31.3.20

Δυσχεραίνει άραγε ή διευκολύνει ο κορονοϊός κάποια τουρκική ενέργεια κατά της Ελλάδας;


Η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στον Έβρο είναι λογικό να προβληματίζει τους σχεδιαστές της ελληνικής αμυντικής στρατηγικής. Το ερώτημα που καλούνται να απαντήσουν εν μέσω πανδημίας, είναι εάν η ασφάλεια της Ελλάδας έναντι του ενδεχομένου τουρκικής επιθετικής ενέργειας ενισχύεται ή αποδυναμώνεται ως αποτέλεσμα αυτής της μεταβλητής. Αν και σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται ότι η πανδημία δεν αφήνει περιθώρια για την εκδήλωση τουρκικής επιθετικής ενέργειας, αυτό ενδεχομένως και να μην ισχύει.

Του Ζαχαρία Β. Μίχα*
Το βέβαιο είναι ότι ο Ερντογάν θα επιχειρήσει να συντηρήσει την ένταση. Ο υπουργός Εσωτερικών Σοϊλού προειδοποίησε ότι οι μετανάστες θα επανέλθουν στον Έβρο μόλις ξεπεραστεί η κρίση του κορονοϊού. Με την αναφορά του αυτή επιβεβαίωσε ότι η Τουρκία εργαλειοποιεί το μεταναστευτικό, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα.
Μια Τουρκία που ηττάται σε όλα σχεδόν τα μέτωπα, με ένα αυταρχικό καθεστώς, είναι εξ ορισμού μια επικίνδυνη χώρα. Στην ανάγκη, για εξασφάλιση εσωτερικής νομιμοποίησης, ο πειρασμός του Ερντογάν να καταφύγει σε εξαγωγή της κρίσης προς την πλευρά που θεωρεί –ορθώς ή λανθασμένα– σαν “αδύναμο κρίκο” είναι μεγάλος.
Ο ΠΑΡΑΓΩΝ ΠΑΝΔΗΜΙΑ ΚΟΡΟΝΟΪΟΥ
Στην εξίσωση υπεισέρχεται και μια νέα παράμετρος που συνιστά ποιοτική διαφοροποίηση. Η παράμετρος αυτή αφορά την πανδημία. Θα μειώσει το ενδιαφέρον του τουρκικού καθεστώτος για στρατιωτικού χαρακτήρα περιπέτειες στο ελληνοτουρκικό μέτωπο ή μπορεί να λειτουργήσει αντίστροφα;
Το καθεστώς Ερντογάν βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο εξαιτίας της πλημμελούς και επιπόλαιης αντιμετώπισης του κορονοϊού. Έχασε πολύτιμο χρόνο στην αναχαίτιση της πανδημίας, η οποία φαίνεται πως είναι ανεξέλεγκτη.
Το καθεστώς απέτυχε ενδεχομένως διότι οι προειδοποιήσεις ίσως προσέκρουσαν στον στενό κύκλο του Ερντογάν, ο οποίος φέρεται να προσαρμόζεται στα γνωστά θέλω του ηγέτη. Εάν αυτό συνέβη, προσφέρει μια πειστική εξήγηση για τον λόγο που το πρόβλημα στην Τουρκία οδηγήθηκε εκτός ελέγχου. Το γεγονός αυτό περιπλέκει και επιδεινώνει την σχέση ανάμεσα στο καθεστώς Ερντογάν και την τουρκική κοινωνία. Κυρίως, τη σχέση ανάμεσα στον ηγέτη και το πιστό του πολιτικό ακροατήριο.
Αυτό ισχύει όλως ιδιαιτέρως για το παραδοσιακό θρησκόληπτο πολιτικό ακροατήριό του, το οποίο είναι ευάλωτο σε μεταφυσικού, θρησκευτικού και εθνικιστικού τύπου ιδεολογήματα. Το ακροατήριο αυτό ταυτόχρονα πλήττεται σκληρά από την κρίση και αν κολλήσει δεν έχει θεωρητικά τις ίδιες ευκαιρίες να επιβιώσει με τον πιο εύπορο Τούρκο των μεγάλων αστικών κέντρων.
Εάν ο Ερντογάν θεωρήσει ότι μία επιθετική ενέργεια σε βάρος της Ελλάδας μπορεί να δημιουργήσει κλίμα εθνικής συσπείρωσης που θα αποκαταστήσει την εικόνα του στις καρδιές του παραδοσιακού πολιτικού του ακροατηρίου, είναι πιθανό να ερωτοτροπήσει με την ιδέα. Με άλλα λόγια, η πανδημία, αντί να λειτουργήσει αποτρεπτικά, θα μπορούσε ακόμα και να λειτουργήσει προωθητικά.
Ο ΚΟΡΟΝΟΪΟΣ ΕΠΗΡΕΑΖΕΙ ΚΑΙ ΣΥΜΜΑΧΟΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Δυστυχώς, σε αυτή την ανάλυση θα μπορούσε κανείς να προσθέσει και άλλα δεδομένα της συγκυρίας που θα μπορούσαν να σπρώξουν τον Ερντογάν προς αυτή την κατεύθυνση. Σταθερές επί των οποίων βασιζόταν η ανάλυση του ελληνοτουρκικού μετώπου είτε δεν ισχύουν, είτε η βαρύτητά τους θα εξαρτηθεί από διάφορους παράγοντες τη στιγμή εκδήλωσης μιας τουρκικής επιθετικής ενέργειας.
Πόσο θα επηρεάσει η πανδημία την διάθεση και πραγματική δυνατότητα των ΗΠΑ και της Γαλλίας να παρέμβουν με στόχο την εκτόνωση της κρίσης; Αμφότερες αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα, ενώ ειδικότερα στην περίπτωση των ΗΠΑ η κατάσταση δείχνει να οδηγείται εκτός ελέγχου. Ο Λευκός Οίκος έχει εν πολλοίς μιμηθεί την πλημμελή αντιμετώπιση του καθεστώτος Ερντογάν στο αρχικό τουλάχιστον στάδιο.
Επιπροσθέτως, η πανδημία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τον Τραμπ ως δικαιολογία-πρόσχημα για να μην εμπλακεί, ενώ η πραγματική του επιθυμία θα ήταν να συνεχιστεί η πολιτική ευμενούς ουδετερότητας υπέρ του Τούρκου προέδρου τον οποίο θεωρεί –κατά δήλωση– φίλο του.
Μέχρι πρόσφατα, στην ανάλυση του ελληνοτουρκικού μετώπου θεωρούσαμε δεδομένο ότι σε οποιαδήποτε σύρραξη ή θερμό επεισόδιο, θα εκδηλωνόταν αμερικανική παρέμβαση σε 2-3 το πολύ ημέρες και η όποια σύγκρουση θα σταματούσε. Στη συνέχεια, οι δυο πλευρές θα οδηγούνταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για τους όρους αποκλιμάκωσης της κρίσης.
Ισχύει αυτό σήμερα αναλλοίωτο, με τους βασικούς συμμάχους της Ελλάδας απορροφημένος στην αντιμετώπιση των συνεπειών του κορονοϊού στο εσωτερικό της χώρας τους; Η πανδημία δεν θα αφήσουν ανεπηρέαστες και τις ένοπλες δυνάμεις και σε Ελλάδα και σε Τουρκία, χωρίς κανείς να μπορεί να υπολογίσει το πώς και το πόσο.
ΤΟ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΠΛΕΥΡΑΣ
Η τουρκική πλευρά, όμως, εξαρτάται περισσότερο από την ικανοποίηση των εσωτερικών πολιτικών αναγκών του Ερντογάν και εκεί το κόστος σε ζωές υπολογίζεται λιγότερο, αφού και οι σχετικές κοινωνικές αντιδράσεις είναι μικρότερες. Κατά συνέπεια, μπορεί να καταστεί επιρρεπής ακόμα και σε υιοθέτηση επιλογών που με δυτικά κριτήρια θεωρούνται “παράλογες”.
Η Τουρκία ασφαλώς έχει και αντικίνητρα. Αυτό που μπορεί να ενισχύει το κίνητρο εκδήλωσης επιθετικής συμπεριφοράς εναντίον της Ελλάδας λογικά ισχύει και για την πλευρά αντιπάλων της Τουρκίας στα άλλα μέτωπα που εμπλέκεται.
Στην Λιβύη, οι δυνάμεις του στρατηγού Χαφτάρ δείχνουν να εκμεταλλεύονται ήδη την αδυναμία της Τουρκίας να ενισχύσει, όπως θα επιθυμούσε, τις δυνάμεις της “κυβέρνησης της Τρίπολης”. Θα δούμε σύντομα κάτι παρόμοιο να συμβαίνει και στο συριακό μέτωπο με έμφαση στην επαρχία Ιντλίμπ; Στη Συρία υπάρχει και ο ρωσικός παράγοντας που με τις επιλογές του μπορεί να επηρεάσει όλα τα μέτωπα.
ΑΜΥΝΤΙΚΟ ΚΑΤΕΝΑΤΣΙΟ ΚΑΙ ΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗΣ
Τούτων λεχθέντων, το ερώτημα είναι ποια πρέπει να είναι η στάση της Αθήνας απέναντι στην ποιοτικώς διαφοροποιούμενη τουρκική απειλή. Αρχικά, ως αξιωματική τοποθέτηση θα μπορούσε κανείς να αναφέρει, ότι η Ελλάδα δεν μπορεί παρά να ετοιμάζεται για κάθε ενδεχόμενο, ώστε να είναι σε θέση να αρνηθεί στον αντίπαλο τους στόχους του και να δείχνει έτοιμη να επιβάλλει τέτοιο κόστος που θα τον αποθαρρύνει από το να επιλέξει την κλιμάκωση.
Εάν όμως την επιλέξει, η ελληνική στάση πρέπει να είναι αποφασιστική, να μη λειτουργήσει αμιγώς με κριτήρια διαχείρισης κρίσης, σε περίπτωση που υπάρξει έμπρακτη αμφισβήτηση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Προετοιμαζόμενη γι’ αυτή την περίπτωση η Ελλάδα οφείλει να έχει διατυπώσει με σαφήνεια αποτρεπτική απειλή προς την τουρκική πλευρά, ότι δεν θα πρέπει να ποντάρει στην υπόθεση ότι οι Έλληνες θα θέσουν προτεραιότητα την αποφυγή της στρατιωτικής σύγκρουσης.
Πρέπει η Τουρκία να πειστεί ότι οποιαδήποτε επιθετική ενέργειά της συνεπάγεται πραγματική σύγκρουση, για το ξέσπασμα της οποίας θα φέρει την απόλυτη ευθύνη. Με αυτό τον τρόπο μπορεί η Αθήνα ενισχύει το αποτρεπτικό της μήνυμα. Η ενδεδειγμένη στάση, συνεπώς, είναι ένα μείγμα αναμονής, ένα “στρατιωτικό κατενάτσιο” με παράλληλα σαφή μηνύματα ετοιμότητας για αντεπίθεση με όλες της τις δυνάμεις και τα μέσα.
*Ο Ζαχαρίας Β. Μίχας είναι Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας (ΙΑΑΑ / ISDA)