7.9.18

Πανηγυρισμοί χωρίς αντίκρισμα


Την στιγμή που ακόμη δεν κόπασαν οι πανηγυρισμοί των κυβερνώντων για την –δήθεν – καθαρή έξοδο της Ελλάδος από τα μνημόνια, η δημοσίευση ενός άρθρου με τίτλο "Η Ελλάδα στις 5 φτωχότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης" μας προσγειώνει στην σκληρή πραγματικότητα και πρέπει να προβληματίσει σοβαρά όλους τους Έλληνες πολίτες, αναφορικά με το μέλλον της χώρας και όλων μας. Η βασική αφορμή για τον προβληματισμό μας προσφέρεται στο ξεκίνημα κιόλας του άρθρου: «Μέσα στους πανηγυρισμούς για το τέλος του 3ου μνημονίου, ξεχάστηκε το πιο σημαντικό: σύμφωνα με τους Financial Times/The Economist η Ελλάδα είναι σήμερα, με όρους αγοραστικής δύναμης, η πέμπτη φτωχότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά τη Βουλγαρία, τη Ρουμάνια, την Κροατία και τη Μάλτα». Θα σταχυολογήσουμε τα σημαντικότερα σημεία του άρθρου και θα προβούμε στον σχολιασμό τους με γνώμονα την αλήθεια, που χαρακτηρίζει πάντοτε όλες ανεξαιρέτως τις παρεμβάσεις της Παρατάξεώς μας:
  • «...Αν σκεφτεί κανείς ότι η χώρα μας είχε το 1970 υψηλότερο κατά κεφαλή εισόδημα από την Ισπανία, καταλαβαίνει κανείς το μέγεθος της οπισθοχώρησής μας. Πρόκειται για μια μεγάλη εθνική αποτυχία, στα όρια της καταστροφής...».
  • «...Παρά τα δισεκατομμύρια δωρεάν βοήθειας που εισέρρευσαν από την ΕΕ, μετά το 1981, η Ελλάδα έμεινε στάσιμη στη διαφορά που τη χωρίζει από τον δυτικο-ευρωπαϊκό μέσο όρο...».
  • «...Γιατί την τριακονταετία 1950-1980 η Ελλάδα αναπτύχθηκε με ρυθμό 5% ετησίως ενώ την περίοδο 1980-2017 ο ρυθμός ανάπτυξης έπεσε κάτω από το 1%, πολύ κάτω από πολλές πλούσιες ευρωπαϊκές χώρες; Ακόμα και πριν από τη μεγάλη κρίση του 2010, η αναπτυξιακή δυναμική της Ελλάδας της περιόδου 1980-2010 ήταν μάλλον απογοητευτική. Με άλλα λόγια, δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με μια κρίση αλλά με μια μακρόσυρτη παρακμή...».
Ξεκινώντας από το πρώτο σημείο, πρέπει να υπογραμμίσουμε πως το 1970 η Ελλάδα όχι μόνο στο κατά κεφαλήν εισόδημα αλλά σχεδόν σε όλους τους οικονομικούς δείκτες παρουσίαζε υψηλές επιδόσεις. Την περίοδο εκείνη όμως υπήρχε μια σημαντικότατη διαφορά σε σχέση με σήμερα: Η Ελλάδα είχε το δικό της εθνικό νόμισμα, την δραχμή, η οποία της εξασφάλιζε την εθνική κυριαρχίακαι της έδινε την δυνατότητα να ακολουθεί την δική της οικονομική πολιτική...Τότε μάλιστα η δραχμή ήταν στις πρώτες θέσεις παγκοσμίωςσε αγοραστική δύναμη. Σήμερα η χώρα μας είναι μέλος της ΕΕ και του ευρώ. Στα πλαίσια αυτά, το 1992 οι βουλευτές μας ψήφισαν την Συνθήκη του Maastricht(ή Συνθήκη της ΕΕ) – χωρίς να γνωρίζουν το κείμενο της συνθήκης(!) - , ενώ η είσοδός μαςστην ζώνη του ευρώ πραγματοποιήθηκε λίγα χρόνια αργότερα, επί κυβερνήσεως Κ. Σημίτη, με παραποιημένα τα στοιχεία του δημοσίου ελλείμματος και εις γνώσιν των Ευρωπαίων «εταίρων» μας. Οι δύο αυτοί σημαντικοί σταθμοί εξηγούν «το μέγεθος της οπισθοχώρησής μας» και την «μεγάλη εθνική αποτυχία, στα όρια της καταστροφής...»:
  • Οι συνεχείς αξιολογήσεις που βασανίζουν την χώρα μας τα τελευταία χρόνια δεν είναι αποτέλεσμα του χρέους. Από την στιγμή που η Ελλάδα αποδέχθηκε και υπέγραψε την Συνθήκη του Maastricht (άρθρο 103), έχει την συμβατική υποχρέωση να εποπτεύεται και να αξιολογείται διαρκώς από την ΕΕ ως προς την οικονομική πολιτική που εφαρμόζει...
  • Το κοινό νόμισμα που υιοθετήσαμε, το ευρώ, το αγοράζει το ελληνικό κράτος με τόκο! Είναι λοιπόν δυνατόν με τέτοια δεδομένα η οικονομία της χώρα μας να μην βαδίζει τον δρόμο της καταστροφής;
Περνώντας στο δεύτερο σημείο, θα συμφωνήσουμε κι εμείς πως πράγματι, μετά το 1981 δόθηκαν στην Ελλάδα πολλά χρήματα από την ΕΕ. Φυσικά, οι εκάστοτε κυβερνώντες, για να δικαιολογήσουν την λήψη τέτοιων μεγάλων χρηματικών ποσών, προέβαιναν κατά καιρούς στην εκτέλεση ορισμένων δημοσίων έργων. Η πικρή αλήθεια όμως είναι πως ένα μεγάλο μέρος των επιχορηγήσεωνδιασπαθίστηκε από τους πολιτικούς και τους κομματικούς τους ακολούθους, με αποτέλεσμα να αναγκάζονται συχνά να συνάπτουν δάνεια για την ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας, διογκώνοντας το δημόσιο χρέος. Και όλα αυτά εις γνώσιν των ιθυνόντων της ΕΕ...Έτσι λοιπόν εξηγείται γιατί η Ελλάδα έμεινε στάσιμη, παρά τα τεράστια ποσά που έλαβε.
Το ερώτημα που αναδύεται από το τρίτο σημείο που επισημάναμε παραπάνω (γιατί η Ελλάδα αναπτύχθηκε πολύ περισσότερο την περίοδο 1950-1980 σε σχέση με την περίοδο 1980-2017), έχει να κάνει και πάλι με την ένταξη της χώρας στην ΕΕ. Με βάση στοιχεία που είναι καταγεγραμμένα και αφορούν στην πορεία της κατανάλωσης και των επενδύσεων τις δεκαετίες του ’70, του ’80 και του ’90, φαίνεται καθαρά πως:
  • στην δεκαετία του ’70 η κατανάλωση σε σχέση με το τι παρήγαγε η χώρα ήταν σε λογικότερα επίπεδα από ό,τι στην δεκαετία του ’90, ενώ ταυτόχρονα ένα πολύ σημαντικό τμήμα της Ελληνικής Οικονομίας κατευθυνόταν σε επενδύσεις. Βλέπουμε δηλαδή πως, πριν την ένταξη της Ελλάδος στην ΕΕ υπήρχε μεν μια αρκετά μεγάλη κατανάλωση, που ωστόσο δεν ξεπερνούσε την παραγωγή. Παράλληλα, ό,τι περίσσευε κατευθυνόταν μέσω των επενδύσεων στην κάλυψη μελλοντικών αναγκών.
  • Από την ένταξη της Ελλάδος στην ΕΕ και κυρίως από την αρχή της δεκαετίας του ’80, αυτό άλλαξε προς το χειρότερο. Οι Έλληνες δηλαδή μετατράπηκαν από νοικοκύρηδες σε καταναλωτές, με κυρίαρχο στοιχείο τη σπατάληχωρίς πρόνοια και ενδιαφέρον για το μέλλον. Μιλούμε για μια δραματική αλλαγή που υπέστη το ήθος των Ελλήνων, από την στιγμή που ενταχθήκαμε στην ΕΕ...
Θεωρούμε πως η πλειοψηφία των συμπατριωτών μας, παρά τον συνεχή βομβαρδισμό που δέχεται καθημερινά από τα ΜΜΕ για την ανάγκη διατήρησης της Ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας με κάθε κόστος, κατά βάθος διαπιστώνει το οικονομικό – κι όχι μόνο – αδιέξοδο της Ελλάδος. Δεν επιθυμεί περαιτέρω λιτότητα και εξαθλίωση. Το απέδειξε περίτρανα το 62% των Ελλήνων στο δημοψήφισμα του θέρους του 2015. Και όμως! Όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα δεν σεβάστηκαν την βούληση του ελληνικού λαού και – δεχόμενοι αφόρητες πιέσεις από τους «εταίρους» μας – μετέτρεψαν χωρίς ίχνος ντροπής το ΟΧΙ του λαού μας σε ΝΑΙ! Αυτή είναι η δημοκρατία του πολιτικού συστήματος...
Στο άρθρο που σχολιάσαμε αναφέρεται στο τέλος: «Άλλωστε, δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί το γεγονός ότι το 3ο μνημόνιο τελείωσε αλλά η Ελλάδα στερείται ακόμα της πρόσβασης, με ένα λογικό επιτόκιο, στις διεθνείς χρηματαγορές και οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων παραμένουν.». Όσο λογικά επιτόκια κι αν πετύχει η χώρα μας, εφόσον εξακολουθεί να παραμένει δέσμια των υποχρεώσεων που απορρέουν από την ένταξη και παραμονή στην ΕΕ, θα δανείζεται συνεχώς, φορτώνοντας νέα βάρη στις επόμενες γενεές.
 
Η Πολιτική Παράταξη «ΚΟΙΝΩΝΙΑ» μας καλεί να θυμηθούμε τις αρχές του Πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος, Ιωάννου ΚαποδίστριαΠίστη στον Θεό, εντιμότητααυτοθυσία και
αφοσίωση στον τόπο που ζούμε. Θέλει να φέρει ξανά τις ξεχασμένες αρχές και τα ιδανικά του λαού μας. Θέλει να θυμίσει σε όλους τους Έλληνες τι θα πει να είσαι Έλληνας. Θέλει να
σώσει την πατρίδα μας από την πολιτική ελίτ και να την δώσει στο λαό της.
Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την απεμπλοκή της Ελλάδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, με προσεκτικόκαλά μελετημένο και εφαρμόσιμο σχέδιο που έχει επεξεργαστεί η Παράταξή μας, ώστε να ανακτήσουμε την εθνική μας κυριαρχία.
 
Κωνσταντίνος Ιωάν. Παπανικολάου,
μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της Παρατάξεως «ΚΟΙΝΩΝΙΑ»
 
____________________
Σημειώσεις:
  1. Το άρθρο που σχολιάσαμε δημοσιεύτηκε στον ιστοτόπο "www.onalert.grστις 24/08/2018.
  2. Τα στοιχεία που αναφέρονται στην Συνθήκη του Maastricht αντλήθηκαν από το εξαιρετικό πόνημα του κ. Εμμανουήλ B. Βολουδάκη με τίτλο «Η Συνθήκη του Maastricht – Τι υπέγραψε η Ελλάδα και ποιες αλλαγές υπέστη εξαιτίας αυτής της υπογραφής», Αθήνα 2017 

http://www.koinwnia.com/