13.9.18

ΣΚΙΑ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ



                  
     Ομιλία στην Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης στις 7.6.2018
                  Γιάννη Αποστολίδη, π Δικηγόρου,
        τέως Προέδρου της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης
                                 Κιν. 6939588183, apostolidis.p.i@gmail.com


  Κυρίες και κύριοι, ο τίτλος της σημερινής ομιλίας μου, Σκιά στη Δικαιοσύνη, προδηλώνει ότι δεν θ΄ ακουστούν εδώ ευχάριστα πράγματα. Προβληματίσθηκα μάλιστα αν θα έπρεπε να κάνω την ομιλία, διότι θα αναφερθώ σε γεγονότα που δυστυχώς δεν τιμούν την ελληνική Δικαιοσύνη και θα στενοχωρήσω και κάποιους φίλους δικαστικούς.
Τελικά πάντως, με ανέβασε σε αυτό το βήμα η βαθιά πεποίθηση, ότι η αλήθεια, όσο  πικρή κι΄ αν είναι, πρέπει να λέγεται. ΄Αλλωστε ως φαίνεται δεν είναι μακριά η αναθεώρηση του Συντάγματος, οπότε πρέπει να δούμε έγκαιρα, εμείς, ο λαός, κάποιες από εκείνες τις ατυχείς ρυθμίσεις, η καταστρατήγηση των οποίων οδήγησε σε σοβαρή ηθική πτώση όχι μόνο τη Δικαιοσύνη αλλά και όλο το σύστημα εξουσιών της Χώρας.
 Το έγκριτο επιστημονικό περιοδικό ΔΕΛΤΙΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ δημοσίευσε στο τεύχος Νοεμβρίου 2012 ένα  βαθυστόχαστο άρθρο για τη Δικαιοσύνη και την κρίση γενικότερα, του κ Κωνσταντίνου Φώτου, πρώην δικαστού, προέδρου Εφετών, στο οποίο μεταξύ και άλλων καίριων επισημάνσεων, έγραφε για τους δικαστικούς, αναφερόμενος στον τρόπο επιδίωξης των επαγγελματικών συμφερόντων τους, ότι "εάν και οι άλλοι λειτουργοί ή εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα είχαν ακολουθήσει το παράδειγμα των δικαστικών, η χώρα σήμερα θα είχε διαλυθεί." Συμφωνώ απολύτως. Και πρέπει να πω το εξής: Δεν είναι βέβαια καθόλου συνηθισμένο να κατακρίνεται η ελληνική Δικαιοσύνη με δημόσια ομιλία σαν τη σημερινή και ίσως αυτό να γίνεται τώρα για πρώτη φορά. Αλλά κάποτε πρέπει να γίνει η αρχή. Στη δημοκρατία όλοι έχουν το δικαίωμα να κρίνουν όλους και  ο καθένας έχει την ευθύνη της κριτικής του. Προσωπικά δεν φαβάμαι τα λόγια μου για εκείνους που δεν φοβήθηκαν τις πράξεις τους.
  Πυρήνας της ομιλίας μου είναι το εξής γεγονός: Το 2006 ένα ανώτατο δικαστήριο, το λεγόμενο Μισθοδικείο, με μιαν απόφασή του, την με αριθμό 13/2006, έδωσε στους 6000  δικαστικούς, δηλαδή στους δικαστές και τους εισαγγελείς, ενεργούς και συνταξιούχους, καθώς και στα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ποσά συνολικά τάξεως πολύ πάνω του δισεκατομμυρίου ευρώ, που αναλογούσαν στον καθένα δικαστικό 140.000 ευρώ προ φόρου κατά μέσο όρο ως έκτακτη παροχή και πάνω από 50% αύξηση των αποδοχών τους, που ήδη βρίσκονταν σε πολύ υψηλή θέση στην μισθολογική πυραμίδα του δημόσιου τομέα. Πρόκειται για τη χειρότερη πράξη της ελληνικής Δικαιοσύνης από καταβολής όχι  μόνο του κράτους μας αλλά και του ίδιου του έθνους, γιατί έγινε από δικαστικούς για τα συμφέροντα των δικαστικών. Δεν τίθεται θέμα εντιμότητας των δικαστών που δίκασαν την υπόθεση. Εδώ επισημαίνονται τα λάθη του δικαστηρίου, που είναι από εκείνα για τα οποία είπε ο Ταλεϋράνδος ότι είναι χειρότερα από εγκλήματα. Αυτή η απόφαση του Μισθοδικείου εξομοίωσε αναλογικά τις αποδοχές όλων των δικαστικών προς τις αδιανόητα υψηλές αποδοχές ενός και μόνο προσώπου, ενός μετακλητού λειτουργού ανεξάρτητης αρχής, του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων και απέδωσε τελικά για τους δικαστικούς, αφού προηγήθηκε το 2008 κυβερνητικός συμβιβασμός, τα ποσά που προανέφερα.
 Για να δώσω με απόλυτη ακρίβεια την ουσία αυτού που συνέβη, πρέπει να εκλαϊκεύσω σε απόλυτο βαθμό τη νομική σκέψη του δικαστηρίου που δίκασε. Είπε λοιπόν το Μισθοδικείο, Πόσα παίρνει ο πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων; Έπαιρνε τότε, πριν το 2006, γύρω στις 10.000 ευρώ το μήνα. Και πόσα παίρνει ένας πρόεδρος ανωτάτου δικαστηρίου; Έπαιρνε τότε γύρω στις 6.000 ευρώ το μήνα. Ε, λοιπόν, είπε το δικαστήριο, αυτό είναι αντισυνταγματικό, αυτό είναι παράνομο, αυτό "πλήττει καίρια την δικαστική ανεξαρτησία", έτσι ακριβώς είπε. Και τι πρέπει να γίνει; Το δικαστήριο αντί να κρίνει ότι πρέπει να κατέβουν στις 6.000 ευρώ οι παράνομες  αποδοχές του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνωνιών και Ταχυδρομείων (Σημ. μετά την ομιλία: Βέβαια αυτό δεν ήταν επίδικο, αλλά μπορούσε να εκφρασθεί σχετικά), ανέβασε στις 10.000 τις αποδοχές του προέδρου ανωτάτου δικαστηρίου. Αυτό παρέσυρε προς τα πάνω και τις αποδοχές όλων των άλλων δικαστικών (Σημ. μετά την ομιλία: Ο δικαστής σε ρόλο νομοθέτη) με τρομακτικό οικονομικό κόστος για το Κράτος.
  Η χώρα μας, στα μέσα της περασμένης δεκαετίας, του 2000, έδινε μιαν εικόνα  ότι βρίσκεται στον κολοφώνα της νεότερης ειρηνικής δόξας της, ισότιμο και ισάξιο μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας. Αλλά με την καταστροφική κρίση, υποβαθμισθήκαμε ξανά στην κατηγορία μιας  βαλκανικής χώρας που ταλαιπωρεί φίλους και συμμάχους και ταλαιπωρείται από αυτούς. Λοιπόν, αν θέλουμε να βρεθούμε ξανά με αξιώσεις στον στίβο της ευρωπαϊκής άμιλας, πρέπει να αναστοχαστούμε τις αξίες μας και πρωτίστως τη Δικαιοσύνη και ως ιδέα και ως σύστημα απονομής του δικαίου.
 Ας θυμηθούμε λοιπόν ότι η Δικαιοσύνη ως ιδέα είναι η ιερότερη για το ελληνικό έθνος, διότι είναι η συνισταμένη των αξιών, όπως η σύνεση είναι η συνισταμένη των αρετών.  Απόδειξη το γεγονός ότι και τα δύο συστατικά της εθνικής πνευματικής μας ιδιοπροσωπείας, δηλαδή και το ορφικό στοιχείο και το χριστιανικό στοιχείο, παριστάνουν ως θεοειδή τη Δικαιοσύνη. Πραγματικά, στον ορφικό ύμνο, ο αρχαίος έλληνας πρόγονός μας παρακαλεί προσευχόμενος, Κλύθι, θεά Δικαιοσύνη, κακίην θνητών θραύουσα δικαίως, ως αν ισορροπίαισιν αεί βίος εσθλός οδεύει θνητών ανθρώπων, δηλαδή, Εισάκουσέ μας, θεά Δικαιοσύνη, έλα να συντρίψεις δίκαια την ανθρώπινη κακία, για ν΄ αξιωθούμε όλοι μιαν ισορροπημένη και ευτυχισμένη ζωή. Αλλά και στο χριστιανικό τροπάριο της Γέννησης του θεανθρώπου, ο Χριστός μας υμνείται ως ο Ήλιος της Δικαιοσύνης, που ανατέλει μεσούρανα, εξ ύψους. Σε προσκυνείν, τον Ήλιον της Δικαιοσύνης και Σε γινώσκειν εξ ύψους ανατολήν, δηλαδή η δικαιοσύνη υπάρχει εξ ουρανού, υπάρχει θεόθεν μέσα μας, γραμμένη εν πλαξί καρδίας σαρκικαίς, για να χρησιμοποιήσω έκφραση του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Αλλά ας μην ανεβάσουμε πιο υψιπετή το λογισμό μας, διότι η προσγείωση θα είναι τραυματική, βλέποντας το πως αυτή τη θεϊκή ιδέα της δικαιοσύνης την κακοποίησε βάναυσα ένα ανώτατο ελληνικό δικαστήριο, το Μισθοδικείο.
 Τι είναι το Μισθοδικείο; Είναι η λαθραία και όχι επίσημη αλλά πάντως συνηθισμένη ονομασία ενός δικαστηρίου που ιδρύθηκε κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001 και συντίθεται από τρεις ανώτατους δικαστικούς, τρεις καθηγητές νομικής και τρεις δικηγόρους, με μια και αποκλειστική  αρμοδιότητα την εκδίκαση διαφορών που  αναφέρονται σε κάθε είδους αποδοχές και συντάξεις των δικαστικών και του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Το 2006 - 2007 τα δικαστήρια κατακλύσθηκαν από 4.500 αγωγές δικαστικών που στρέφονταν κατά του Ελληνικού Δημοσίου και ζητούσαν να τους αποζημιώσει, λόγω παρανομίας του νομοθέτη σε βάρος τους,  κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, που προβλέπει την ευθύνη του Δημοσίου για παράνομες πράξεις των οργάνων του, εν προκειμένω της Βουλής και του Προέδρου της Δημοκρατίας, που παρανομώντας, ισχυρίζονταν οι δικαστικοί, έβλαψαν τα συμφέροντα τους. Το Μισθοδικείο, στο οποίο υποβλήθηκε  προδικαστικό ερώτημα από ένα διοικητικό πρωτοδικείο, με την με αριθμό 13/2006 απόφασή του έλυσε υπέρ των δικαστικών το νομικό ζήτημα αν ήταν παράνομη η παράλειψη του νομοθέτη, δηλαδή της Βουλής και του Προέδρου της Δημοκρατίας, να αυξήσει ταυτόχρονα και τις αποδοχές των δικαστικών, όταν καθόριζε σε μέγα ύψος τις αποδοχές του προέδρου μιας ανεξάρτητης αρχής, της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, όπως εκτενώς θα εξηγηθεί στη συνέχεια. Πρόκειται για μιαν απόφαση, μια νομική απάντηση του Μισθοδικείου, που ήταν υποχρεωμένα να εφαρμόσουν τα δικαστήρια της ουσίας. Αυτή η απόφαση είχε ευρύτατα καταστρεπτικές συνέπειες. Σκεφτείτε, αυτήν ακριβώς επικαλούνται σήμερα, τώρα, οι συνταξιούχοι βουλευτές και καταδικάζουν το Ελληνικό Δημόσιο να τους καταβάλλει αποζημιώσεις δεκάδων ή και εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, τα οποία βέβαια βρίσκει ή προφασίζεται το κράτος χίλιες δυό δικαιολογίες και τρόπους για να μην τα καταβάλει, συντηρώντας ωστόσο και οξύνοντας την θεσμική ανωμαλία. Δηλαδή θα έλεγε ίσως κάποιος ότι, πράγματα που έγιναν προ δεκαετίας, το 2006, το 2007, το 2008, ας τα ξεχάσουμε, ας τα σκεπάσει η λήθη, αφού δεν τα σκέπασαν τότε ογκόλιθοι αναθέματος. Δυστυχώς όμως, τα αναδρομικά που καταδικάζεται το Δημόσιο να καταβάλλει στους συνταξιούχους βουλευτές και η αποκατάσταση, με άλλη τρισχειρότερη απόφαση του Μισθοδικείου, την 88/2013, των δικαστικών αποδοχών στο προκλητικό ύψος που βρίσκονταν πριν το 2012, ενώ τα εισοδήματα των άλλων ελλήνων οπισθοχώρησαν, σύμφωνα με στοιχεία της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος, πίσω στη δεκαετία του ΄80, αυτά τα γεγονότα δείχνουν ότι και να θέλουμε δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τα  έργα αυτού του δικαστηρίου, του Μισθοδικείου. Το κακό είναι ζωντανό και τρώει πράγματι τα σωθικά της πατρίδας. Θα το δούμε καθαρά παρακάτω.
 Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά για να δούμε τι ακριβώς συνέβη. Το άρθρο 82 του Συντάγματος ορίζει στην παράγραφο 2 το εξής: Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους. Αυτό ορίζει. Και θα έλεγε κάποιος ότι πρόκειται για μιαν αθώα και περιττή παραίνεση του συνταγματικού νομοθέτη προς τον κοινό νομοθέτη να αμοίβει τους δικαστές ανάλογα με την αξία της δουλειάς τους. Ουσιαστικά δηλαδή, θα λέγαμε ότι πρόκειται για μιαν ειδική εκδήλωση της αρχής της αναλογικής ισότητας, που όσον αφορά την αμοιβή της εργασίας εκφράζεται διαχρονικά στον πολιτισμό με διάφορους τρόπους, για παράδειγμα, στην πιο στοιχειώδη μορφή της εκφράζεται με το χριστιανικό πρόταγμα ο μη εργαζόμενος ουδέ εσθιέτω και αυτό μάλιστα περιέργως έχει περιληφθεί σχεδόν αυτούσιο ως άρθρο 18 στο πρώτο σοβιετικό σύνταγμα του 1918. Άλλωστε το άρθρο 7 της Διεθνούς Σύμβασης του ΟΗΕ για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα ορίζει ίση αμοιβή για ίσης αξίας εργασία και το ίδιο διατυπώνεται και στο άρθρο 22 του δικού μας Συντάγματος. Θα μπορούσε δηλαδή να υποστηριχθεί ότι περιτεύει ως αυτονόητη αυτή η διάταξη του άρθρου 82 του Συντάγματος, ότι οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, από την αρχή που μπήκε αυτή η διάταξη στο Σύνταγμα του 1952, ερμήνευσε με την αριθμ. 736/1953 απόφασή του ότι έχει μεν επιτακτικό χαρακτήρα, δηλαδή ότι υποχρεώνει τον κοινό νομοθέτη να καθορίσει τις αποδοχές των δικαστικών σε ύψος ανάλογο με το λειτουργημά τους, αλλά κρίθηκε, αφενός ότι εναπόκειται στον κοινό νομοθέτη να καθορίσει ποιο ποσό αποδοχών των δικαστικών είναι ανάλογο με το λειτούργημά τους, ποιο δηλαδή ποσό πληρεί την κατά το Σύνταγμα έννοια του αναλόγου των αποδοχών τους και αφετέρου, με την ίδια απόφαση, κρίθηκε ότι πάντως ο νομοθέτης δεν εμποδίζεται από αυτή τη διάταξη να δώσει σε άλλες κατηγορίες λειτουργών ή υπαλλήλων του Δημοσίου, μονίμων ή μετακλητών, (Σημ. μετά την ομιλία: Όπως ο πρόεδρος της ΕΕΤΤ) αποδοχές μεγαλύτερες από τις δικαστικές, εφόσον τις κρίνει εύλογες και αντίστοιχες προς την παρεχόμενη υπηρεσία. Επρόκειτο για μιαν ορθή και συνετή ερμηνεία. Αυτή η ερμηνεία ίσχυσε χωρίς αμφισβήτηση για πάνω από 30 χρόνια, μέχρι το 1986. Τότε όμως, μέσα και σε ένα γενικότερο κλίμα προβαδίσματος της διανομής έναντι της παραγωγής, άλλαξε η νομολογία και επικράτησε ότι αυτή η διάταξη του άρθρου 82 παρ. 2 του Συντάγματος απαγορεύει στους πάντες αποδοχές μεγαλύτερες από τις δικαστικές. Και έγινε αυτό, από δικαστικούς για τους δικαστικούς, όχι για λόγους συγκράτησης των δημοσίων δαπανών αλλά για την ικανοποίηση των δικών τους μισθολογικών διεκδικήσεων. Πράγματι, από τότε, όπου οι δικαστικοί συναντούσαν στην περιοχή του δημόσιου τομέα υψηλότερες αποδοχές, εξίσωναν προς αυτές, με δικαστικές αποφάσεις, τις δικές τους αποδοχές.  Έφτασε το ΣτΕ στο σημείο να κρίνει με την αριθμ. 1688/1991 απόφασή του ότι ούτε στον ιδιωτικό τομέα δεν επιτρέπονται αποδοχές μεγαλύτερες από τις δικαστικές και ότι αν κάπου στο δημόσιο ή και στον ιδιωτικό τομέα εμφανισθούν υψηλότερες αποδοχές σε κατηγορίες εργαζομένων, για παράδειγμα αμοιβές κατηγορίας στελεχών υψηλής ειδίκευσης ή εργαζομένων ειδικών συνθηκών, αυτό υποχρεώνει τον νομοθέτη, τάχα κατ΄ εφαρμογή της αρχής της ισότητας, άρθρο 4 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με το επίμαχο (Σημ. μετά την ομιλία: Επίμαχο στην ερμηνευτική επιχειρηματολογία) άρθρο 82 παρ. 2,  να αναβαθμίσει ταυτόχρονα στο ίδιο ύψος και τις δικαστικές αποδοχές. Και το Μισθοδικείο με την κατακρινόμενη απόφαση αριθμός 13/2006, έφτασε στο ακραίο σημείο να παραμερίσει ως άχρηστη για την περίπτωση την αρχή της ισότητας, το άρθρο 4 του Συντάγματος και να καταλογίσει καθαρή αδικοπραξία στο νομοθέτη για παραβίαση των άρθρων 26, 87 παρ. 1 και 82 παρ. 2 του Συντάγματος και να εφαρμόσει ως μέτρο αναβάθμισης των  αποδοχών και των συντάξεων όλων των δικαστικών, με τη μορφή αδικοπρακτικής αποζημιώσεώς τους από το Δημόσιο, όχι τις αποδοχές μιας κατηγορίας άλλων λειτουργών ή υπαλλήλων του δημόσιου τομέα αλλά τις αδιανόητα υψηλές αποδοχές ενός και μόνο ατόμου, ενός και μόνο προσώπου σε όλη την επικράτεια, του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομίων. Αυτή η απόφαση του Μισθοδικείου είναι ίσως η πιο βαθιά ρίζα της κρίσης, ρίζα κρυφή, που την συγκαλύπτουν συγκλίνοντα συμφέροντα εξουσιών και παραεξουσιών. Κοιτάξτε, στη χώρα μας συνέβη κάτι παρόμοιο με αυτό που συνέβη στη Ρωσία μετά την κατάρρευση ή ανατροπή ή πτώση, η ιστορία θα δείξει τι ακριβώς ήταν, του κομμουνισμού. Εκεί, προκειμένου να παλλινορθωθεί ο καπιταλισμός, δόθηκε θαρρείς το σύνθημα, όποιος μπορεί ν΄αρπάξει ό,τι μπορεί και όπως μπορεί από την κρατική περιουσία.  Έτσι προέκυψαν οι Ρώσσοι ολιγάρχες. Περίπου αυτό έγινε και στη χώρα μας. Πράγματι, με την είσοδο στην τότε ΕΟΚ και τα διάφορα πακέτα, με τη γενικότερη οικονομική συσσώρευση λόγω της ανάπτυξης, επικράτησε μια νοοτροπία, όπου ιδίως οι προνομιούχοι επαγγελματικοί κλάδοι εκβίαζαν την κοινωνία και το κράτος και αποσπούσαν όποτε μπορούσαν, ό,τι μορούσαν, όσο μπορούσαν, όπως μπορούσαν. Άλλοι είχαν και κατέβαζαν τους διακόπτες της ΔΕΗ και των άλλων ΔΕΚΟ, άλλοι είχαν άλλους τρόπους και οι δικαστικοί είχαν το Σύνταγμα. Και δυστυχώς έδωσαν την εικόνα ότι με μιά απλή ιδιοτελή ερμηνευτική διαστροφή ορισμένων διατάξεων που τους αφορούσαν, πέτυχαν να γίνουν ως επαγγελματικός κλάδος οι μισθολογικά ολιγάρχες του δημόσιου τομέα. Αυτή είναι δυστυχώς η πραγματικότητα, ωμή και ξεκάθαρη και όσο διστάζουμε να τη λέμε τόσο το χειρότερο για τη Χώρα. Ας δούμε όμως πως έγινε αυτό.
 Λοιπόν, όλοι γνωρίζουμε τον θεσμό των ανεξάρτητων αρχών. Είναι τομείς της εκτελεστικής εξουσίας που δεν υπάγονται στον άμεσο έλεγχο της κυβέρνησης.  Μια τέτοια αρχή είναι και η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων. Ο πρόεδρος αυτής της ανεξάρτητης αρχής βρισκόταν στην κορυφή της μισθολογικής πυραμίδας μεταξύ όλων των ανεξάρτητων αρχών. Αναφέρω ενδεικτικά ότι ήταν μισθολογικά αμέσως μετά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το 2006 μια δικαστική λειτουργός, πρόεδρος Πρωτοδικών, άσκησε στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών μιαν αγωγή κατά του Δημοσίου, και εκεί κοντά ασκήθηκαν άλλες 4.500 ίδιες αγωγές άλλων δικαστικών, με την οποία πρόβαλε η συγκεκριμένη ενάγουσα ότι ο Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομίων είχε μεγαλύτερες, σχεδόν διπλάσιες, αποδοχές από τους προέδρους των ανωτάτων δικαστηρίων, δηλαδή του Αρείου Πάγου, του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με βάση λοιπόν αυτό το πραγματικό γεγονός ζητούσε με την αγωγή της η δικαστική λειτουργός να καταδικασθεί το Δημόσιο να της καταβάλλει αποζημίωση, κατά τό άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, λόγω παρανομίας οργάνου του, δηλαδή του ίδιου του νομοθέτη, διότι, ισχυρίζονταν, έπρεπε, κατά το Σύνταγμα, δηλαδή κυρίως κατά το άρθρο 82 παρ. 2 όπως ερμηνεύτηκε, και οι αποδοχές των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων να είναι ίσες με τις αποδοχές του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων και αντιστοίχως οι αποδοχές όλων των δικαστικών, συνεπώς και οι δικές της, έπρεπε για τα έτη 2000 μέχρι 2005 να είχαν αυξηθεί κατά την αναλογία που θα έπρεπε τα ίδια χρόνια να είχαν αυξηθεί οι αποδοχές των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων ώστε να είναι ίσες με εκείνες του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, και παραλείποντας ο νομοθέτης να αυξήσει τις αποδοχές της, παρανόμησε, ισχυρίζονταν η δικαστική λειτουργός, έναντι του Συντάγματος και την ζημίωσε, και συνεπώς κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ ευθυνόταν το Δημόσιο σε αποζημίωσή της. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο της επιδίκασε το ποσό των 148.410 ευρώ για τα 6 χρόνια που δεν της καταβλήθηκαν και αυτού του είδους οι αυξήσεις από το 2000 μέχρι το 2005, και τονίζω ότι το ποσό αυτό της επιδικάσθηκε ως αποζημίωση, πέραν και επιπλέον των τακτικών αποδοχών της. Πριν όμως την οριστική απόφασή του, το Διοικητικό Πρωτοδικείο είχε παραπέμψει την υπόθεση στο Μισθοδικείο, το οποίο κατά το Σύνταγμα, άρθρο 82, είναι αρμόδιο να λύνει νομικά θέματα ευρύτερης δημοσιονομικής σημασίας στις διαφορές δικαστικών και Δημοσίου, δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση υποβλήθηκε στο Μισθοδικείο να αποφασίσει αν αποτελεί αδικαπραξία του νομοθέτη το γεγονός ότι κατά τον καθορισμό από αυτόν των αποδοχών του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων δεν ενδιαφέρθηκε να αυξήσει, δεν αύξησε ταυτόχρονα και στο ίδιο ύψος και με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή με υπουργική απόφαση κατά νομοθετική εξουσιοδότηση, τις αποδοχές των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων και κατ΄ αναλογία τις αποδοχές όλων των δικαστικών. Το Μισθοδικείο με την απόφασή του αριθμ. 13/2006 δέχθηκε παρανομία του νομοθέτη και παρέπεμψε την υπόθεση πίσω στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών για να δικάσει επί της ουσίας. Αυτό περιορίσθηκε φυσικά να υπολογίσει τις μηνιαίες μισθολογικές διαφορές των ετών 2000 - 2005, να τις θεωρήσει, ως σύνολο, αδικοπρακτική ζημία του νομοθέτη κατά της δικαστικής λειτουργού και να της επιδικάσει, όπως είπα, το παραπάνω ποσό των 148.410 ευρώ και φυσικά το ίδιο θα ίσχυε για όλες τις 4.500 αγωγές των δικαστικών λειτουργών που εκκρεμούσαν στα διοικητικά πρωτοδικεία. Δηλαδή το Μισθοδικείο, παραφρονώντας, δέχθηκε ότι επειδή ένα πρόσωπο σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, ο πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, είχε επάξια ή ανάξια ή χαριστικά ή και κατά τύχην αποδοχές μεγαλύτερες από τις αποδοχές προέδρου  ανωτάτου δικαστηρίου, αυτό το άσχετο γεγονός υποχρέωνε τάχα το κράτος να αποζημιώσει μέ ξέφρενα ποσά όλους τους δικαστικούς, κρίνοντας, με  συσχετισμό ασχέτων, ότι αυτό συνιστούσε παραβίαση συγκεκριμένων διατάξεων του Συντάγματος, του άρθρου 26 που λέει απλά ότι η νομοθετική λειτουργία ασκείται από την Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η εκτελεστική από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση και η δικαστική λειτουργία από τα δικαστήρια, του άρθρου 87 παρ. 1 που λέει επίσης απλά ότι η δικαιοσύνη απονέμεται από τα δικαστήρια και του άρθρου 88 παρ. 2 που λέει απλά, αθώα και απονήρευτα ότι οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους. Και αφού ο νομοθέτης, δηλαδή οι υπουργοί Οικονομικών και Μεταφορών ενεργώντας κατ΄ εξουσιοδότηση του νομοθέτη, της Βουλής και του Προέδρου της Δημοκρατίας, παραβίασε το Σύνταγμα, αυτές τις διατάξεις του, οφείλει, έκρινε το παράλογο Μισθοδικείο, το Δημόσιο να αποζημιώσει όλους τους δικαστικούς. Βέβαια κάθε λογικός και δίκαιος άνθρωπος θά έλεγε ότι αφού το Μισθοδικείο έκρινε αντισυνταγματικές και παράνομες τις αποδοχές του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής  Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων επειδή ξεπερνούσαν και κατά το ποσό που ξεπερνούσαν τις αποδοχές προέδρου ανωτάτου δικαστηρίου, έπρεπε να μειωθούν οι αποδοχές εκείνου και όχι να αυξηθούν στο ύψος αυτών των παράνομων αποδοχών οι δικαστικές αποδοχές. Το Μισθοδικείο όμως παρέβλεψε την στοιχειώδη λογική και την στοιχειώδη περί δικαίου αντίληψη και εφάρμοσε το ερμηνευτικό δόγμα ότι οι αποδοχές των δικαστικών πρέπει να είναι πάντα υπεράνω όλων.
 Και όλα αυτά έγιναν από μια ιδεοληψία για δήθεν ανωτερότητα της ίδιας της δικαστικής ιδιότητας, κατοχυρωμένη μάλιστα δήθεν από το Σύνταγμα.
 Πρέπει να πω τα εξής: Είναι πολύ αναχρονιστική σήμερα η αντίληψη που αποδίδει σχεδόν αριστοκρατική ανωτερότητα στούς δικαστικούς. Είναι οπισθοδρομική στον αιώνα μας η διακήρυξη του Ελευθέριου Βενιζέλου ως κυβερνήτη, την τρίτη δεκαετία του περασμένου αιώνα, ότι "Εκεί όπου θα τελειώνει η υπαλληλική ιεραρχία θα αρχίζει πάντοτε η δικαστική τοιαύτη". Τέτοιες αντιλήψεις είναι πραγματικά επικίνδυνες για σήμερα, διότι υποθάλπουν τον δικαστικό ελιτισμό και εκτρέφουν σχεδόν μεταφυσικές αντιλήψεις για το δικαστικό έργο, αντιλήψεις απολύτως αντιρεαλιστικές σήμερα, τέτοιες που δυστυχώς επικράτησαν στο Μισθοδικείο και στην απόφασή του αριθμός 13/2006, ότι δήθεν κατά το Σύνταγμα σε κάθε περίπτωση οι δικαστικές αποδοχές πρέπει να είναι ανώτερες διότι ο ίδιος ο δικαστικός είναι τάχα ανώτερος όλων και ότι αν έστω και ένα άτομο, ένας υπάλληλος ή λειτουργός σε όλη την επικράτεια, αν έχει κατά τύχην ή χαριστικά ή και επάξια μεγαλύτερες αποδοχές, αυτό υποχρεώνει το νομοθέτη, το κράτος, δήθεν κατά το Σύνταγμα, να ανεβάσει στο ίδιο ύψος και τις δικαστικές αποδοχές και αν δεν το κάνει παρανομεί ο νομοθέτης έναντι του Συντάγματος και υποχρεώνεται από τη Δικαιοσύνη το Δημόσιο να πληρώσει τα μαλιοκέφαλά του ως αποζημιώσεις στους δικαστικούς. Διαβάζω απόσπασμα της με αριθμό 1688/1991 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας: " Η χορήγηση αποδοχών σε άλλες κατηγορίες εργαζομένων και μάλιστα στο χώρο του δημόσιου τομέα, είτε με βάση τη μισθολογική κλίμακα καθεαυτή, είτε σε σχέση προς το σύνολο των απολαυών, όπως αυτές διαμορφώνονται τελικώς, με την εφαρμογή προσθέτων ευεργετικών ρυθμίσεων, με τις οποίες επηρεάζεται καθ΄ οιονδήποτε τρόπον το ύψος των καθαρών απολαυών, χωρίς ταυτόχρονη πρόβλεψη εφαρμογής των ευεργετικών αυτών ρυθμίσεων και στους δικαστικούς λειτουργούς, ώστε οι καταβαλλόμενες σε αυτούς  τελικώς απολαυές να είναι υπέρτερες κάθε άλλης κατηγορίας υπαλλήλων ή λειτουργών του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα, συνιστά ανεπίτρεπτη ευθεία παραβίαση των άρθρων 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος" και έτσι προκαλείται υποχρέωση του νομοθέτη να αναβαθμίσει στο ανώτερο ύψος τις δικαστικές αποδοχές. Καταλαβαίνουμε τη μιζέρια και τον παραλογισμό αυτής της απόφασης; Ούτε στον ιδιωτικό τομέα δεν επιτρέπονται αποδοχές ανώτερες από τις δικαστικές. Δηλαδή έπρεπε ο Αριστοτέλης Ωνάσης, αυτός που ταξίδεψε πρωραία την Ελλάδα στις άκρες του κόσμου και που μακάρι η φωτογραφία του να βρίσκονταν στις σχολικές αίθουσες δίπλα στον Κολοκοτρώνη ως ήρωας και σύμβολο της οικονομικής παλιγγενεσίας του έθνους, έπρεπε λοιπόν ο Ωνάσης όταν καθόριζε τις αποδοχές των στολαρχών του να είχε το νου του μήπως υπερβαίνουν τις αποδοχές προέδρου ανωτάτου δικαστηρίου και προκληθεί έτσι θέμα αύξησης των δικαστικών αποδοχών! Αυτά λέει το Συμβούλιο της Επικρατείας στην απόφασή του, προλειαίνοντας και το έδαφος για την καταστροφική κρινόμενη απόφαση του Μισθοδικείου. Tο οποίο δέχθηκε κάτι πολύ χειρότερο, δέχθηκε δηλαδή ότι η σύγκριση των δικαστικών αποδοχών μπορεί να γίνει όχι μόνο με τις αποδοχές μιας άλλης κατηγορίας εργαζομένων ή λειτουργών του δημόσιου τομέα αλλά με τις αποδοχές και ενός μόνο ατόμου, του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων. Και χρησιμοποιώντας τις αποδοχές εκείνου ως βάση υπολογισμού μισθολογικών διαφορών, καταδίκασε, το Μισθοδικείο, το Δημόσιο να καταβάλλει στους δικαστικούς ένα συνολικό ποσό που όπως είπα ήταν πάντως τάξεως άνω του δισεκατομυρίου ευρώ, διότι τελικά 830.000.000 ευρώ τους δόθηκαν ως αναδρομικά με τον  προσχηματικό χαρακτηρισμό τους ως έκτακτη παροχή και 195.000.000 ευρώ επιπλέον των τακτικών αποδοχών τους γράφτηκαν σε ένα μόνο προϋπολογισμό, του 2009, για αυξήσεις, και έπονταν συνέχεια. Και είναι άκρως απογοητευτικό το γεγονός ότι δεν βρέθηκε ούτε ένας δικαστής, ούτε ένας εισαγγελέας να πει, σταθείτε βρε παιδιά, δηλαδή επειδή ο πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομίων παίρνει διπλάσιες αποδοχές από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, αυτό σημαίνει ότι είναι υποχρεωμένο το κράτος, δηλαδή τελικά ο έλληνας φορολογούμενος, να μού διπλασιάσει τον μισθό;
 Και κοιτάξτε τώρα τις δραματικές συνέπειες αυτής της απόφασης του Μισθοδικείου που σχολιάζουμε. Πρώτον, η τότε, το 2008, κυβέρνηση Καραμανλή (Σημ. μετά την ομιλία: Σε ένα άρθρο μου χαρακτήρισα εκείνη την κυβέρνηση ως Ωραία Κοιμωμένη), πιεζόμενη από τις δικαστικές ενώσεις συμβιβάστηκε να τους πληρώσει, σε τέσσερες ετήσιες δόσεις, όπως είπαμε, ως αναδρομικά μεν αλλά με την μορφή έκτακτης παροχής 830.000.000 ευρώ. Αν διαιρέσετε αυτό το ποσό με τον αριθμό 6000, όσοι περίπου ήσαν τότε οι δικαστικοί, δικαστές και εισαγγελείς, εν ενεργεία και συνταξιούχοι και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, αντιστοιχούν 140.000 ευρώ κατα μέσο όρο σε κάθε δικαστικό. Αυτά δόθηκαν με κοινή υπουργική απόφαση των υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών τον Ιανουάριο του 2008. Τον Ιούλιο δε του 2008 τους δόθηκε, πάλι σε εφαρμογή της απόφασης του Μισθοδικείου, αύξηση των αποδοχών τους πάνω από 50%. Και θυμίζω ότι το 2008 ήταν η χρονιά πτώχευσης της Λίμαν Μπράδερς που σηματοδοτεί την έναρξη της παγκόσμιας κρίσης. Λοιπόν, μ΄αυτά και μ΄αυτά, έφτασε ο πρωτοδίκης με 15 χρόνια υπηρεσίας να παίρνει περισσότερα από τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμύνης. Ιδού και ένα πιο συγκεκριμένο στοιχείο που δημοσίευσε η εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ στις 9.9.2012: Το 2009, δηλαδή τον πρώτο προμνημονιακό χρόνο, ο στρατιωτικός, ταγματάρχης, απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων με 17 χρόνια υπηρεσίας είχε  ετήσιες αποδοχές 28.796 ευρώ, ενώ ο εφέτης, πτυχιούχος της νομικής σχολής, με 17 επίσης χρόνια υπηρεσίας, είχε ετήσιες αποδοχές, το 2009, 82.547 ευρώ. Όπως αντιλαμβάνεσθε αυτή η διαφορά από μόνη της και ανεξαρτήτως των καταστροφικών παρενεργειών της, θέτει σοβαρότατο θεσμικό θέμα και φυσικά δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του δικαστικού κλάδου ως μισθολογικοί ολιγάρχες. Αν η ερμηνεία των συνταγματικών διατάξεων από το Μισθοδικείο, που προκάλεσε το χρύσωμα των δικαστικών, ήταν η σωστή, τότε πρέπει να δεχθούμε ότι κάποιο κακό πνεύμα, πνεύμα μισέλληνο και μισάνθρωπο φωλιάζει στο Σύνταγμα και προκαλεί τέτοιες αδικίες και ότι πρέπει να εξαγνίσουμε τον καταστατικό χάρτη μας κατά την προσεχή αναθεώρηση. Τριπλάσιες αποδοχές ο δικαστικός από τους άλλους. Γιατί; Βέβαια καταλαβαίνω ότι από τα πολλά που είδαμε και πάθαμε με την κρίση, πέσαμε σε ένα είδος ανοσίας και μπορεί να υπάρχει και η αίσθηση ότι είναι και κάπως άχαρο και στενόκαρδο το να σχολιάζω τόσο επικριτικά τις αποδοχές των δικαστικών, πολύ περισσότερο που υπάρχει, εκπορευόμενη μάλιστα από την αριστερά αλλά καταλήγοντας δεξιά, η θεωρία της εξίσωσης των αποδοχών προς τα πάνω. Και πότε θα εξισωθούν οι αμοιβές προς τα πάνω; Τάγκαλα Παρασκευήν, λέμε εμείς οι πόντιοι.
 Μακάρι όμως οι επιπτώσεις της απόφασης αριθμός 13/2006 του Μισθοδικείου να περιορίζονταν στο δικαστικό χώρο. Δυστυχώς έχουν εξαπλωθεί και στο χώρο της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας. Ακούστηκε τελευταία ότι η Κυβέρνηση θα εκτελέσει πρόβλεψη του νόμου 4387/2016, του λεγόμενου νόμου Κατρούγκαλου και θα καταβάλλει τα αναδρομικά των συνταξιούχων βουλευτών.  Αλλά τι είναι αυτά τα αναδρομικά των συνταξιούχων βουλευτών; Γιατί και από που προέκυψαν; Συνέβη το εξής. Κατά το Ζ ψήφισμα του 1975, συνταγματικής ισχύος, η βουλευτική αποζημίωση είναι ίση με το σύνολο των αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου όπως και των άλλων ανωτάτων δικαστηρίων. Επομένως κάθε αύξηση των αποδοχών του προέδρου του Αρείου Πάγου προκαλεί αυτόματα την αύξηση και της βουλευτικής αποζημίωσης. Συνεπώς, αφού με την απόφαση αριθμός 13/2006 του Μισθοδικείου και με τον κατ΄ εφαρμογή αυτής της απόφασης νόμο 3691/2008 αυξήθηκαν σε δυσθεώρητα ύψη οι αποδοχές ειδικά των προέδρων ανωτάτων δικαστηρίων, αντιστοίχως αυξήθηκε και η βουλευτική αποζημίωση και κατά συνέπεια αυξήθηκε και η βουλευτική σύνταξη που είναι ποσοστιαία συνάρτηση της βουλευτικής αποζημίωσης. Να σημειώσω εδώ ότι και οι αποδοχές των υπουργών, του πρωθυπουργού και του Προέδρου της Δημοκρατίας, υπολογίζονται με έναν πολλαπλασιαστικό συντελεστή επί της βουλευτικής αποζημιώσεως, της οποίας η αύξηση προκαλεί αυτόματα και την αύξηση των αποδοχών αυτών των θεσμικών προσώπων, που άσχετα αν για λόγους πολιτικής εικόνας τους την αποποιούνται, δεν παύει να είναι υπαρκτή και νόμιμα απαιτητή. Στην βάση λοιπόν της απόφασης 13/2006 του Μισθοδικείου και του κατ΄ εφαρμογή αυτής ν 3691/2008, πάμπολλοι συνταξιούχοι βουλευτές προσέφυγαν, προσφεύγουν και θα προσφεύγουν στα δικαστήρια και ζητούσαν τα αναδρομικά τους. Τα δικαστήρια δεν μπορούσαν να μην τα επιδικάσουν και δεν μπορεί να μην τα πληρώνει αργά ή γρήγορα η εκάστοτε κυβέρνηση. Αλλά εδώ συμβαίνει το εξής, που δεν το χωράει ο νους. Πράγματι, όπως αναλυτικά εξέθεσα μέχρι τώρα, η αύξηση των δικαστικών αποδοχών και πρωτίστως του Προέδρου του Αρείου Πάγου με τον παραπάνω νόμο, ήταν συνέπεια της απόφασης αριθμός 13/2006 του Μισθοδικείου, όπως ομολόγησε άλλωστε στις 25.7.2008 ο ίδιος ο τότε υπουργός Οικονομικών, ο κ Αλογοσκούφης.  Η απόφαση αυτή επιδίκασε αποζημιώσεις του Δημοσίου προς τους δικαστές λόγω αδικοπραξίας του νομοθέτη, καταλογίζοντας δηλαδή παρανομία στη Βουλή, δηλαδή παρανομία και αδικοπραξία στους ίδιους τους βουλευτές. Δηλαδή η δικαστικά αναγνωρισμένη από το Μισθοδικείο παρανομία των βουλευτών, αύξησε τις δικαστικές αποδοχές και συγκεκριμένα τις αποδοχές των προέδρων ανωτάτων δικαστηρίων και κατά συνέπεια, σύμφωνα με το Ζ ψήφισμα του 1975, αύξησε την βουλευτική αποζημίωση και επομένως αύξησε τις συντάξεις των ίδιων των βουλευτών που παρανόμησαν! Και αυτοί ζητούν από τα δικαστήρια να τους καταβληθούν οι συντάξεις επικαλούμενοι την ίδια τη δική τους παρανομία! (Συμπλήρωμα μετά τη ομιλία: Λόγω της βάσης της αγωγής τους, 105 ΕισΝΑΚ, ειδική αδικοπραξία, ζήτησαν οι βουλευτές και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης τους, δηλαδή ουσιαστικά βλάβης που προκλήθηκε από την ίδια την δική τους αδικοπραξία!). Και ποιος ενέπλεξε τους βουλευτές σε αυτόν τον ανέντιμο και φαύλο κύκλο; Η ένοχη ελληνική Δικαιοσύνη με τις φαύλες αποφάσεις τους Μισθοδικείου.
 Όπως προείπα, μετά την έκδοση της απόφασης αριθμός 13/2006 του Μισθοδικείου, η τότε Κυβέρνηση στριμώχθηκε από τις δικαστικές ενώσεις να εκτελέσει την απόφαση για όλους τους δικαστικούς, που όμως θα είχε ως συνέπεια την δημοσιονομική καταστροφή και την πρόωρη επιδρομή του κρισιακού αρμαγεδώνα. Οι δικαστές έβαλαν την απόφαση του Μισθοδικείου στον κρόταφο της τότε κυβέρνησης. Και αυτή σήκωσε ψηλά τα χέρια και παραδόθηκε, συμβιβάστηκε, μη μπορώντας να κάνει αλλοιώς. Ή μήπως μπορούσε. Βεβαιώτατα και μπορούσε. Διότι αφού το Μισθοδικείο έβγαλε αντισυνταγματικές και παράνομες τις αποδοχές του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, τρεις λύσεις είχε στα χέρια της η τότε κυβέρνηση. Μια λύση ήταν να υποκύψει στις πιέσεις των δικαστικών ενώσεων και να συμβιβασθεί, όπως και έκανε. Δεύτερη λύση ήταν να δράσει αποφασιστικά, στιβαρά, με ιερή αίσθηση καθήκοντος και δύναμης, να μειώσει ακαριαία κάθετα και αναδρομικά τις αποδοχές του Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων και να τις φέρει στο συνταγματικό, κατά το Μισθοδικείο, ύψος τους, δηλαδή να τις εξισώσει αναδρομικά με τις αποδοχές του προέδρου του Αρείου Πάγου, οπότε κατά το λατινικό sublata causa, tollitur effectus, αιρομένης της αιτίας αίρεται το αποτέλεσμα, θα είχε τινάξει στον αέρα τη νομική βάση στην οποία στηρίχθηκε η καταστρεπτική απόφαση του Μισθοδικείου, την οποία απόφαση μπορούσε έτσι η Κυβέρνηση να την είχε κουρελιάσει, να την είχε εξουδετερώσει στην εφαρμογή της ασκώντας ποικίλες μορφές παλινδικίας που ξέρουν οι νομικοί, αναψηλαφίσεις, ανακοπές κατά της εκτελέσεως για οψιγενή ή οψιφανή δεν ξέρω λόγο, ενστάσεις στις πρωτοείσακτες υποθέσεις κλπ, οι οποίες είχαν τεράστιες πιθανότητες μάλλον την βεβαιότητα να ευδοκιμήσουν στα δικαστήρια και πάντως θα ευδοκιμούσαν οπωσδήποτε στο λαό. (Συμπλήρωμα μετά την ομιλία: Εννοείται ότι μια τέτοια μείωση των αποδοχών του προέδρου της ΕΕΤΤ θα είχε αποκλείσει για το μέλλον παρόμοιες καταστρεπτικές αποφάσεις του Μισθοδικείου). Δεν το έκανε αυτό η τότε κυβέρνηση. Γιατί; Δεν ξέρω. Εκείνο που ξέρω είναι ότι τότε είχε ανοίξει η όρεξη πάρα πολλών στο ηγετικό στρώμα της κοινωνίας μας, ότι θα γέμιζαν λεφτά με την τριτενέργεια αυτής της απόφασης του Μισθοδικείου. Πρώτα πρώτα άμεσα οφελούμενοι ήταν οι βουλευτές με την αυτόματη αύξηση της βουλευτικής αποζημιώσεως και αντιστοίχως των βουλευτικών συντάξεων. Και υπόψη ότι βρισκόμαστε ακόμη στο 2006 - 2007 -2008, εποχή ψευδοευδαιμονίας. Για να καταλάβετε μέχρι που έφτανε η εμβέλεια αυτής της απόφασης του Μισθοδικείου, αρκεί να σας πω ότι ο σημερινός δήμαρχος Αθηναίων ο κ Καμίνης, επειδή είχε διατελέσει πρόεδρος ανεξάρτητης αρχής, του Συνήγορου του Πολίτη, κάνοντας νομολογιακή χρήση αυτής της απόφασης ζητούσε με αγωγή του από το Δημόσιο να του καταβάλλει 289.220,08 ευρώ ως αναδρομικά, από τα οποία παραιτήθηκε όταν άρχισε να γίνεται η αγωγή του βούκινο ιδίως στο διαδίκτυο. Λοιπόν η τότε κυβέρνηση παρέλειψε να κατεβάσει τις αποδοχές του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων και συνεπώς να αποκλείσει την ενέργεια της απόφασης του Μισθοδικείου για εκείνους που τους αφορούσε άμεσα, τους δικαστικούς, και για να χάσκουν ακόμη και όσα άλλα στόματα περίμεναν να φάνε ένα κομμάτι από τις σάρκες του δύστυχου κράτους μας. Τρίτη λύση ήταν να κάνει η τότε κυβέρνηση εκείνο που έκανε άλλοτε ένας υπουργός, ο Αλέκος Παπαδόπουλος. Που σε παρόμοια περίπτωση δικαστικών απαιτήσεων βάσει αποφάσεως που έβγαλαν οι δικαστικοί για τον εαυτό τους, έδωσε αυστηρή εντολή στους προϊσταμένους των εφοριών να μην εκτελούν τους χρηματικούς καταλόγους που έστελναν οι δικαστικοί, να μην τους πληρώσουν. Και οι προϊστάμενοι των Εφοριών δεν πλήρωναν. Έφτασε στο σημείο να βγάλει ο εισαγγελέας Εφετών Πειραιά ένταλμα σύλληψης της προϊσταμένης της ΔΟΥ πληρωμών για παράβαση καθήκοντος, υπήρξε μια απίστευτη ένταση μεταξύ  κρατικών λειτουργιών. Δεν είναι όμως ευχάριστο να διαταράσσεται η λειτουργική σχέση των εξουσιών.  Ίσως γιαυτό το λόγο δεν επέλεξε ούτε τη λύση Αλέκου Παπαδόπουλου η τότε κυβέρνηση των ετών 2006, 7,8. Επέλεξε να συμβιβασθεί με τους δικαστικούς και στην πραγματικότητα, λόγω της εμβέλειας της απόφασης του Μισθοδικείου, με όλο το παρασύστημα συμφερόντων στη Χώρα.
 Και επειδή το κλίμα μπορεί να βάρυνε στην αίθουσα αυτή, ας το ελαφρύνουμε λίγο, ας γελάσουμε λίγο. Λοιπόν, μετά την συμβιβασική αποδοχή από την τότε Κυβέρνηση να καταβληθούν τα αναδρομικά στους δικαστικούς με τη μορφή έκτακτης παροχής 830.000.000 ευρώ για μόνο 6000 ανθρώπους, ζήτησαν τα ίδια και οι συνταξιούχοι βουλευτές με βάση την απόφαση του Μισθοδικείου και το Ζ ψήφισμα του 1975. Προσέξτε, μιλάμε για παλιότερα αναδρομικά κατ΄επίκληση των 830.000.000 ευρώ της ψευδώνυμης έκτακτης παροχής προς τους δικαστές, ουσιαστικά της αναδρομικής αύξησης των αποδοχών τους και όχι για εκείνα την καταβολή των οποίων προβλέπει ο νόμος Κατρούγκαλου. Και αρχικά μεν το Ελεγκτικό Συνέδρειο σε Ολομέλεια αναγνώρισε τα αναδρομικά και γι΄ αυτούς με την αριθμ. 2078/2010 απόφαση. Η απόφαση αυτή θέριεψε ορέξεις, όταν όμως ακόμη δεν είχε θεριέψει η κρίση, είμαστε ακόμη στην αρχή της, στο 2010, δεν προβλέπαμε τις διαστάσεις της ( Μακάρι να μην ήμουν τότε ο μόνος προφήτης αυτών των διαστάσεων, διότι σε άρθρο μου στο περιοδικό ΕΝΩΠΙΟΝ, έκδοση του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, Φεβρουάριος 2010, έγραψα ότι οι αποδοχές των εργαζομένων κινδυνεύουν να μειωθούν κατά 80% και δεν ήμουν μακριά, αν ληφθεί υπόψη όχι μόνο η μείωση των αποδοχών αλλά και η ανεργία και η μετανάστευση των απασχολήσιμων). Ερχόμαστε όμως στο 2012, η κρίση παροξύνεται και τα δικαστήρια βρίσκονται μπροστά σε νέες αγωγές συνταξιούχων βουλευτών. Τι να κάνουν; Από τη μια υπάρχει προηγούμενο, υπάρχει νομολογία κορυφής, η αριθμός 2078/2010 απόφαση που προαναφέραμε της ΟλΕλΣ, δεν μπορούν τα δικαστήρια να ξεφύγουν, πρέπει να δώσουν και στους συνταξιούχους βουλευτές τα εκατομμύρια της εκτάκτου παροχής προς τους δικαστικούς. Αλλά και από την άλλη μεριά υπάρχει ο λαός έτοιμος για τα χειρότερα, οι πλατείες γέμιζαν αγανακτησμένους. Και τι λύση βρέθηκε; To Διοικητικό Εφετείο Αθηνών απέρριψε  τις αγωγές των συνταξιούχων βουλευτών με την αριθμ. 13/2012 απόφασή του, αλλά με ποιά προσχηματική αιτιολογία ανάγκης, ακούστε. Λέει η απόφαση αυτή ότι εκείνα τα 830.000.000 ευρώ που δόθηκαν στους 6000 δικαστικούς, δεν ήταν από αναδρομική αύξηση των τακτικών αποδοχών τους, που σε τέτοια περίπτωση θα δικαιολογούσε την αύξηση της βουλευτικής αποζημίωσης και συνεπώς των συναρτημένων επίδικων συντάξεών τους, αλλά ήταν μια έκτακτη παροχή του κράτους προς τους δικαστικούς, 140.000 ευρώ κατά μέσο όρο στον καθένα, γιατί λέτε; Διότι, λέει με αναίδεια αυτή η  απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, κατά το χρονικό διάστημα 2003 μέχρι το 2007 υπήρξε πρόσθετος μεγάλος φόρτος εργασίας των δικαστικών λειτουργών και των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους λόγω των οικονομικών μεταναστών και των Ολυμπιακών Αγώνων. Ελάτε όμως που αυτή η έκτακτη παροχή δόθηκε και στους δικαστές και τους εσαγγελείς που εκείνο το χρονικό διάστημα, 2003 μέχρι 2007 ήταν ήδη συνταξιούχοι! Τσακίστηκαν και αυτοί στη δουλειά λόγω μεταναστών και Ολυμπιακών Αγώνων; Δεν είναι λοιπόν να γελάει κανείς με την καρδιά του; Βέβαια η αλήθεια είναι αυτή που, όπως είπα, ομολόγησε ο κ Αλογοσκούφης, ότι όλα έγιναν υπό την πίεση της εκτέλεσης της απόφασης του Μισθοδικείου. Και βέβαια δεν ξέρω αν στην πραγματικότητα απασχολήθηκαν οι δικαστικοί έστω μια ώρα παραπάνω λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων. Απασχολήθηκαν όμως οι λαμπροί αλησμόνητοι νεολαίοι μας, οι εθελοντές των Ολυμπιακών Αγώνων, και είναι αυτοί που τώρα ρέβουν στην ανεργία και στην κατάθλιψη ή πήραν των ομματιών τους για τα ξένα και έγιναν μια ολόκληρη χαμένη για το έθνος γενιά. Και τον δικό τους τίμιο ιδρώτα, τον εξαργύρωσαν στάλα στάλα οι δικαστικοί, πήραν λόγω δήθεν πρόσθετου μεγάλου φόρτου εργασίας 140.000 ευρώ ο καθένας. Αυτά δεν τα λέω εγώ, τα λέει το ασεβές Διοικητικό Εφετείο Αθηνών. Τι να πω εγώ... Είπαμε, η απόφασή του είναι για γέλια. Η ποντιακή παροιμία όμως λέει, Τερώ την νύφεν, κλαίω τον Θόδωρον, τερώ τον Θόδωρον, κλαίω την νύφεν. Πού να κοιτάξεις, τι να δείς και να μην κλάψεις σε αυτή τη χώρα...
 Προχωρώ έχοντας πάντα την πεποίθηση ότι όλοι κατανοείτε, ότι δεν τα βάζω με την κατάκτηση και κατοχύρωση των δικαστικών  κεκτημένων από τους ίδιους - έστω και αν για όλους εμάς τους άλλους η χώρα έχει γίνει νεκροταφείο κεκτημένων - αλλά είναι πρόβλημα που όσο το κατανοεί κανείς τόσο συνειδητοποιεί την τεράστια θεσμική σημασία του. Λοιπόν, στην αρχή της κρίσης έγιναν κάποιες όχι μεγάλες περικοπές και στους δικαστικούς όπως και σε όλους τους λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου. Το 2012 όμως σχεδόν ό,τι τους έδωσε το Μισθοδικείο τα πήρε πίσω ο νόμος 4093/2012. Ο νόμος αυτός ξεσήκωσε τις δικαστικές συνδικαλιστικές ενώσεις. Πρόεδρος τότε της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων η σημερινή προϊσταμένη του Νομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού, η κ Θάνου, σκληρή συνδικαλίστρια. Κατέβασε τους δικαστικούς σε πολύμηνη απεργία, με την προσχηματική μορφή της καθόδου από την έδρα μετά τις 10 το πρωί, επειδή το άρθρο 23 του Συντάγματος απαγορεύει την απεργία στους δικαστικούς και στις ένοπλες δυνάμεις. Ομοίως σκληρός συνδικαλιστής και ο κ Αθανασίου, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης. Και οι δύο διετέλεσαν πρόεδροι της Ένωσης Δικαστών και Ειασγγελέων. Να πω εδώ ότι και ο εισηγητής της χρυσής για τους δικαστικούς απόφασης αριθμ . 13/2006 του Μισθοδικείου,  δικηγόρος και κατ΄ απονομή δικαστής, ας μην πω το όνομά του, συγχωρείστε μου την συναδελφική εξαίρεση, δεν αδικήθηκε, τον έκανε υπουργό στην κυβέρνησή του ο κ Πικραμένος, πρώην πρόεδρος του ΣτΕ. Και για να ξανάρθω στην κ Θάνου, αλήθεια,  τι έχει να πει και για το εξής ανατριχιαστικό περιστατικό. Μια από τις συγκροτημένες ομάδες που κατήλθε στις πρόσφατες εκλογές της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων περηφανεύονταν ότι ήταν αυτή η ομάδα στη διοίκηση της  Ένωσης από το 2012 μέχρι το 2015, δηλαδή επί των ημερών προεδρίας στην Ένωση της κ Θάνου και  πέτυχε αυτή η ομάδα, λενε στην αφίσα τους, τα εξής, διαβάζω την προεκλογική αφίσα αυτής της ομάδας δικαστικών: " Αποδείξαμε ότι εμείς θέλουμε και μπορούμε να επιτυγχάνουμε τους στόχους μας. Επιτύχαμε Την πλήρη αποκατάσταση του μισθολογίου μας, Την σταθεροποίηση του μισθολογίου μας παρά την βαθιά οικονομική κρίση, Την καταβολή του 50% των αναδρομικών". Αυτά λέει η αφίσα τους. Αλλά όσοι παρακολουθούμε τα πράγματα ξέρουμε ότι η αποκατάσταση, όπως λένε, του μισθολογίου των δικαστικών, έγινε με την  αριθμ. 88/2013 απόφαση του Μισθοδικείου, που ακύρωσε ως αντισυνταγματικό το νόμο 4093/2012 που έκανε τις περικοπές τους. Τι συμβαίνει λοιπόν; Έχει παρέμβει στη Δικαιοσύνη ως συνδικαλίστρια η κ Θάνου, και η συγκεκριμένη αυτή ομάδα που κατήλθε στις πρόσφατες εκλογές της Ένωσης και πέτυχε τότε τους στόχους της, όπως λέει η αφίσα, μέσω στημένης δίκης και μιλημένων δικαστών, πέτυχε δηλαδή την ακύρωση του νόμου που  επέβαλε τις περικοπές και επανέφερε σε ισχύ το νόμο που  είχε χρυσώσει τους δικαστές; Διότι δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν. Ή ο εκτραχηλισμός του δικαστικού συνδικαλισμού έφτασε σε σημείο που δεν λογαριάζει τι λέει ή ότι υπήρξε πράγματι παρέμβασή του στο δικαστήριο, στο Μισθοδικείο, υπέρ των δικαστικών και σε βάρος του Δημοσίου. Αν συμβαίνει το δεύτερο, που δεν θέλω να το πιστεύω, η Δικαιοσύνη και η πατρίδα είναι χαμένες από χέρι.
 Ξεσηκώθηκαν λοιπόν το 2012 οι δικαστικές ενώσεις για τις περικοπές με το νόμο 4093. Αλλά οι κινητοποιήσεις τους, η απεργία τους, δεν απέδοσαν. Και φτάνουμε στην απόφαση αριθμός 88/2013 του Μισθοδικείου που κηρύσσει ανεφάρμοστο αυτόν το νόμο. Το θεμελειώδες σκεπτικό της είναι ότι ο νόμος αυτός παραβιάζει τις διατάξεις του Συντάγματος, 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 και γιαυτό κηρύσσεται αντισυνταγματικός και επομένως ανεφάρμοστος, με συνέπεια, μη εφαρμοζόμενου του νόμου αυτού, να εφαρμόζεται ο προηγούμενος νόμος και οι δικαστικές αποδοχές επανέρχονται εκεί που τις ανύψωσε ο νόμος 3691/2008 που ήταν συνέπεια της αριθμ. 13/2006 απόφασης του Μισθοδικείου. Στην περίπτωση όμως της με αριθμό 13/2006 απόφασης του ίδιου δικαστηρίου, του Μισθοδικείου, ενώ κρίθηκε επίσης ότι και η νομοθεσία που έδωσε τις υπέρογκες αποδοχές στον πρόεδρο της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, δηλαδή η Κοινή Υπουργική Απόφαση, παραβιάζει τις ίδιες ακριβώς συνταγματικές διατάξεις, δηλαδή την 26, την 87 παρ. 1 και την 88 παρ. 2, αντί να κηρυχθεί και αυτή η νομοθεσία ανεφάρμοστη ως αντισυνταγματική, το Μισθοδικείο όχι απλά δεν την κήρυξε ανεφάρμοστη αλλά έκρινε ότι έπρεπε να είχε επεκταθεί από το νομοθέτη η εφαρμογή της και στους 6000 δικαστικούς, για την αποκατάσταση της ισοτιμίας των εξουσιών και της δικαστικής ανεξαρτησίας, και αυτό που δεν έκανε ο νομοθέτης το έκανε το ίδιο το Μισθοδικείο, όπως εξήγησα παραπάνω εκτενέστατα, δηλαδή εφάρμοσε την αντισυνταγματική  υπουργική απόφαση και σε όλους τους δικαστικούς και τους γέμισε χρήμα. Αυτό είναι απίστευτο. Ενώ υπάρχει απόλυτη ταυτότητα του νομικού λόγου, όπως λέμε οι νομικοί, και στις δύο περιπτώσεις, ενώ δηλαδή κρίθηκε ότι και οι δυό νομοθεσίες και αυτή που προκάλεσε την υπέρογκη αύξηση των δικαστικών αποδοχών και εκείνη που τις περιέκοψε παραβιάζουν τις ίδιες ακριβώς συνταγματικές διατάξεις, αυτές και μόνο, στη δεύτερη περίπτωση ο νόμος κηρύσσεται αντισυνταγματικός και ανεφάρμοστος, ενώ στην πρώτη περίπτωση εφαρμόζεται η επίσης κηρυγμένη αντισυνταγματική νομοθεσία και ανεβάζει στο θεό τις αποδοχές των δικαστικών. (Σημ. μετά την ομιλία: Δεν βρισκόμαστε βέβαια στη μυθική εποχή του Ροδάμανθυ και του Αιακού, όταν ο δικαστής ήταν αποκλειστικά δικαιοκρίτης, με τη συνείδησή του ως αποκλειστική πηγή δικαίου, και όχι εφαρμοστής θετού δικαίου. Απαιτούμε ωστόσο και τώρα δίκαιη κρίση, δηλαδή ίδια εφαρμογή ίδιων διατάξεων σε ίδιες περιπτώσεις. Και οι περισσότεροι δεν είμαστε τόσο "ευρύνοες" ώστε να χωρέσει το μυαλό μας το πως είναι δυνατό να συμβαίνουν στη Δικαιοσύνη, στην υψηλότατη βαθμίδα, τόσο άνιση μεταχείρηση ίδιων περιπτώσεων, όπως συνέβη με τις παραπάνω δύο αποφάσεις του Μισθοδικείου. Κάποτε, αναφέρει ο Πλούταρχος, ο Φίλιππος δίκαζε κάποιον ταλαίπωρο πολίτη του, ονόματι Μαχαίτα, νυστάζοντας πάνω στην έδρα, και εντούτοις τον καταδίκασε. " Εκείνου δ΄ αναβοήσαντος, εκκαλείσθαι την κρίσιν, Διοργισθείς (ο Φίλιππος), επί τίνα; είπε (αφού ο βασιλιάς δίκαζε σε πρώτο και τελευταίο βαθμό). Και ο Μαχαίτας, Επί σε, βασιλεύ! αυτόν, αν εγρηγόρως, και προσέχων ακούης". Και ο Φίλιππος " γενόμενος δε μάλλον εφ΄ εαυτόν, και γνους αδικούμενον τον Μαχαίταν, την μεν κρίσιν ουκ έλυσε, το δε τίμημα της δίκης αυτός εξέτισε", δεν ακύρωσε την, αμετάκλητη άλλωστε, απόφασή του αλλά πλήρωσε από την τσέπη του ο Φίλιππος το πρόστιμο στο οποίο άδικα καταδίκασε τον φουκαριάρη Μαχαίτα. Και υπάρχουν σήμερα τόσοι φουκαριάρηδες φορολογούμενοι που πληρώνουν τις άδικες αποφάσεις του Μισθοδικείου...)
 Αλλά τι να πρωτοπεί κανείς.
 Διότι αναρωτιέται πράγματι κάθε νομικός. Αφού η απόφαση αριθμ. 13/ 2006 του Μισθοδικείου προκάλεσε τόσο βαριές, πλην όμως προβλέψιμες, συνέπειες στα δημόσια οικονομικά και έγινε στην πράξη όχημα θεσμοθετημένης διαφθοράς, γιατί οι νομικοί παραστάτες του Δημοσίου σε εκείνη τη δίκη, δηλαδή το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, δεν άσκησε επικουρικά και ως τελευταία γραμμή άμυνας στις παράνομες αξιώσεις των δικαστικών την  ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος; Πρέπει μάλιστα να σημειώσω εδώ ότι προς τιμή τους οι τρείς καθηγητές πανεπιστημίου, καθηγητές νομικής, που μετείχαν στη σύνθεση του δικαστηρίου, στο Μισθοδικείο, όχι μόνο καταψήφησαν αλλά και διατύπωσαν τη γνώμη ότι η επέκταση των αποδοχών του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων σε όλους τους δικαστικούς, "κινδυνεύει λόγω του σωρευτικού αποτελέσματος να εξουθενώσει τα οικονομικά της χώρας με συνέπεια την πρακτική αδυναμία του Κράτους να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του" και δυστυχώς επαληθεύθηκαν πλήρως, διότι μετά μόλις τρία χρόνια το κράτος βρέθηκε σε αδυναμία να αντεπεξέλθει στις δανειακές υποχρεώσεις του και χρεωκόπησε. Να σημειώσω εδώ ότι ασφαλώς ήταν γνωστό στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους που εκπροσώπησε με μέλος του το Δημόσιο στο Μισθοδικείο ότι σύμφωνα με το άρθρο 126 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγορεύοταν δημοσιονομικό έλλειμμα άνω του 3% και αυτό ήταν νομική δέσμευση και όχι απλή πολιτική επιθυμία των κρατών μελών της Ένωσης. Και  βεβαίως γνώριζαν επίσης ότι οι δικαστικές απαιτήσεις κινδύνευαν πράγματι να επηρεάσουν μοιραία το έλλειμα. Να σημειώσω επίσης ότι ο ίδιος ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής στις 17.6.2006 εξέφρασε την  ανησυχία του για το γεγονός ότι δικαστικές αποφάσεις με αναδρομική ισχύ προκαλούσαν προβλήματα στην εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού, αλλά δεν έκανε τίποτα. Λοιπόν, ενόψει και αυτού του προφανούς κινδύνου εκτίναξης του ελλείμματος, γιατί δεν ασκήθηκε από το Δημόσιο, από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντα, μια ένσταση που θα είχε τεράστιες πιθανότητες να ευδοκιμήσει και να απορριφθεί η συγκεκριμένη ένδικη αγωγή κατά του Δημοσίου και συνεπώς να απορριφθούν όλες οι 4.500 αγωγές των δικαστικών που εκκρεμούσαν; Το άρθρο 25 του Συντάγματος απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, το ίδιο και το άρθρο 281 ΑΚ, δηλαδή απαγορεύεται η άσκηση του δικαιώματος αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή του οικονομικού σκοπού του δικαιώματος  και άλλωστε παρεμφερώς το άρθρο 17 του Συντάγματος ορίζει ότι τα επί της ιδιοκτησίας δικαιώματα, άρα γενικά τα περιουσιακά δικαιώματα, δεν επιτρέπεται να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος. Λοιπόν, εδώ κινδύνευαν μετά βεβαιότητος τα οικονομικά του κράτους, όπως προφητικά είπαν οι καθηγητές πανεπιστημίου που μετείχαν στη σύνθεση του Μισθοδικείου, εδώ προσβαλλότανε βάναυσα και η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, διότι σπεκουλάροντας στις υπέρογκες αποδοχές ενός μόνο ατόμου, του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, αξιώνονταν σχεδόν διπλασιασμός των αποδοχών όλων των δικαστικών, συνεπώς η άσκηση του ενδίκου δικαιώματος παραήταν καταχρηστική. Και όμως δεν έγινε τέτοια ένσταση. Γιατί άραγε; Δεν ξέρω. Ξέρω όμως το εξής: Με την αναθεώρηση του 2001 μπήκε στο Σύνταγμα σαν τσόντα, άρθρο 100Α, μια παράλογη διάταξη που εξισώνει τις αποδοχές των μελών του ΝΣΚ με τις δικαστικές αποδοχές. Δηλαδή αν παρέλειπαν αυτές τις ενστάσεις και το Δημόσιο έχανε την δίκη, θα γέμιζαν οι τσέπες των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Δεν θέλω να πιστεύω ότι αυτό ήταν το κίνητρο της παράλειψής τους. Πάντως δεν προβλήθηκε η ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ούτε ένσταση του άρθρου 17 του Συντάγματος, το Δημόσιο έχασε τη δίκη και έτσι βγήκαν κερδισμένοι οι νομικοί σύβουλοί του.
 Ακούστε και αυτό, που και να μην το ακούσετε θα είναι το ίδιο, γιατί έτσι κι αλλοιώς δεν υπάρχει καμιά απολύτως περίπτωση να το πιστέψετε,  είναι απίστευτο. Επειδή λοιπόν κάποιοι δημοσιογράφοι έκαναν δυσμενή σχόλια για την απόφαση του Μισθοδικείου να δώσει τα αναδρομικά και τις υπέρογκες αυξήσεις στους δικαστικούς, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών με την με αριθμό 1445/2007 απόφασή του έκρινε ότι για αυτά τα σχόλια πρέπει να καταδικασθεί το Δημόσιο  να καταβάλλει σε κάθε δικαστή και κάθε εισαγγελέα από 5000 ευρώ στον καθένα ως χρηματική ικανοποίησή τους λόγω ηθικής βλάβης τους. (Συμπλήρωμα μετά την ομιλία: Βέβαια η καταδίκη για ηθική βλάβη δεν εστερείτο τυπικής νομικής βάσης, εδραζόταν στην παρανομία του νομοθέτη, αλλά σκεφθείτε ότι για τα σχόλια τρίτων "δραστών", για συμπεριφορά δηλαδή τρίτων, των δημοσιογράφων, επειδή, λέει η απόφαση, αυτά τα σχόλια προκάλεσαν δυσμενείς εντυπώσεις για τους δικαστικούς, καταδικάσθηκε το Δημόσιο σε αποζημίωση των θιχθέντων δικαστικών!). Δηλαδή το δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε το κράτος να πληρώσει ακριβά στους δικαστικούς μας την ελευθερία του λόγου των δημοσιογράφων και την ελευθερία όλων μας να έχουμε κάποια άποψη για την ελληνική Δικαιοσύνη! Ας δοξάσουμε όμως το θεό που έχουμε δημοκρατία σε αυτή τη χώρα και θα έχουμε πάντα δικαίωμα να κρίνουμε τους πάντες, έστω και αν καμιά φορά κινδυνεύουμε να το πληρώσουμε πολύ ακριβά.
 Άλλο αμάρτημα του Μισθοδικείου: Εντάξει, κήρυξε, όπως είπαμε, αντισυνταγματικές τις αποδοχές του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, δηλαδή την κοινή υπουργική απόφαση που τις καθόρισε. Αλλά ο νόμος 2867/2000 που εξουσιοδοτούσε τους υπουργούς Μεταφορών και Οικονομικών για την έκδοση αυτής της απόφασης, έλεγε ότι μπορούν να καθορίσουν τις αποδοχές "κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις που ισχύουν", εννοώντας φυσικά διατάξεις τυπικών νόμων και όχι συνταγματικές διατάξεις. Αφού όμως κρίθηκε από το ίδιο το Μισθοδικείο ότι η συγκεκριμένη υπουργική απόφαση παραβίαζε συνταγματικές διατάξεις, την 26, την 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2, αυτό σήμαινε ότι βρισκόταν εξ ορισμού εκτός νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, άρα ήταν παράνομη. (Συμπλήρωμα μετά την ομιλία: Βλ. σε Μελέτη Μ. Βροντάκη, αντιπροέδρου του ΣτΕ σε ΘΠΔΔ 5/2008 σελ.515 "... τυχόν αντίθεση του περιεχομένου της θεσπιζομένης κανονιστικής ρυθμίσεως προς το Σύνταγμα, συνιστά κατά πρώτο λόγο παράβαση της εξουσιοδοτικής διατάξεως νόμου..." και συνεπώς η κανονιστική πράξη, η εν προκειμένω η ΚΥΑ Μεταφορών και Οικονομικών, που καθόρισε τις αποδοχές του προέδρου της ΕΕΤΤ ήταν παράνομη). Και άρα κατά το νομικό αξίωμα ότι δεν νοείται ισότητα στην παρανομία, δεν μπορούσε αυτή η παράνομη, κατά το Μισθοδικείο, υπουργική απόφαση να επεκταθεί για οποιοδήποτε λόγο και με κανένα τρόπο, θα έλεγα με κανένα νομικό τερτίπι, τάχα αδικοπραξία του νομοθέτη, τάχα το ένα τάχα το άλλο, δεν μπορούσε να επεκταθεί σε οποιαδήποτε κατεύθυνση ( Σημ. μετά την ομιλία: Ούτε μπορούσε να αξιωθεί από το νομοθέτη, όπως αξίωσε το Μισθοδικείο, να είχε νομοθετήσει ίδιες, αναλογικά βέβαια, αποδοχές και για τους δικαστικούς, ίδιες με τις παράνομες ως - κριθείσες από το Μισθοδικείο - αντισυνταγματικές αποδοχές του προέδρου ΕΕΤ). Και όμως αυτή η υπουργική απόφαση επεκτάθηκε με την αριθμ. 13/2006 απόφαση του Μισθοδικείου σε όλους τους δικαστικούς με ασύλληπτο δημοσιονομικό κόστος. Υπάρχει πιο σκαστή περίπτωση παρανομίας; Φυσικά όχι. Και όμως αυτήν την  απόφαση του Μισθοδικείου, που είναι για τα σκουπίδια της νομικής ιστορίας μας, εξακολουθούν να την έχουν σημαία στην συνδικαλιστική δράση τους οι δικαστικές οργανώσεις. Και όταν τέτοια συμβαίνουν και οι πάντες σιωπούν, δεν πρέπει εγώ να δυναμώσω τη φωνή μου;
 Ο αρχαίος έλληνας συγγραφέας Στοβαίος περισώζει το εξής, που συνέβη στην Ελλάδα, πού αλλού: Δημοκράτης ιδών κλέπτην υπό των ένδεκα απαγόμενον, Άθλιε, έφη, τι γαρ τα μικρά έκλεπτες αλλ΄ ου τα μεγάλα, ίνα και εσύ άλλους απήγες, Δηλαδή, κάποιος  Δημοκράτης βλέποντας έναν κλέφτη να τον πηγαίνουν φυλακή συνοδεία, του λέει, Βρε άθλιε, γιατί έκλεβες τα μικρά, ψιλοπράματα και δεν έκλεβες τα μεγάλα, τα εκατομμύρια, διότι τότε θα πήγαινες εσύ τους άλλους φυλακή, εσύ θα ήσουν εξουσία, εσύ θα ήσουν νομοθέτης και δικαστής.  Και εντάξει, αυτό είναι υπερβολή, αλλά πάντως είναι και ένδειξη για το τι γινότανε και τότε, στην αρχαία Ελλάδα. Και είναι ένα μυστήριο της ιστορίας το πως ενώ δείχνουμε συχνά και μια τόσο άσχημη πλευρά στον εθνικό χαρακτήρα μας, εντούτοις μεγαλούργησαμε στο παρελθόν, πρώτοι στον πολιτισμό, πρώτοι στη δημοκρατία, πρώτοι παντού, φωτοδότες πάντοτε.  Ο Ερντογάν, ένας απολίτιστος άνθρωπος, δεν μπορεί ακόμη να χονέψει την απώλεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τι να πούμε κι εμείς που είμαστε το μόνο έθνος που δημιουργήσαμε και χάσαμε όχι μόνο μια, όπως άλλα έθνη, αλλά δύο αυτοκρατορίες, του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την Βυζαντινή αυτοκρατορία. Αλλά βέβαια το να νοσταλγείς σήμερα αυτοκρατορίες είναι  απάνθρωπο. Οφείλεις να τακτοποιείς τα του οίκου σου και ν΄ αφήνεις  τους άλλους λαούς στην ησυχία τους.
 Πρέπει λοιπόν, τακτοποιώντας τα του οίκου μας, να συνεισφέρουμε ο καθένας ό,τι μπορούμε. Προσωπικά, ενόψει της επικείμενης αναθεώρησης του Συντάγματος θα ήθελα να συνεισφέρω μια πρόταση για τη ριζική, κατά τη γνώμη μου, θεραπεία των κακών που περιέγραψα. Δεν χρειάζεται να πω πολλά, δύο λόγια. Πρώτον, Να καταργηθούν οπωσδήποτε τα άρθρα 82 παρ. 2 και 100Α του Συντάγματος ενόψει του ερμηνευτικού εκφυλισμού τους, για να πάψει κάθε αχρείαστη συνταγματική ρύθμιση της μισθολογικής μεταχείρησης των δικαστικών και των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Η Γαλλική Επανάσταση στην αρχή της είχε απαγορεύσει την ερμηνεία των νόμων από τα δικαστήρια, έπρεπε να απευθύνονται στη Βουλή. Αν τα δικαστήρια της Γαλλίας ερμήνευαν τους νόμους όπως ερμήνευσε το δικό μας Μισθοδικείο το άρθρο 82 παρ. 2 του Συντάγματος, σίγουρα οι Γάλλοι θα επανέφεραν την απαγόρευση! Δεύτερο, να καταργηθεί οπωσδήποτε, μα οπωσδήποτε το Ζ Ψήφισμα του 1975 και να εξαλειφθεί κάθε σύνδεση της βουλευτικής αποζημίωσης με τις αποδοχές του προέδρου ανωτάτου δικαστηρίου, για να πάψει να υπάρχει ακόμη και σαν υποψία η θεσμοθετημένη σήμερα μισθολογική αλληλεξάρτηση της δικαστικής, της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, που μεταβλήθηκε σε επικίνδυνο μεταξύ τους αλισβερίσι. Χωρίς αυτές τις δύο συνταγματικές τομές, θα εξακολουθήσουμε να είμαστε ένα επιπόλαιο και αβαθές κράτος, θα χαθεί μια μεγάλη ευκαιρία για την γενικότερη εξυγείανση των θεσμών, κάτι που είναι απαραίτητο για έναν σταθερό βηματισμό προς το μέλλον, να πάμε μπροστά, να περάσουν τα βάσανα, να ξαναβρούμε μιαν υψηλοφροσύνη,  και άμποτε να ξαναγίνουμε εκείνη η Ελλάδα που για αιώνες ολόκληρους ο χτύπος της καρδιάς της έδινε ρυθμό στον κόσμο.