Μπροστά μας το τρίτο Σαββατοκύριακο του Ιουλίου, κλειστά τα Σχολεία και υπερβαίνοντας τα μεγέθη των άρθρων που καταθέτω 2 φορές την εβδομάδα και με περισσή ευγένεια των διαχειριστών φιλοξενούνται εδώ στο αγαπητό σας blog καταθέτω ένα αρκετά μεγάλου μεγέθους άρθρο επειδή μεγάλου μεγέθους είναι και το αντικείμενο - Η Φιλία!....
      Οι αρχαίοι μας πρόγονοι διαπίστωναν ότι «όμοιος ομοίω αεί πελάζει...» ενώ εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες ανέκαθεν λέγαμε «πες μου τον φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι...». 
     Θα σας ξαφνιάσω σήμερα με την ευγενική προτροπή «κοίτα τον φίλο σου για να καταλάβεις ποιος…είσαι!»

     Στην εποχή μας, μετά την πανδημία covid-19 και μετά την υποταγή μας το 2010 στα καταστροφικά Μνημόνια, εγωπάθεια, κυνισμός και συναισθηματική ρηχότητα, συνεπικουρούμενα και από τη διάχυτη ανασφάλεια και το υπαρξιακό άγχος, αντί να δρουν θετικά και να μας καθοδηγούν στη σύναψη φιλικών σχέσεων (που θα βοηθήσουν να μειωθεί η οδυνηρή μοναξιά και η αλλοτρίωσή μας) δυστυχώς δρουν ανασταλτικά, εντείνοντας την απομόνωσή μας, διογκώνοντας επικίνδυνα την εσωστρέφειά μας και τις εξαρτήσεις μας από το κορυφαίο Μέσο Μαζικού Εκμαυλισμού: την τηλεόραση.
     Οι άνθρωποι είμαστε κοινωνικά όντα και η διαπίστωση του Αριστοτέλη για την “αγελαία φύση” μας έχει επιβεβαιωθεί με  σύγχρονες έρευνες από εμάς τους επιστήμονες της συμπεριφοράς, καθώς δεν μας αρκεί η διαπίστωση ούτε και η ανάλυση των απώτερων νοημάτων που περικλείονται στην παροιμιακή φράση «όμοιος ομοίω αεί πελάζει...» 
     Τρία επίμαχα πρόσθετα ερωτήματα σχετίζονται με τη διαχρονική ισχύ και τις προϋποθέσεις αυτής της θέσης, το γιατί, το πότε και το κάτω από ποιες συγκεκριμένες συνθήκες «ο όμοιος αναζητεί τον όμοιο...».  
     Καλώ την προσοχή σας στα ψυχό-κοινωνικά εργαστηριακά πειράματα «απομόνωσης των αισθήσεων» στα οποία το άτομο στερείται όλα τα εξωτερικά οπτικά και ακουστικά ερεθίσματα, καθώς και ερεθίσματα οσμής και γεύσης, ακόμη και αφής. Στα πειράματα αυτά οι συμμετέχοντες αναφέρουν όχι μόνο επιθέσεις άγχους, αλλά, και εδώ χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, παραισθήσεις όμοιες με εκείνες που κάνουν απομονωμένα άτομα, δηλαδή παραισθήσεις “παρουσίας” κάποιου προσώπου που τους κρατά “συντροφιά”. 
    Αφηγήσεις από προσωπικές εμπειρίες ναυαγών, φυλακισμένων που έζησαν σε κελιά αυστηρής απομόνωσης για μεγάλα χρονικά διαστήματα, όπως και μοναχών-ασκητών, πιστοποιούν ότι στο διάστημα της μοναξιάς τους τα άτομα αυτά είχαν επιθέσεις άγχους (ταχυπαλμίες, ναυτίες, σφιξίματα στο στήθος, τάση λυγμού, αστάθειες και ζαλάδες και μια έντονη διάχυτη αίσθηση φόβου και πανικού) χωρίς να υπάρχει στο αντικειμενικό περιβάλλον έστω και η παραμικρή υποψία κινδύνου. 
     Ήδη γνωρίζουμε ότι «το άγχος του αποχωρισμού» δρα ανασταλτικά στον ψυχισμό και τη συμπεριφορά πολλών μικρών παιδιών, που αρχίζουν να παρακολουθούν σχολείο, όπως και σε παιδιά ακόμη μικρότερης ηλικίας, που τα εμπιστεύονται οι εργαζόμενοι γονείς τους σε βρεφονηπιακούς σταθμούς.
     Να υποθέσουμε, λοιπόν, ότι ένας θεμελιακός παράγοντας για την κοινωνικότητα του ανθρώπου, την ανάγκη του για παρέες, φιλίες και ερωτικούς δεσμούς, συνίσταται στην προσπάθεια αποφυγής της μοναξιάς και του «άγχους του αποχωρισμού;» 
     Η υπόθεση αυτή είναι σωστή και δεν αποτελεί μόνο λαϊκή εμπειρική γνώση, αλλά έχει επαληθευθεί με θεωρητικές θέσεις που υποβλήθηκαν σε αυστηρούς ελέγχους με μια σωρεία εμπειρικών μελετών, όπως διαγράφονται από τις απαιτήσεις των επιστημών κοινωνιολογίας και ψυχολογίας.
     Γιατί, όμως, κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο μέσα από το ευρύτερο περιβάλλον των γνωριμιών μας απολήγει να γίνει επιστήθιος φίλος, εραστής ή σε πολλές περιπτώσεις τελικά ακόμη και μόνιμος σύντροφος ή σύζυγός μας;  
     Σίγουρα, το γεγονός ότι το συγκεκριμένο άτομο μας ικανοποιεί συνιστά τη βάση σύναψης φιλίας. Μόνο άτομα με ψυχολογικά προβλήματα θα επέλεγαν για σύντροφό τους άτομα που τα «τιμωρούν» και, έστω αν όλοι μας γνωρίζουμε τέτοιες περιπτώσεις, ουσιαστικά αυτές επιβεβαιώνουν και δεν αναιρούν τον κανόνα. 
     H επιλογή του φίλου – συντρόφου, σύμφωνα με τις σύγχρονες ψυχοκοινωνικές θεωρίες, μοιάζει σε πολλές της διαστάσεις με την οικονομική συνεργασία ή συναλλαγή –χωρίς βέβαια να χαρακτηρίζεται από την ψυχρότητα ή την πεζότητα των οικονομικών παραμέτρων.
     Ομολογώ ότι, κάποτε, σε κάποιο επιστημονικό συνέδριο του εξωτερικού, έφτασα σε σημείο να λογομαχήσω με Ελβετό συνάδελφο, όταν ανερυθρίαστα, κατά την αρχική εκτίμησή μου, υπεστήριξε ότι «η φιλία είναι σαν έναν τραπεζικό λογαριασμό». Σηκώθηκα να τον επιπλήξω, αλλά με καθησύχασε υπενθυμίζοντάς μου την κλασική φράση του Θεμιστοκλή στον Ευρυβιάδη: «πάταξον μεν, άκουσαν δε!». 
     Επέμενε ο Χανς (έκτοτε αγαπητός και καλός φίλος μου) ότι «όπως και με τους τραπεζικούς λογαριασμούς, έτσι και με την φιλία δεν μπορεί κανείς να κάνει συνεχώς «αναλήψεις», εάν δεν κάνει που και που και κάποιες απαραίτητες «καταθέσεις!» 
     Θα συμφωνήσετε ότι είναι…ΣΩΣΤΟ!...
     Διαλέγουμε, σαν Ελβετοί Τραπεζίτες οι σύγχρονοι Έλληνες, για φίλο το άτομο που μας προσφέρει περισσότερα από όσα μας κοστίζει!.. 
     Στη θεωρία, αυτή η επιλογή μας καθορίζεται από τις αξίες που ενσαρκώνονται στο πρόσωπο που επιλέγουμε. Διαλέγοντας ένα άτομο που είναι ενδιαφέρον, διαθέτει πλούσια φαντασία και έχει τις δυνατότητες να μας εισαγάγει σε νέους κύκλους γνωριμιών ή δραστηριότητες, ενεργούμε δηλαδή με βάση την «ερεθιστική του αξία».
     Όταν το πρόσωπο είναι συνεργάσιμο και μας βοηθά, διαθέτει μπόλικο ενθουσιασμό και θυσιάζει για εμάς ώρες και ενέργεια υποβοηθώντας μας να επιτύχουμε τους στόχους μας, τότε ενεργούμε με βάση «την χρησιμότητά του».
     Τελικά, το άτομο που μας συμπαραστέκεται με συμπάθεια, μας ενθαρρύνει στις δύσκολες στιγμές και μας επιβραβεύει αναγνωρίζοντας τις επιτυχίες μας, το διαλέγουμε επειδή ενισχύει «το ψυχολογικό μας εγώ».
     Είναι γνωστό και κοινά αποδεκτό ότι στη διαδικασία αξιολόγησης του άλλου προσώπου, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για άτομα του αντίθετου φίλου, καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει και μια σειρά φυσιογνωμικών και σωματικών χαρακτηριστικών του, που στην ολότητά τους συνθέτουν το «παρουσιαστικό, ή την εμφάνισή» του. 
     Υποθέτουμε ότι ο καθένας μας μπορεί να ξεχωρίσει το ωραίο από το άσχημο, το συμπαθητικό από το αποκρουστικό. Και όμως, από λαό σε λαό, από κουλτούρα σε κουλτούρα, ακόμα και μέσα στο ίδιο κοινωνικό σύστημα σε διαχρονική διάσταση και σε ομάδες που τις διαφοροποιεί ο χρόνος, νέοι ή ώριμοι, τα κριτήρια καθορισμού «του ωραίου» ή του ατόμου που διαθέτει «sex appeal» διαφέρουν σημαντικά.
     Η γειτόνεψη με το άλλο πρόσωπο διαδραματίζει επίσης καθοριστικό ρόλο στην επιλογή του ως φίλος μας. Βέβαια, η αίσθηση της απόστασης στο χώρο έχει αλλάξει ριζικά, καθώς μεταβλήθηκε η οικολογική κατανομή οικογενειών από χωριά σε πόλεις, και τα ΜΜΜ έχουν εκμηδενίσει τις αποστάσεις. 
     Συχνά η επιλογή γίνεται με κριτήρια ομοιότητας στην κοινωνικοοικονομική και πολιτική μας θέση, και τα αντίθετα παραδείγματα απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Αυτή η διαπίστωση δεν στηρίζεται στα κλασικά ταξικά κριτήρια αλλά, όπως και να το κάνουμε, τα αντικειμενικά δεδομένα της κοινωνικοοικονομικής τάξης περιχαρακώνουν και τις πιθανότητες επιλογών φίλων ανάμεσα σε αγόρια και κορίτσια όπως ανάμεσα στα δυο φύλα.
     Στην ψυχοδυναμική θεωρία καθοριστικό ρόλο και ειδοποιό διαφορά επιλογών αποτελεί και η βιωματική υποσυνείδητη οντότητα του ατόμου. Πολλοί συνάδελφοι κοινωνιολόγοι και ψυχολόγοι πιστεύουμε όπως και ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας, ότι στο κάθε άτομο υπάρχει ένα συγκεκριμένο αρχέτυπο, ένα είδος «ιδεώδους εαυτού» αναφορικά με άνδρες και γυναίκες που του ταιριάζουν. 
     Όταν το άτομο συναντήσει, τυχαία, το πρόσωπο του άλλου φύλου που  ανταποκρίνεται στο δεδομένο αρχέτυπό του η αναγνώριση είναι άμεση και το αποτέλεσμα ταυτίζεται με τον «κεραυνοβόλο έρωτα». Σύμφωνα με μια γνωστή ψυχοκοινωνική θεωρία «τα ετερώνυμα έλκονται» ακριβώς επειδή ισχύει η αρχή της ψυχικής συμπλήρωσης. 
     Με άλλα λόγια, το άτομο που έχει την ανάγκη να «κυριαρχεί και να εξουσιάζει» έλκεται από άτομα που έχουν την ανάγκη να «παραδοθούν στην κυριαρχία» κάποιου άλλου να υποταχθούν στην εξουσία του διατηρώντας την παθητική τους στάση στη ζωή. 
     «Πες μου το φίλο σου;», ή μήπως μάλλον θα έπρεπε να λέμε, «κοίτα τον φίλο σου…» και θα μπορέσεις να αξιολογήσεις τα δικά σου βιώματα, συμπλέγματα, ανάγκες και διαδικασίες που σε οδήγησαν στην συγκεκριμένη επιλογή σου… 

     Εάν φίλε αναγνώστη διαπιστώσεις ότι είσαι παντελώς «άφιλος», τότε το θέμα χρειάζεται πολύ ψάξιμο, καθώς στη σύγχρονη μοναξιά της μεγαλούπολης δεν φτάνουν τηλεόραση και βίντεο για να ικανοποιήσουν τις ψυχοκοινωνικές μας ανάγκες για αυθεντική ανθρώπινη επαφή, που δεν μπορεί να αναπληρωθεί από «εικονική πραγματικότητα»…