19.9.19

Η “στρατηγική σχέση” Ελλάδας-ΗΠΑ, η “αμυντική ανάσα” και οι αυταπάτες που δεν πρέπει να ΄χουμε

Γράφει ο Αντιπτέραρχος (Ι) ε.α. Ευάγγελος Γεωργούσης
Πρόεδρος Συνδέσμου Αποφοίτων Σ.Ι.
Επίτιμος Διοικητής Δ.Α.Ε.
Τις επόμενες ημέρες θα υπάρξουν δύο πολύ σημαντικές συναντήσεις κορυφής μεταξύ Η.Π.Α και Ελλάδος. Ο Πρωθυπουργός θα συναντηθεί, έστω και για λίγο, με τον Πρόεδρο των Η.Π.Α. ,ενώ ο ΥΠΕΞ της χώρας αυτής θα έρθει εδώ για συγκεκριμένες συζητήσεις επί θεμάτων εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής και συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών.

Τα μέσα ενημέρωσης και όχι μόνο, αποκαλούν αυτές τις συζητήσεις “Στρατηγικές” και την σχέση μεταξύ των δύο χωρών “Στρατηγική” ή ότι ο τελικός στόχος είναι μία “Στρατηγική Σχέση’’ συνεργασίας Η.Π.Α.-Ελλάδος. Ενδέχεται η χρήση του όρου αυτού να είναι υπερβολική ή να είναι η επιθυμία μας.
Ο όρος προέρχεται από τον στρατιωτικό τομέα, αλλά χρησιμοποιείται και σε άλλους, όπως στην πολιτική και την διπλωματία για να επισημάνει το υψηλό επίπεδο του , κατά περίπτωση , αντικειμένου. Έτσι αρκετές φορές συνοδεύεται και από τον επιθετικό προσδιορισμό “υψηλή’’. Στην πολιτική και μάλιστα στην εξωτερική, όταν η επιδίωξη είναι μία διακρατική σχέση να εξελιχθεί σε “Στρατηγική Σχέση’’ συνεργασίας και αμοιβαίας υποστήριξης, έχει ανάγκη την ύπαρξη ενός βασικού και καθοριστικού στοιχείου. Να υπάρχει και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη μία “Εθνική Στρατηγική’’ η οποία στις μεταξύ τους σχέσεις και για την περιοχή ενδιαφέροντος, θα ταυτίζεται.
Για να γνωρίζουμε γιατί μιλάμε με τον όρο “Εθνική Στρατηγική’’ θα δανειστούμε την κωδικοποίηση που αποδέχεται ο Παναγιώτης Γεννηματάς στο βιβλίο του : “Το πρόβλημα της Εθνικής Στρατηγικής’’. Μας λέει:
“Εθνική Στρατηγική είναι η σχεδιασμένη οργάνωση και κινητοποίηση εθνικών πόρων και μέσων(οικονομικών-στρατιωτικών-διπλωματικών-δημογραφικών-επιστημονικών κ.λ.π.) στην υπηρεσία συγκεκριμένων σκοπών, τους οποίους μπορεί να εξειδικεύεται η έννοια του εθνικού συμφέροντος(εθνική ασφάλεια-διεύρυνση εθνικής επιρροής προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις). Η εύλογη χρήση των διαθεσίμων μέσων στην υπηρεσία συγκεκριμένων σκοπών είναι η ουσία της έννοιας, Στρατηγική.’’
Είναι βέβαιο ότι από πλευράς των Η.Π.Α. θα υπάρχει δουλεμένη και συγκεκριμένη Εθνική Στρατηγική για την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και Μέσης Ανατολής, παρά τα σκαμπανεβάσματα Τραμπ.
Στην Στρατηγική αυτή και στους στόχους της Υπερδύναμης ,για τις εν λόγω περιοχές, σοβαροί παράγοντες που επιδρούν είναι το ‘’Γεωπολιτικό Βάρος’’ ή ‘’Γεωπολιτική Ισχύς’’, που έχουν την περίοδο αυτή ,τα Κράτη που εμπλέκονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Από την πλευρά μας δεν έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη συγκεκριμένης η οποία να έχει σχεδιαστεί για να υπηρετεί αντίστοιχους Εθνικούς στόχους. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα αρμόδια και εμπλεκόμενα Υπουργεία μας δεν έχουν στόχους και επιδιώξεις σχετικούς με την Εθνική Άμυνα και Ασφάλεια. Όμως αυτό πολύ απέχει από το να θεωρηθεί ‘’Εθνική Στρατηγική’’. Η ‘’Στρατηγική σχέση’’ λοιπόν έχει την έννοια του βάθους ,της μονιμότητας και σταθερότητας, όπως και της ταύτισης συμφερόντων για το ορατό μέλλον ,μεταξύ των δύο χωρών. Αν υπάρχουν αυτά τα χαρακτηριστικά στην επικείμενη ή επικείμενες συμφωνίες μας με τις Η.Π.Α., τότε σωστά χρησιμοποιείται ο όρος . Αν όμως δεν υπάρχουν, τότε αναφερόμαστε σε μία συμφωνία μεταξύ Συμμάχων χωρών που την συγκεκριμένη περίοδο αναγνωρίζουν ότι συμφέρει και τους δύο να συνεργαστούν στενότερα για να καλύψουν με την συνεργασία αυτή τα ‘’κενά’’ που άλλοι παράγοντες έχουν δημιουργήσει στις εθνικές επιδιώξεις ασφάλειας και των δύο.
Αυτή την περίοδο, είναι αλήθεια, ότι ο ελληνοκυπριακός χώρος έχει αναβαθμιστεί γεωπολιτικά, λόγω της σοβαρής αστάθειας που προκαλούν στην Ανατολική Μεσόγειο και Μέση Ανατολή οι επιδιώξεις ‘’παικτών ‘’ παγκόσμιας και περιοχικής εμβέλειας(Ρωσία, ΗΠΑ, Ιράν, Τουρκία,Ισραήλ, Σαουδική Αραβία). Ιδιαίτερα, η εθνική πολιτική Ερντογάν ,μετά τον Ιούλιο του 2016, έχει δημιουργήσει σοβαρά ρήγματα στην αμερικανική πολιτική στις περιοχές αυτές ,όπως και στην πολιτική του ΝΑΤΟ ,ενισχύοντας την ρωσική επιρροή και τις εθνικοθρησκευτικές επιδιώξεις του Ιράν κατά του Ισραήλ. Προς την Ελλάδα και την Κύπρο ο σχεδιασμός της Τουρκίας να καταστήσει τις δύο χώρες μειωμένης εθνικής κυριαρχίας, βρίσκεται σε εξέλιξη . Έτσι μας δίνεται μία πολύ σοβαρή ευκαιρία να εξασφαλίσουμε , μέσω αυτού του διαλόγου με τις Η.Π.Α., αλλά και των άλλων διμερών και τριμερών σχέσεων που έχουμε δημιουργήσει, κάποιες περισσότερες εγγυήσεις Ασφάλειας.Αυτό φαίνεται ότι είναι δυνατό, λόγω των γεωπολιτικών δεδομένων που επικρατούν .
Όμως η επιδίωξη αυτή απαιτεί ενεργητική εξωτερική πολιτική και όχι παραμονή στην γνωστή προσέγγιση, ‘’βλέποντας και κάνοντας’’ή της πολιτικής της ‘’μη ήττας’’ (Π.Γεννηματάς, σελ.63,’’Το πρόβλημα της Εθνικής Στρατηγικής’’.) Ένα καλό δείγμα ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής προκύπτει από το ρεπορτάζ του πρόσφατου ταξιδιού του νέου Υπουργού Εξωτερικών της χώρας μας στις Η.Π.Α. Στις επαφές που είχε με τον ομόλογο του , έθεσε το θέμα τις στάσης των Η.Π.Α. απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, κατά της Ελλάδος και της Κύπρου, με τον πλέον σαφή τρόπο, ζητώντας ξεκάθαρες απαντήσεις. Ποια θα είναι η στάση τους απέναντι σε έναν ‘’σύμμαχο’’ που δεν σέβεται καμία πρόβλεψη του Διεθνούς Δικαίου και του Καταστατικού Χάρτη του Ο.Η.Ε., λεκτικά και πρακτικά; Επομένως η επικείμενη επίσκεψη του Αμερικανού ΥΠ.ΕΞ. στην Αθήνα αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον εν αναμονή της οφειλόμενης απάντησης του στο ανωτέρω ερώτημα.
Η ελληνική αυτή ερώτηση προς την ηγέτιδα δύναμη του δυτικού συστήματος ασφάλειας, μέλη του οποίου είναι η Ελλάδα και η Τουρκία(ακόμα), δεν έχει την έννοια της παράκλησης, αλλά της υπενθύμισης σοβαρής υποχρέωσης της. Κάθε διεθνές σύστημα ασφάλειας και συνεργασίας, για να σταθεί και να λειτουργήσει προϋποθέτει αυτοπεριορισμό της ανεξάρτητης εθνικής δράσης ,υπέρ της συλλογικής ασφάλειας που εξασφαλίζει στα μέλη του(υποτίθεται). Επειδή όμως η χώρα μας , στην διάρκεια του 20ου αιώνα, παρά την ένταξη της σε πολλούς και ισχυρούς συλλογικούς θεσμούς ασφάλειας και ανάπτυξης , δεν κατάφερε να εξασφαλισθεί από την τουρκική επιθετικότητα, έχει έρθει η ώρα , προ πολλού, για μία ‘’Εθνική Στρατηγική’’ μακράς πνοής. Πάνω και πέρα από την εναλλαγή Κυβερνήσεων, των οποίων η ευθύνη θα είναι η επιχειρησιακή και τακτική υλοποίηση της. Μία Εθνική Στρατηγική που δεν θα έχει ανώτατο επίπεδο ,απέναντι στην αντίστοιχη τουρκική, αυτό της ‘’μη ήττας’’, το οποίο είναι αναγκαστικό όταν βρίσκεσαι στη θέση του αμυνομένου (Κλαούζεβιτς,’’Περί Πολέμου’’, ‘’…θετικός στόχος του αμυνομένου είναι η διατήρηση των θέσεων του’’). Μία ολοκληρωμένη Εθνική Στρατηγική έχει ανάγκη να διαθέτει και αμυντικές ‘’επιθέσεις’’ εναντίον πολιτικών στρατηγικών σχεδιασμών και στόχων της εκάστοτε τουρκικής διακυβέρνησης.Ακριβώς όπως και στον Στρατιωτικό σχεδιασμό μας απέναντι στην αντίστοιχη απειλή και στα πλαίσια του Αμυντικού Δόγματος Αποτροπής που είναι η βάση, δεν είναι αποδεκτό να απουσιάζουν οι επιθετικές ενέργειες μικρής ,μεσαίας και μεγάλης κλίμακας. Και δεν απουσιάζουν.
Με την δεκαετή οικονομική κρίση που περνάει η χώρα μας, είναι γεγονός ότι η επίδραση της έχει κάνει εμφανή τα σημάδια της σε πολλούς και σοβαρούς τομείς, παράγοντες και συντελεστές της Εθνικής μας Ισχύος ,που συμμετέχουν αποφασιστικά στην σχεδίαση μιας Εθνικής Στρατηγικής. Όχι πως αυτός είναι ο λόγος μη ύπαρξης της. Την ίδια περίοδο έχουμε και σοβαρή μεταβολή στην τακτική της τουρκικής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, έναντι όλων των γειτόνων της χώρας αυτής και όχι μόνο.
Αυτό γίνεται πολύ εμφανές μετά τον Ιούλιο του 2016. Η μεταβολή αυτή στοχεύει να επιταχύνει την επιβολή της Τουρκίας ως δεσπόζουσας περιφερειακής δύναμης που θα καθορίζει τα πράγματα στην Ανατολική Μεσόγειο και Μέση Ανατολή. Πιστεύει ότι έχει πλέον τις δυνατότητες και το δικαίωμα να εφαρμόζει ανεξάρτητη εθνική πολιτική, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της υποχρεώσεις και περιορισμούς του ΝΑΤΟ και της Δύσης ,που υποτίθεται ότι ανήκει, αλλά και να αγνοεί ή να αλλάζει Διεθνείς Συνθήκες και σύνορα Κρατών ,όπως και προβλέψεις του Δ.Δ. Σε αυτή την ανεξάρτητη εθνική της δράση, προσεγγίζει και συνεργάζεται με αντίπαλες δυνάμεις του Δυτικού συστήματος ασφάλειας, προκαλώντας τον έντονο προβληματισμό στα βασικά στοιχεία αυτού, Η.Π.Α., ΝΑΤΟ και Ε.Ε., αλλά και χωρών της περιοχής. Και μιλάμε ακόμα για προβληματισμό διότι αν εξαιρέσουμε τον αποκλεισμό της από το πρόγραμμα των F-35, από τους Αμερικανούς, από τα άλλα κέντρα δεν έχουμε δει ακόμα σοβαρές αντιδράσεις.
Η πολύ ουσιαστική αυτή αλλαγή των συνθηκών στην περιοχή μας που αν συνυπολογίσουμε και την βεβαιότητα ύπαρξης σοβαρών ενεργειακών αποθεμάτων στις ΑΟΖ Κύπρου , Αιγύπτου, Ελλάδος, Ισραήλ και άλλων χωρών της Ανατολικής Μεσογείου, φαίνεται ότι μπορεί να εξασφαλίσει ,με κατάλληλους χειρισμούς ‘’αμυντική ανάσα’’ έναντι της τουρκικής στρατιωτικής και οικονομικής υπεροχής.
Αυτή όμως η ‘’ανάσα’’ θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ως μόνιμη κατάσταση και να γίνει η βάση μιας Εθνικής Στρατηγικής ή μιας Αμυντικής Πολιτικής. Μεθοδικά και όσο κρατάει αυτή η ‘’ανάσα’’η βελτίωση της εθνικής μας οικονομίας, της στρατιωτικής μας ισχύος και γενικά της Γεωπολιτικής Ισχύος της χώρας , είναι σταθερά ζητούμενα. Μόνο επί αυτών των παραγόντων εθνικής ισχύος μπορεί να στηριχθεί μία Εθνική Στρατηγική , μακράς πνοής, από την οποία καμία Κυβέρνηση δεν πρέπει να μπορεί να παρεκκλίνει. Οι δύο επικείμενες συναντήσεις με τους κορυφαίους πολιτικούς παράγοντες των Η.Π.Α. είναι σημαντικές στα πλαίσια της δημιουργίας των συνθηκών που μας εξασφαλίζουν ‘’Αμυντική Ανάσα’’, αλλά και για την εφαρμογή μιας ενεργητικής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, που θα μας εξασφαλίσουν τα Εθνικά μας συμφέροντα. Αν αυτό θα είναι ‘’Στρατηγική σχέση’’ Η.Π.Α.-Ελλάδος , δηλαδή κάτι όπως οι σχέσεις Η.Π.Α.-Ισραήλ, μένει να το δούμε.
https://www.militaire.gr