26.4.19

«Δώσε και... σώσε» από την κυβέρνηση μετά την αχρείαστη λιτότητα €11,5 δισ. την τριετία 2016-2018


Μέγαρο Μαξίμου και υπουργείο Οικονομικών αναζητούν σανίδα σωτηρίας σε φοροελαφρύνσεις και νέους «μποναμάδες», με εφαλτήριο το περυσινό πρωτογενές «υπερ-πλεόνασμα»
Μετά από τρία χρόνια συστηματικής αφαίμαξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, η οποία οδήγησε σε αχρείαστο πρωτογενές υπερπλεόνασμα συνολικού ύψους 11,5 δισ. ευρώ την περίοδο 2016-2018, το Μέγαρο Μαξίμου και το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης συνθέτουν τώρα ρεσιτάλ προεκλογικών παροχών. Με το αυθαίρετο επιχείρημα ότι αφού ο προϋπολογισμός «υπεραπέδωσε» την προηγούμενη τριετία, θα «υπεραποδώσει» και φέτος, έχουν πέσει στο τραπέζι εισηγήσεις για επαναφορά παλαιότερων φοροελαφρύνσεων ή επίσπευση άλλων που είχαν εξαγγελθεί για τα επόμενα χρόνια, σε συνδυασμό με νέους εφάπαξ «μποναμάδες».

Η εντολή του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα προς τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο είναι σαφής: «Δώσε και…. σώσε». Βεβαίως, ο στόχος δεν είναι να σωθούν οι πολίτες, οι οποίοι, στην καλύτερη περίπτωση, θα πάρουν πίσω ένα μικρό μέρος από τις τεράστιες απώλειες της τετραετίας ΣΥΡΙΖΑ, αλλά να σωθεί το κυβερνών κόμμα από την εκλογική συντριβή και την κατακραυγή που προκάλεσαν οι δηλώσεις του αναπληρωτή υπουργού Υγείας Παύλου Πολάκη για τον υποψήφιο ευρωβουλευτή της ΝΔ Στέλιο Κυμπουρόπουλο. Γι’ αυτό, άλλωστε, η κυβέρνηση δεν δείχνει να προβληματίζεται ούτε για το κατά πόσο υπάρχουν δημοσιονομικά περιθώρια για παροχές ούτε για τις ενστάσεις που είναι βέβαιο ότι θα εκφράσουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί από τις 6 Μαΐου, στο πλαίσιο της 3ης μεταμνημονιακής αξιολόγησης.


Η αγωνία και η σπουδή της κυβέρνησης να παρουσιάσει παροχές είναι τόσο μεγάλες, ώστε η σύσκεψη του κ. Τσίπρα με το οικονομικό επιτελείο την οποία είχε προαναγγείλει ο πρωθυπουργός επισπεύστηκε (πραγματοποιήθηκε τη Μ. Τετάρτη, αντί για την ερχόμενη εβδομάδα) και αναδείχθηκε μέσω κυβερνητικών διαρροών. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι προτάσεις που ανέλαβε να επεξεργαστεί ο κ. Τσακαλώτος, ώστε μετά το Πάσχα να ληφθούν οι τελικές αποφάσεις και να γίνουν άμεσα οι σχετικές ανακοινώσεις, κινούνται σε δύο άξονες:

1. Φοροελαφρύνσεις μόνιμου χαρακτήρα, όπως:


- Μειώσεις ΦΠΑ είτε με μείωση του βασικού συντελεστή 24% είτε με μετατάξεις προϊόντων και υπηρεσιών, όπως τρόφιμα, λογαριασμοί σταθερής και κινητής τηλεφωνίας, εστίαση κ.ά., από τον βασικό συντελεστή στον μεσαίο συντελεστή 13%.

- Μείωση του εισαγωγικού συντελεστή φορολογίας εισοδήματος από το 22% στο 20%. Το μέτρο αυτό, μαζί με την κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για ετήσια εισοδήματα έως 30.000 ευρώ, είχε εξαγγελθεί για το 2020 ως αντίμετρο για την κατάργηση του αφορολογήτου ορίου.

- Νέες διορθωτικές κινήσεις στον ΕΝΦΙΑ, τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ θα… καταργούσε το 2015.

- Επαναφορά της έκπτωσης φόρου σε περίπτωση εφάπαξ εξόφλησης, όπως ίσχυε έως το 2015. Κατά την εμπρόθεσμη εφάπαξ εξόφληση φόρου χορηγούνταν έκπτωση 1,5%, η οποία είχε αυξηθεί στο 2% προτού καταργηθεί το μέτρο. Ωστόσο, το όφελος των φορολογουμένων θα είναι πενιχρό. Ενδεικτικά, 2.550.047 φορολογούμενοι πλήρωσαν πέρυσι φόρο 3,4 δισ. ευρώ, δηλαδή 1.341 ευρώ φόρου κατά μέσο όρο. Εάν το σύνολο των φορολογουμένων αυτών πλήρωνε εφάπαξ τον φόρο, θα κέρδιζε κατά μέσο όρο έκπτωση μόλις 26,82 ευρώ.


2. Εφάπαξ επιδόματα τύπου «13ης σύνταξης» ή/και χορήγηση αναδρομικών στους συνταξιούχους για την περίοδο Ιουνίου 2015-Μαΐου 2016.


Τα λεφτά του υπερ-πλεονάσματος δεν... υπάρχουν!

Η κυβέρνηση πήρε… αέρα από την ανακοίνωση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) και της Eurostat τη Μ. Τρίτη για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2018, το οποίο εκτοξεύθηκε στο 4,4% του ΑΕΠ, με βάση τον τρόπο υπολογισμού της Eurostat, ή στο 4,29% του ΑΕΠ, με βάση τον ορισμό της μεταμνημονιακής εποπτείας. Δηλαδή, ξεπέρασε τον στόχο της μεταμνημονιακής εποπτείας (3,5% του ΑΕΠ) κατά 0,79% του ΑΕΠ ή 1,5 δισ. ευρώ.

Το πρόβλημα είναι πως τα χρήματα αυτά δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για φοροελαφρύνσεις. Βρίσκονται ήδη στο «μαξιλάρι» διαθεσίμων του Δημοσίου, το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί μόνο για τη μείωση του χρέους, όπως θα γίνει μέσω της πρόωρης αποπληρωμής 3,7 δισ. ευρώ προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), και ως αποθεματικό ασφαλείας που επιτρέπει να μειωθεί το κόστος δανεισμού της Ελλάδας από τις αγορές. Συνολικά στο «μαξιλάρι» έχουν οδεύσει 11,5 δισ. ευρώ από τα πρωτογενή υπερ-πλεονάσματα της τριετίας 2016-2018 (ανήλθαν στα 5,7 δισ. ευρώ το 2016, 4,3 δισ. ευρώ το 2017 και 1,5 δισ. ευρώ το 2018), χωρίς να συνυπολογιστούν τα 2 δισ. ευρώ που μοιράστηκαν ως «κοινωνικό μέρισμα».


Συνεπώς, το περυσινό υπερ-πλεόνασμα δίνει μόνο λαβή να ισχυριστεί η κυβέρνηση ότι θα υπάρξει θετικός αντίκτυπος στον φετινό προϋπολογισμό (carry-over effect) και το πρωτογενές πλεόνασμα θα ξεπεράσει και πάλι τον στόχο για 3,5% του ΑΕΠ. Εντούτοις, οι τεχνοκράτες των ευρωπαϊκών θεσμών δεν βλέπουν υπέρβαση, διότι η ανάπτυξη θα είναι χαμηλότερη απ’ ό,τι εκτιμά η κυβέρνηση, οι δικαστικές αποφάσεις για τα αναδρομικά σε συνταξιούχους και δημοσίους υπαλλήλους αποτελούν σοβαρότατο δημοσιονομικό κίνδυνο, ενώ η κυβέρνηση έχει βαφτίσει «υπεραπόδοση» το αποτέλεσμα του καταστροφικού συνδυασμού υπερβολικής λιτότητας, περιστολής δαπανών και υποεκτέλεσης των δημοσίων επενδύσεων.



Ο εφιάλτης του χρέους

Τα στοιχεία που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ την περασμένη Τρίτη για το 2018 αναδεικνύουν επίσης την παταγώδη αποτυχία της κυβέρνησης στο κρίσιμο θέμα του χρέους.

Την περυσινή χρονιά το δημόσιο χρέος διογκώθηκε κατά 17,1 δισ. ευρώ, κυρίως λόγω των τελευταίων δανειακών δόσεων του 3ου Μνημονίου, και εκτινάχθηκε στα 334,6 δισ. ευρώ ή 181% του ΑΕΠ. Σε απόλυτα νούμερα, το χρέος ήταν μεγαλύτερο μόνο το 2011 (356,2 δισ. ευρώ).

Ο ΣΥΡΙΖΑ «κατάφερε» να αυξήσει το δημόσιο χρέος κατά 15 δισ. ευρώ στην τετραετία 2015-2018, μολονότι την ίδια περίοδο αποπληρώθηκαν περίπου 46 δισ. ευρώ δανειακών υποχρεώσεων της χώρας μας.

protothema