2.9.18

Η κατάρα της Αττικής


Η Αττική είναι προορισμένη να καίγεται ανά τακτά διαστήματα από τις πυρκαγιές – αυτό πάντα συνέβαινε και πάντα θα συμβαίνει. Μόνο που πλέον η παρουσία 5 εκατομμυρίων ανθρώπων στο Λεκανοπέδιο καθιστά την παραπάνω διεργασία της Φύσης καταστρεπτική και θανατηφόρα, δεδομένου δε ότι η τεράστια αυτή πληθυσμιακή έκρηξη συνοδεύτηκε με... «αντίμετρα» οικολογικής προστασίας –και άρα προστασίας των κατοίκων- παρά με οργανωμένη εγκατάσταση και ανάπτυξη μιας σύγχρονης μεγαλούπολης, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις στον δυτικό κόσμο.


Και η κατάσταση έχει ως εξής. Σε 2 εκατομμύρια στρέμματα έχουν συγκεντρωθεί το 50% των κατοίκων της Ελλάδας, σε μια περιοχή που έχει απωλέσει από καιρό τον γεωφυσικό της πλούτο, με αποτέλεσμα όλοι αυτοί οι άνθρωποι να ζουν με… δανεικά, από άλλες περιοχές (π.χ. το νερό της Αττικής έρχεται από 350 χιλιόμετρα μακριά). Η τσιμεντοασφαλτοκάλυψη στην Αττική ξεπερνάει το 60% (πριν από 60 χρόνια ήταν λιγότερο από 17%). Ενδεικτικά, το αντίστοιχο ποσοστό στη Θεσσαλονίκη είναι το 3,5%, στον Έβρο δε μόλις το 0,5%.  

Παράλληλα, η  αυθαίρετη, όσον αφορά τους ανθρώπινους νόμους, όσο και «βίαιης», όσον αφορά τη φυσική νομοτέλεια, αλλαγή χρήσης των αττικών εκτάσεων, έχει, και θα έχει, ως συνέπεια γεγονότα όπως αυτά στο Μάτι τον περασμένο Ιούλιο, με τον αριθμό των νεκρών από το ξέσπασμα μιας περιαστικής πυρκαγιάς να προσεγγίζει τους 100. 



Το φυσικό περιβάλλον της Αττικής δε, κάθε άλλο παρά... αντιπυρικό μπορεί να θεωρηθεί, εξαιτίας των πεύκων, ενώ οι δυνάμεις... καταστολής των πυρκαγιών που έχουμε αναπτύξει, είναι κάθε άλλο παρά αποτελεσματικές. Μετά τις φωτιές, νομοτελειακά έρχονται οι πλημμύρες, και εδώ οι Αθηναίοι, σύγχρονοι και παλιότεροι, έκαναν το χειρότερο που θα μπορούσαν για την προστασία του τόπου τους...

Το zougla.gr είχε μια μακρά συνομιλία με έναν βετεράνο δασονόμο που θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία του, επιχειρώντας να σκιαγραφήσει «τις πταίει» για την κατάσταση στην Αττική, και τι μπορούμε -αν μπορούμε- να κάνουμε, ώστε να εξασφαλίσουμε ένα πιο βιώσιμο μέλλον...

«Μόνο ένας τρελός θα εφήρμοζε αυτόν τον χωροταξικό σχεδιασμό», σχολιάζει ο δασονόμος. «Ούτε μέτρο παραπάνω δεν πρέπει να χτιστεί, κι όλα τα παλιά κτήρια πρέπει να γκρεμιστούν και δημιουργηθούν ακάλυπτοι χώροι»... 
​«Ούτε μέτρο παραπάνω δεν πρέπει να χτιστεί, κι όλα τα παλιά κτήρια πρέπει να γκρεμιστούν και δημιουργηθούν ακάλυπτοι χώροι»Πότε ξεκίνησε το κακό; Η καταπάτηση της Αττικής με όρους ιδιωτικού… μικροσυμφέροντος άρχισε πολύ νωρίτερα από την οικοπεδοποίηση και την αντιπαροχή της περιόδου Καραμανλή. Το αλαλούμ που επικράτησε μετά την απελευθέρωση, με τα Πρωτόκολλα της Ανεξαρτησίας να προβλέπουν ότι οι Τούρκοι ιδιώτες διατηρούν τα δικαιώματα τους σε εκτάσεις που δεν άνηκαν στο οθωμανικό κράτος και που δεν απελευθερώθηκαν απευθείας από τον ελληνικό στρατό, έδωσε το δικαίωμα στους επερχόμενους κοτζαμπάσηδες που με διάφορους τρόπους απέκτησαν αρχικά τη νομή τους από τους Τούρκους που αποχώρησαν, να αρχίσουν τις αθρόες οικοπεδοποιήσεις, υπό την ανοχή ή τη συνενοχή του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, που, διαχρονικά, εφαρμόζει τον Νόμο… ad hoc. Όπως σε πολλά πράγματα άλλωστε, η ύπαρξη νόμων δεν είναι πρόβλημα σε αυτή τη χώρα – στην εφαρμογή τους χωλαίνει η κατάσταση..

Η Αθήνα, κάποτε
Η Αθήνα, κάποτε


Συνενοχή κράτους-πολιτών για τη τσιμεντοποίηση της Αττικής γης

Το έγκλημα της καταστροφής του περιβάλλοντος και της τσιμεντοποίησης ολοκληρώθηκε τα πρόσφατα χρόνια. Όπου το δάσος ήταν εμπόδιο (βλέπε Πεντέλη), μια πυρκαγιά άνοιγε τον δρόμο για την ένταξη ολόκληρων εκτάσεων στο σχέδιο πόλης με τα γνωστά αποτελέσματα. Σύμφωνα με έκθεση του WWF, «80.000 στρέμματα φυσικών εκτάσεων έγιναν βίλες και αυθαίρετα μέσα σε είκοσι χρόνια. Συνολικά την περίοδο 1987-2007 περισσότερα από 180.000 στρέμματα πευκοδάσους στην Αττική εξαφανίστηκαν από τον χάρτη και στη θέση τους εμφανίστηκαν κυρίως οικισμοί και αγροτικές γαίες. 

Ο οικιστικός ιστός την τελευταία εικοσαετία είτε αναπτύχθηκε απευθείας εις βάρος των υψηλών δασών είτε τα επηρέασε δευτερευόντως με την οικοδόμηση περιοχών χαμηλής βλάστησης (καμένες εκτάσεις, θαμνοτόπια κτλ.)». 



Δηλαδή, για ακόμη μια φορά, ότι δεν κατάφεραν οι φλόγες, το έκαναν οι... νόμοι. Την ίδια περίοδο δε το ΥΠΕΧΩΔΕ ενέταξε 400.000 στρέμματα στο σχέδιο πόλης, στη βορειοανατολική Αττική.

«Τώρα πια δεν υπάρχει καμία λύση, εκτός αν βγει ένας πολιτικός και εφαρμόσει άλλη οικιστική πολιτική», επισημαίνει ο βετεράνος δασονόμος, ο οποίος έχει την άποψη ότι δεν θα πρέπει να γίνει τίποτα στο Ελληνικό, προκειμένου να διατηρήσει η Αττική «μια ανάσα» που τη χρειάζεται επειγόντως.

Η περίπτωση του κτήματος Βεΐκου

Κάτοικοι του Γαλατσίου φυτεύουν δέντρα σε ότι έχει απομείνει από το άλλοτε καταπράσινο κτήμα Βεϊκου
Κάτοικοι του Γαλατσίου φυτεύουν δέντρα σε ότι έχει απομείνει από το άλλοτε καταπράσινο κτήμα Βεϊκου


Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα καταπάτησης δημόσιας γης και καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος είναι αυτό του κτήματος Βεΐκου – μιας άλλοτε καταπράσινης έκτασης 15.000 στρεμμάτων, εκ των οποίων τα περισσότερα τσιμεντοποιήθηκαν ανεξέλεγκτα, μέσα σε διάστημα 110 ετών δημιουργώντας περιοχές όπως το Γαλάτσι και τη Νέα Ιωνία. 

Εν ολίγοις, οι κληρονόμοι Βεΐκου και όσοι είχαν αγοράσει τμήματα της έκτασης, προσέβαλαν στο πέρασμα των ετών τις σχετικές δικαστικές αποφάσεις που την είχαν κηρύξει αναδασωτέα (βάσει Βασιλικών και Προεδρικών διαταγμάτων), και έτσι σιγά-σιγά ορίστηκε η τοπογραφία της Αττικής όπως την ξέρουμε σήμερα - δηλαδή ακόμα μια ανάσα οξυγόνου για την Αττική μπαζώθηκε.
​ Τα δικαστήρια συνήθως δέχονταν όρους «χρησικτησίας» στις δασικές εκτάσεις τις οποίες και απέδωσαν σε όποιον εμφανιζόταν, με ή χωρίς χαρτιά, να τις διεκδικείΣτο αρχείο του κράτους έμεινε μόνο το καταστατικό του ιστορικού σωματείου των ρητινοσυλλεκτών να μας θυμίζει ότι σε χρόνους παλιούς στην έκταση αυτή υπήρχε δάσος.

Στην διάρκεια της δικτατορίας δε, οι κληρονόμοι του "Κτήματος Βέϊκου" εξαφάνισαν όλη τη βόρεια πλευρά των Τουρκοβουνίων με την μέθοδο των λατομείων, έκοψαν και πούλησαν οικόπεδα κοντά στον Περισσό, πούλησαν το δάσος του Αγίου Λαυρεντίου και έλαβαν πολλά εκατομμύρια από απαλλοτριώσεις που έγιναν για σχολεία και δρόμους.

Την ίδια περίοδο και μέχρι και πρόσφατα, τα δικαστήρια συνήθως δέχονταν όρους «χρησικτησίας» στις δασικές εκτάσεις τις οποίες και απέδωσαν σε όποιον εμφανιζόταν, με ή χωρίς χαρτιά, να τις διεκδικεί…
Για να γίνει αυτό που σήμερα βιώνουμε, ο φόρος μεταβίβασης ειδικά για την Αττική έπεσε ξαφνικά μόλις στο 1,25%, μέχρι να γίνει η δουλειά… Στη συνέχεια ανήλθε στο 15%.

Πεύκο, η  "κατάρα" της Αττικής

Χωρίς τις πυρκαγιές, απλά δεν θα υπήρχαν πεύκα, όπερ σημαίνει ότι οι πυρκαγιές στα αττικά δάση αποτελούν τη φυσική διεργασία​Αφού λοιπόν καταστρέψαμε μεγάλο μέρος του φυσικού περιβάλλοντος, μείναμε με τα... πεύκα. Η Αττική είναι γεμάτη από δαύτα, αφού αυτό το είδος (συγκεκριμένα η τραχεία και η χαλέπια) ευδοκιμούν σε αυτά τα εδάφη. Δέντρο που όχι μόνο καίγεται εύκολα (και επεκτατικό στα άλλα είδη γύρω του), αλλά από αυτά που έχουν ουσιαστική ανάγκη τη φωτιά προκειμένου να αναπαραχθούν. 

Δηλαδή, χωρίς τις πυρκαγιές, απλά δεν θα υπήρχαν πεύκα, όπερ σημαίνει ότι οι πυρκαγιές στα αττικά δάση αποτελούν τη φυσική διεργασία, διότι οι υψηλές θερμοκρασίες της πυρκαγιάς είναι που προκαλούν την άμεση διάνοιξη των κλειστών κώνων και την απελευθέρωση των σπερμάτων των πεύκων, για την αναγέννησή τους. 

Με λίγα λόγια, ακόμα και μετά από μια καταστροφική πυρκαγιά σε δασική έκταση με πεύκα -γεγονός "φυσιολογικό" και σύνηθες- το πρόβλημα του κινδύνου επανέρχεται έπειτα από περίπου δύο χρόνια!

«Ένας ειδικός τρομάζει βλέποντας το πόσο πολύς κόσμος εγκαταστάθηκε στις πευκόφυτες περιοχές της ανατολικής και βόρειας Αττικής», σχολιάζει ο δασονόμος, πολύ απλά, διότι οι εκτάσεις αυτές είναι προορισμένες να καίγονται… «Κάθε χρόνο οι Δήμοι θα πρέπει να κάνουν εκτενείς καθαρισμούς, όπως της υπόγειας βλάστησης», σχολιάζει. 



Ανέτοιμη η Πυροσβεστική να αντιμετωπίσει τις απειλές στο δάσος


Οι ελλείψεις του Πυροσβεστικού Σώματος και η αναποτελεσματικότητα της Πολιτικής Προστασίας απέβησαν καταλυτικές για την τραγωδία στο Μάτι. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, ένας βασικός λόγος δεν είναι απλά το ανθρώπινο δυναμικό, ο εξοπλισμός και τα διαθέσιμα εναέρια μέσα, αλλά ουσιαστικά η ίδια η δομική λειτουργία της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. 
Οι πυροσβέστες είναι εκπαιδευμένοι –και με εξοπλισμό προορισμένο – ώστε να επιχειρούν σε αστικές πυρκαγιές. Οι πυρκαγιές των δασών χρήζουν πολύ διαφορετικής αντιμετώπισης κι απαιτούν εντελώς διαφορετικές επιχειρησιακές τακτικές από το… παραδοσιακό κυνήγι με τη μάνικα​Το Σώμα ανέλαβε τη δασοπυρόσβεση τη δεκαετία του 1990 λαμβάνοντας τη σκυτάλη από τα δασαρχεία. Όμως, οι πυροσβέστες είναι εκπαιδευμένοι –και με εξοπλισμό προορισμένο – ώστε να επιχειρούν σε αστικές πυρκαγιές. Οι πυρκαγιές των δασών χρήζουν πολύ διαφορετικής αντιμετώπισης κι απαιτούν εντελώς διαφορετικές επιχειρησιακές τακτικές από το… παραδοσιακό κυνήγι με τη μάνικα και την αναμονή των εναέριων ρίψεων. 

Άλλες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, έχουν αναθέσει την ευθύνη της δασοπυρόσβεσης σε εξειδικευμένο προσωπικό, ικανό να επιχειρεί μέσα στις εστίες, δημιουργώντας με συγκεκριμένη στρατηγική αντιπυρικές ζώνες, καταστρέφοντας στοχευμένα την εύφλεκτη ύλη από όπου αναμένεται να περάσουν οι φλόγες (κόβοντας π.χ. οι ίδιοι τα δέντρα σε συγκεκριμένα σημεία, ώστε η επερχόμενη φλόγα να μην έχει τι να κάψει και να σταματήσει). Η πυροσβεστική επιχειρεί επικουρικά, και η επιστήμη, ουσιαστικά, καθορίζει τον σωστό τρόπο αντιμετώπισης της πυρκαγιάς στο δάσος.

Έχουμε δει στη χώρα μας να συμβαίνει τίποτα από όλα αυτά, παρά το ότι δασολόγοι τα φωνάζουν αυτά χρόνια, και ζητούν να προχωρήσει η θεσμοθέτηση της συνεργασίας της Δασικής Υπηρεσίας με το Πυροσβεστικό Σώμα για τον καλύτερο μεταξύ τους συντονισμό και πιο αποτελεσματικό έργο;

«Είναι σαν να αναθέσαμε σε κτηνίατρο να κάνει εγχείριση ανοιχτής καρδιάς», σχολιάζει σχετικά ο έμπειρος δασονόμος… «Γιατί δεν ξεκινάμε κάποια πιλοτικά προγράμματα, με το παράδειγμα άλλων χωρών, όπως π.χ. να δούμε πώς προστατεύουν οι Γάλλοι τους εθνικούς τους δρυμούς», καταλήγει.



Το δυσοίωνο μέλλον στην εποχή της Κλιματικής Αλλαγής

Η συγκεκριμένη εποχή που διανύουμε δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας για την επιτυχή αντιμετώπιση του προβλήματος, παρά το αντίθετο. Η κλιματική αλλαγή που συντελείται τις τελευταίες δεκαετίες – με ανθρωπογενή αίτια- αναμένεται να επιφέρει έντονους καύσωνες στις μεσογειακές χώρες, πιο συχνές μέγα-πυρκαγιές και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και ερημοποίηση εκτάσεων άλλοτε καταπράσινων.
​Την περίοδο 2021-2050 θα σημειωθεί αύξηση κατά 50% των θερμών ημερών, και μεταξύ 2071-2100 η αύξηση αυτή θα αγγίξει το 100%, ενώ παράλληλα προβλέπονται 30 επιπλέον ημέρες αυξημένου κινδύνου πυρκαγιάςΣύμφωνα με έρευνα του WWF Ελλάς σε συνεργασία με το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, με τίτλο «Το αύριο της Ελλάδας» σχετικά μια πρόβλεψη για τις κλιματικές συνθήκες στην Ελλάδα την περίοδο 2020-2050, οι κάτοικοι μεγάλων πόλεων θα υπόκεινται μέχρι και σε 20 περισσότερες ημέρες καύσωνα – ακόμη πιο έντονου από τους συνηθισμένους. Εκτιμάται δε ότι την περίοδο 2021-2050 θα σημειωθεί αύξηση κατά 50% των θερμών ημερών, και μεταξύ 2071-2100 η αύξηση αυτή θα αγγίξει το 100%, ενώ παράλληλα προβλέπονται 30 επιπλέον ημέρες αυξημένου κινδύνου πυρκαγιάς ανά έτος.

Παράλληλα, η συνολική βροχόπτωση θα μειωθεί, αλλά αναμένεται να αυξηθούν κατά 10-20% οι ακραίες βροχοπτώσεις. Όπως διευκρινίζεται «αυξάνεται ο κίνδυνος τόσο για πλημμυρικά επεισόδια όσο και για εξάπλωση πυρκαγιών στα περιαστικά δάση». 



Οι φωτιές φέρνουν πλημμύρες

Σαν να μην φτάνει η καταστροφή του πράσινου, στην Αττική έχουμε την τάση να μπαζώνουμε και τα ρέματα, ώστε να «κερδίζουμε χώρο». Ο ποταμός Ιλισός έχει μείνει μόνο στα αρχαία συγγράμματα και σε στίχους τραγουδιού, ο Κηφισός έγινε εθνική οδός και τα αποτελέσματα αυτής της πρακτικής τα βιώνουμε κάθε φορά που βρέχει λίγο παραπάνω, σε ορισμένες περιπτώσεις με τραγικά αποτελέσματα (Μάνδρα). Συνολικά έχουμε μπαζώσει το 60% των ρεμάτων, συνολικού μήκους 850 χιλιομέτρων, υπονομεύοντας τη δυνατότητα απομάκρυνσης των υδάτων. 
​Συνολικά έχουμε μπαζώσει το 60% των ρεμάτων, συνολικού μήκους 850 χιλιομέτρων, υπονομεύοντας τη δυνατότητα απομάκρυνσης των υδάτωνΕπίσης, με την απώλεια της βλάστησης αυξάνεται η ένταση και η ποσότητα της επιφανειακής απορροής του νερού, χάνεται η δυνατότητα διήθησής του και ταυτόχρονα προκαλείται διάβρωση του εδάφους. Το νερό όχι μόνο δεν συγκρατείται, αλλά παρασύρει μαζί του και φερτά υλικά απογυμνώνοντας το έδαφος, ιδιαίτερα σε περιοχές με έντονη κλίση. 

«Αντί να κάνουμε διπλάσιες τις κοίτες των ποταμών, τις μπαζώσαμε και τις φτάσαμε στο 1/3. Σε έκτακτο καιρικό φαινόμενο θα επέρχονται τεράστιες πλημμύρες –θα συμβαίνει κάτι τέτοιο κάθε 20 χρόνια- και πάλι θα ψάχνουμε να βρίσκουμε τους ενόχους»... 

zougla.gr