18.12.18

Η λανθασμένη ελληνική εξωτερική πολιτική στο μακεδονικό


                                                       
                        
            Άρθρο του Σωκράτη Β. Σίσκου *


Όταν μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας είχε τεθεί επίσημα το πρόβλημα της ονομασίας των Σκοπίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (τότε ΕΟΚ), ούτε η τότε ελληνική κυβέρνηση αλλά ούτε και οι μετέπειτα ελληνικές κυβερνήσεις έθεσαν στο τραπέζι των συζητήσεων την ιστορική απάτη η οποία διαπράχθηκε από τη Σοβιετική Ένωση με τη δημιουργία ενός «κίβδηλου αρχαίου έθνους», με τον κατακτητικό σκοπό της καθόδου της Ρωσίας στο Αιγαίο.
Τα ελληνικά επιχειρήματα για την ελληνικότητα της Μακεδονίας σε πολιτικούς που είχαν παντελή άγνοια των ιστορικών γεγονότων, ήταν μια προσπάθεια συνεννόησης με κωφούς. Θεωρούσαν πως η Ελλάδα είχε ως στόχο την κατάκτηση ενός κρατιδίου που μόλις είχε απελευθερωθεί από τα κομμουνιστικά δεσμά. Την εποχή εκείνη πρόεδρος του συμβουλίου των υπουργών εξωτερικών της ΕΟΚ ήταν ο Πορτογάλος Ζοάο Πινέιρο, γνωστός από το περίφημο «Πακέτο Πινέιρο» για την ονομασία των Σκοπίων. Ήταν ο ένας από τους ιστορικά ανίδεους (τους αποκαλώ συνήθως ιστορικά αγράμματους) που αποφάσισαν τη χάραξη της μεροληπτικής για τα Σκόπια ευρωπαϊκής πολιτικής. Η βυζαντινολόγος Ελένη Αρβελέρ αποκάλυψε πως πρόσφατα, σε σχετική συνομιλία της με τον Πινέιρο, όταν του εξήγησε με επιστημονικά επιχειρήματα το πρόβλημα και την ιστορική/πολιτιστική διάστασή του, ο πρώην Πορτογάλος υπουργός εξωτερικών απόρησε που κανένας Έλληνας πολιτικός δεν του έδωσε να καταλάβει την ουσία αυτού του προβλήματος. Ο άνθρωπος δεν είχε ιδέα από ελληνική ιστορία!
Ο αείμνηστος Νικόλαος Μάρτης, ένας από αυτούς που αγωνίστηκαν με πείσμα για την αποκάλυψη της πλαστογράφησης της ιστορίας της Μακεδονίας από το Στάλιν και τον Τίτο, έγραψε πως ο Χένρι Κίσινγκερ, όταν ρωτήθηκε για το «Μακεδονικό» σε κάποιο επίσημο συνέδριο, απάντησε πως η δύναμη της Ελλάδας είναι η ιστορίας της και πως καμια ελληνική κυβέρνηση δεν χρησιμοποίησε αυτή τη δύναμη. Επίσης συμπλήρωσε ότι «η Ελλάδα έχει δίκαιο να έχει αντιρρήσεις και συμφωνώ με την Αθήνα. Ο λόγος είναι ότι εγώ γνωρίζω καλά την ιστορία, πράγμα που δεν συμβαίνει με τους περισσότερους, συμπεριλαμβανομένων των περισσότερων κυβερνητικών στελεχών της Ουάσιγκτον».
Η Ελλάδα έπεσε στην παγίδα των Σκοπιανών και όσων έχουν γεωπολιτικά συμφέροντα από την πολιτική αστάθεια στα Βαλκάνια. Ένα πολιτιστικό πρόβλημα ιστορικής απάτης (της μεγαλύτερης στον 20ο αιώνα) μετατράπηκε σε απολύτως πολιτικό. Στα παιχνίδια πολιτικής προπαγάνδας και δήθεν ενημέρωσης των ευρωπαϊκών λαών, αγνόησε παντελώς τους ειδικούς επιστήμονες της κλασικής ιστορίας και άφησε απερίσπαστους ανίδεους πολιτικούς να λύσουν το πρόβλημα. Με το θέμα αυτό έχω ασχοληθεί επανειλημμένα σε βιβλία και άρθρα μου, όταν το 1991 πρότεινα για πρώτη φορά, στο βραβευμένο από τον «ΠΑΡΝΑΣΣΟ» βιβλίο μου για τον Περσέα (τον τελευταίο βασιλιά της Μακεδονίας), τη σύγκληση διεθνούς συνεδρίου από ειδικούς επιστήμονες (κλασικής φιλολογίας, ιστορικούς, αρχαιολόγους, νομισματολόγους, επιγραφολόγους κλπ). Τα πορίσματα ενός τέτοιου συνεδρίου καθηγητών κύρους από πανεπιστήμια πολλών χωρών του κόσμου, θα ήταν αδύνατον να αγνοηθούν από τους Δυτικοευρωπαίους πολιτικούς. Συνεπώς, το πρώτο μεγάλο λάθος των Ελλήνων πολιτικών ήταν η αποδοχή της μετατροπής ενός σοβαρού εθνικού πολιτιστικού προβλήματος σε καθαρά πολιτικό. Ήταν πλέον φανερό ότι οι πολιτικές ίντριγκες και τα γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, θα ήταν οι παράγοντες που θα οδηγούσαν σε λύσεις αντίθετες προς τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας.
Το δεύτερο λάθος ήταν η αντιμετώπιση του προβλήματος στο εσωτερικό της χώρας μας ως πρόβλημα κομματικών αντιπαραθέσεων, με Δεξιούς και Αριστερούς. Απαιτείται ρεαλισμός για να διερευνήσουμε το πρόβλημα από καθαρά πατριωτική σκοπιά. Σήμερα, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, για τους τραπεζίτες και τους χρηματιστές που κυβερνούν τον κόσμο οι παλιές ιδεολογίες είναι χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Όποιος συμπαρατάσσεται με αυτούς είναι φίλος και ευνοούμενος, ανεξάρτητα από την αληθινή ή ψεύτικη κομματική του ιδεολογία. Ας μιλήσουμε για γεγονότα και ανθρώπους με ονοματεπώνυμα, όπως δημοσιεύτηκαν και από τα ΜΜΕ. Είδαμε πρώην αναρχικούς, μαοϊκούς και τροτσκιστές να τοποθετούνται σε πόστα εξουσίας της Νέας Τάξης (π.χ. Μπαρόζο, Σολάνα, Κον Μπεντίτ, Γιόσκα Φίσερ κλπ) ή δήθεν σοσιαλιστές και υπερασπιστές των λαϊκών στρωμάτων (π.χ. Τόνι Μπλερ, Γκέρχαρντ Σρέντερ, Φρανσουά Ολάντ κλπ) να αποτελούν βασικά στηρίγματα της παγκοσμιοποίησης και της νέας Τάξης. Η ίδια τάση ιδεολογικών ανατροπών εμφανίζεται και στην Ελλάδα. Ο μαρξιστής Μίκης Θεοδωράκης αγωνίζεται ενάντια στους πλαστογράφους της ιστορίας της Μακεδονίας και η Αριστερή πρώην πρόεδρος της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου χαρακτήρισε τη συμφωνία των Πρεσπών προδοτική. Η Δεξιάς ιδεολογίας πρώην υπουργός και ευρωβουλευτής Μαριέττα Γιαννάκου προστάτευσε με πείσμα την ιστορία της Αριστερής Μαρίας Ρεπούση (με το «συνωστισμό» της Σμύρνης!) και ο αυτοαποκαλούμενος φιλοευρωπαίος αρχηγός του κόμματος «Το Ποτάμι» ισχυρίζεται πως η Συμφωνία των Πρεσπών «προστατεύει τα εθνικά συμφέροντα». Το 2005  ο Δεξιός βουλευτής Κέρκυρας Ν. Γεωργιάδης δήλωσε ότι «δεν μπορούμε να αποφασίζουμε εμείς πως θα λέγεται η διπλανή χώρα και ότι το θέμα της ονομασίας ήταν μια … μπούρδα!». Σε σοβαρά εθνικά θέματα δεν υπάρχουν «οι δικοί μας και οι δικοί τους». Συμπέρασμα: Υπάρχει αναμφισβήτητη σύμπτωση ιδεολογιών για την αποδιοργάνωση του κράτους, για το έθνος και την πατρίδα, για την οικογένεια, για την εκπαίδευση, για τα ανοιχτά σύνορα και τη λαθρομετανάστευση, για την ασυδοσία περιθωριακών ομάδων, για τη διάλυση των οικογενειακών θεσμών κλπ, από τους διεθνιστές της Αριστεράς και ορισμένους παγκοσμιοποιημένους διεθνιστές της Νεοταξικής Δεξιάς.
Το τρίτο μεγάλο λάθος στην αντιμετώπιση της φιλοσκοπιανής προπαγάνδας για το μακεδονικό, ήταν η χλιαρή ως άφωνη αντίδραση στην εσωτερική «Πέμπτη Φάλαγγα» των αναθεωρητών της ιστορίας που αποτελείται από μια ομάδα πανεπιστημιακών και κάποιων άλλων συγγραφέων και «φιλοσόφων» (σαν το Νίκο Δήμου). Αυτοί οι καθηγητές που ξεφύτρωσαν ξαφνικά μετά τη μεταπολίτευση και κυρίως ως δήθεν συνεχιστές της εξέγερσης του πολυτεχνείου, κατέλαβαν βασικά πόστα της εκπαίδευσης και του υπουργείου παιδείας (Αντ. Λιάκος, Θ. Δραγώνα, Μ. Ρεπούση, Χρ. Κουλούρη, Α. Φραγκουδάκη κ.ά.). Οι χαρακτηρισμοί τους για όσους δεν συμφωνούν μαζί τους είναι σκληροί, ταπεινωτικοί και εξευτελιστικοί. Όλοι όσοι διαμαρτύρονται για τις αστήρικτες θεωρίες για μακεδονικό έθνος ή μακεδονική γλώσσα, έστω κι’ αν πιστεύουν στις δημοκρατικές αξίες και ιδανικά, θεωρούνται φασίστες, ρατσιστές, παραβάτες ανθρώπινων δικαιωμάτων κλπ. Οι λοιδορούμενοι σιωπούν ως ένοχοι χωρίς να απαντούν με αντίστοιχης βαρύτητας χαρακτηρισμούς. Ποτέ αυτοί οι αναθεωρητές δεν κατηγορήθηκαν επίσημα, από πολιτικά πρόσωπα με εξουσία, για ιδεολογική προδοσία. Αυτό το είδος προδοσίας στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες δεν είναι ποινικό αδίκημα, αλλά ο ένας τουλάχιστον ιδεολογικός μέντορας του μαρξισμού, ο Στάλιν, την κατάγγειλε «ως προδοσία που αξίζει το θάνατο», διότι ενισχύει τον εχθρό για να πλήξει την πατρίδα πισώπλατα. Η σιωπή όμως των λοιδορούμενων είναι ένα είδος σιωπηρής συναίνεσης.  Σε αυτές τις περιπτώσεις ισχύει ο ρεαλιστικός ρωμαϊκός κανόνας δικαίου «qui tacet consentire videtur» (ο σιωπών δοκεί συναινείν).

Το άλλο μεγάλο λάθος ήταν η εκκωφαντική αφωνία της Ελλάδας στο θέμα της ενημέρωσης της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Όσοι διαβάζαμε τον ξένο τύπο διαπιστώσαμε μια συνεχή προπαγανδιστική διαφώτιση της κοινής γνώμης με τις πλαστογραφημένες θεωρίες περί σλαβικού μακεδονικού έθνους. Συνήθως απαντούσαν σε τέτοιους πλαστογράφους απλοί Έλληνες του απόδημου ελληνισμού. Τα γραφεία τύπου των πρεσβειών και των προξενείων μας ήταν άφαντα. Ήταν μια  ανοργάνωτη προσπάθεια απλών ελλήνων πολιτών για ενημέρωση, μπροστά σε μια άριστα οργανωμένη προπαγάνδα. Και ο υποφαινόμενος έλαβε μέρος σε τέτοιου είδους αντιπαραθέσεις με σχολιασμούς άρθρων. Θυμάμαι π.χ. πως έγιναν τέτοιου είδους αντιπαραθέσεις στο blog του δημοσιογράφου Νικολά Κονστάν της εφημερίδας Le Monde και στα άρθρα του φιλέλληνα δημοσιογράφου της La Tribune Ρομαρίκ Γκοντέν. Όμως μια παρέμβασή μου στο Βατικανό για την προσφώνηση ευχών από τον Πάπα στη «Μακεδονική γλώσσα» στο Urbi et Orbi (παπική ευλογία «στην Πόλη (Ρώμη) και στην Οικουμένη»), έχει έναν χαρακτήρα αφέλειας που εκ των υστέρων θεωρώ ότι με γελοιοποίησε. Τότε είχε απαντήσει στη διαμαρτυρία μου (18-1-2008) ο υπογραμματέας (υφυπουργός) και σήμερα γραμματέας (υπουργός) του Κράτους του Βατικανού Mgr Pietro Parolin και από πλευράς της Νουντσιατούρας Αθηνών ο Αποστολικός Νούντσιος  Patrick Coveney, ο οποίος με ρώτησε ποια προσφώνηση του Πάπα δεν θα πρόσβαλε το λαό της ελληνικής Μακεδονίας. Απάντησα ότι, ως την επίλυση του θέματος της ονομασίας δεν θα έπρεπε να γίνεται καμιά προσφώνηση σε «μακεδονική γλώσσα» στο Urbi et Orbi. Είχα την καλόπιστη άποψη να πιστεύω πως, σε οποιαδήποτε επίλυση του προβλήματος της ονομασίας δεν θα υπήρχε περίπτωση αναγνώρισης ως «μακεδονικής» μιας (όπως ισχυρίστηκα στους δυο αξιωματούχους του Βατικανού) βουλγαρικής διαλέκτου. Υπήρξα αφελής. Η Συμφωνία των Πρεσπών με διέψευσε. Αν δεν ακυρωθεί η επαίσχυντη αυτή συμφωνία, πολύ γρήγορα οι Έλληνες θα ξανακούσουν τον Πάπα, κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, να απευθύνει από τον εξώστη του Βατικανού ευχές στη «μακεδονική γλώσσα» στα συγκεντρωμένα πλήθη των πιστών (και από τα ΜΜΕ σε όλη «την Οικουμένη»).

____________________________

*Ο Σωκράτης Σίσκος γεννήθηκε στον Εμμανουήλ Παπά του νομού Σερρών.
Περάτωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στις Σέρρες και αποφοίτησε από το Τμήμα Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι σε θέματα «οικονομίας των μεταφορών» και συνέγραψε πλήθος άρθρων και δυο βιβλία συγκοινωνιακού περιεχομένου.
Εργάσθηκε στους Ελληνικούς Σιδηροδρόμους και διετέλεσε πριν από την παραίτησή του, το 1992, προϊστάμενος Εμπορικής Εκμεταλλεύσεως στην Περιφερειακή Διεύθυνση Μακεδονίας / Θράκης.

Συμμετείχε σε μελέτες της Πολυτεχνικής Σχολής Θεσσαλονίκης και ως εισηγητής, στην έρευνα για τη διακίνηση των επικίνδυνων φορτίων, με βάση τους κανονισμούς και τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Την έρευνα πραγματοποίησε (1997-1998) το Εργαστήριο Συγκοινωνιακής Τεχνικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Διετέλεσε μέλος της πρώτης Συντακτικής Επιτροπής και επιμελητής των οικονομικών και συγκοινωνιακών θεμάτων, στην εγκυκλοπαίδεια "Παιδεία" του εκδοτικού οργανισμού ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ-ΠΑΙΔΕΙΑ.