19.2.18

Ήταν φιλόσοφος ο Νίκος Καζαντζάκης;


“Ο Καζαντζάκης δεν ήταν φιλόσοφος. Οι ιδέες του δεν είναι συστηματοποιημένες. Ήταν ένας μεγάλος προβληματιζόμενος ποιητής”.


 Ελένη Οικονομίδου



Πολλά έχουν ειπωθεί για το φιλοσοφικό πιστεύω, του Νίκου Καζαντζάκη (1883 - 1957). Τα πράγματα, όμως, εδώ μπερδεύονται. Για το Ν.Κ., ο Μάρκος Αυγέρης (1884 - 1973) λεει κάπου:  “Ο Καζαντζάκης μεταπηδούσε πολύ εύκολα απ’ τη μια φιλοσοφία στην άλλη”.
Πράγματι σε πολλά και διάφορα πίστεψε, κατά καιρούς ο Καζαντζάκης. Ήταν δαρβινιστής, (Τσιάρλς Ρόμπερτ Ντάργουϊν, 1809 – 1882), στα γυμνασιακά του χρόνια. “Ψόματα μας λένε! Τρισέγγονα των πιθήκων είμαστε”,  έλεγε όταν ήταν ακόμα στο γυμνάσιο (“Αναφορά στον Γκρέκο”). Άρχισε να πιστεύει στον Ανρί Μπερξόν (1859 – 1941), και στο Φρίντριχ Νίτσε (1844 – 19000), όταν έκανε τα μεταπτυχιακά του στη Σορβόννη. Δηλαδή, δέχτηκε τον υπεράνθρωπο του Νίτσε και τ’ αντικοινωνικά κηρύγματα του Μπερξόν. Έγινε μασόνος το 1907 (αυτό μας το λεει ο Παντελής Πρεβελάκης, 1909 - 1986). Άρχισε να δείχνει πως ήταν αντίχριστός απ’ το 1911 (“Ο γάμος είναι το μεγαλύτερο κοινωνικό ψεύδος”, έλεγε στο πατέρα της πρώτης του γυναίκας, Γαλάτειας Καζαντζάκη (1886 - 1962). Και στα 73του έλεγε: “Η δυαδική υπόσταση του Χριστού στάθηκε για μένα βαθύ κι ανεξερεύνητο μυστήριο” (“Αναφορά στο Γκρέκο”, σ. 347).  Έγινε άθεος, όταν έγραφε την “Ασκητική”, το 1923 (η συνείδηση του ήταν ο θεός του Καζαντζάκη). Στην συνέχεια έγινε υλιστής, σοσιαλιστής, κομμουνιστής και λενινιστής, σχεδόν σ’ όλη τη δεκαετία του ΄20. Γράφοντας στη Γαλάτεια λεει για τον κομμουνισμό: “Ο νέος προλετάριος θεός θα συντρίψει όλα τα φρικώδη και άτιμα, πολιτικά, οικονομικά και πνευματικά είδωλα”. 
Στην  “Οδύσσειά” του τον βλέπουμε μηδενιστή. Ο Οδυσσέας του Όμηρου έχει κάποιον προορισμό, προσπαθώντας να επιστρέψει στην Ιθάκη για να νοικοκυρέψει το σπιτικό  και το βασίλειό του, ενώ ο νέος Οδυσσέας περιπλανιέται απ’ εδώ κι απ’ εκεί, εντελώς άσκοπα.
“Η Οδύσσεια είναι μια αλλοπρόσαλλη περιπέτεια. Οι 33. 333 στίχοι παρδαλά φανταχτεροί, λόγια χωρίς κανένα νόημα, χωρίς αγάπη, χαρά, θλίψη, ελπίδα και χωρίς καμιά δικαίωση. Ο Καζ. με τη Οδύσσεια δείχνει το μηδενισμό του και την απαισιοδοξία του. Σ’ όλη τη ζωή του ο Καζ. όργωνε μια ατέλειωτη Σαχάρα που επάνω της δεν άνθησε ούτε ένα πράσινο φυλλαράκι” (Από το γράμμα της Γαλάτειας Καζαντζάκη (1881 – 1962) στο Σουηδό λογοτέχνη Γκούμαρ Άντερσον). (Παράξενα πράγματα συμβαίνουν στον τόπο μας. Μερικοί ιστορικοί της τέχνης λένε πως η Γαλάτεια γεννήθηκε το 1886 και άλλοι πως πέθανε το 1963. Κάνουν έτσι λες και μιλάνε για μια συγγραφέα των αρχαίων χρόνων).
H Έλλη Αλεξίου, όμως, που τον ήξερε καλά τον Καζαντζάκη, δεν τον θεωρεί μηδενιστή, λέγοντας: “Ο Καζαντζάκης δεν ήταν μηδενιστής. Ήταν ατομικιστής. Εξατομικευμένος. Βλέπει το άτομό του σα μονάδα, ν’ αγωνίζεται να επιζήσει” (“Για να γίνει μεγάλος”, σ. 135).
Στη δεκαετία του ΄30 ο Ν.Κ., γίνεται και φασίστας. Παίνεψε τον Αδόλφο Χίτλερ (1889 – 1945), τον Μπενίτο Μουσολίνη (1883 – 1945), τον Φραντζίσκο Φράγκο (1892 – 1975), και τον Ιωάννη Μεταξά (1871 – 1941). Έλεγε εκείνα τα χρόνια για τους φασίστες τύραννους: “Αυτά τα στιβαρά χέρια θα σώσουν την Ευρώπη”. Και για μια περίοδο υπήρξε κάτι σαν καθοδηγητής της νεολαίας του Μεταξά. Στο περιοδικό της ΕΟΝ (Εθνική Οργάνωση Νεολαίας) είχε δημοσιευτεί το παιδικό μυθιστορήματά του, “Στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου”.
Αυτά είναι τα πιο σκοτεινά σημεία της ζωής του Καζαντζάκη. Ίσως να ήταν γερμανόφιλος, επηρεασμένος απ’ το νιτσεϊσμό του. Πάντως, δεν του ταίριαζε να συνεργαστεί με την τετραυγουσιανή τυραννία. Οι ποιητές είναι ηγέτες και σε τέτοιες περιπτώσεις υψώνουν το ανάστημά τους, χωρίς να υπολογίζουν συνέπειες, εμψυχώνοντας το λαό. Μ’ ακόμα και την περίοδο της δοκιμασίας του λαού μας, με την κατοχή, ο Καζαντζάκης, βολτάριζε στην Αίγινα με το Γερμανό στρατιωτικό διοικητή. Στη συνέχεια ο Καζαντζάκης γίνεται πάλι σοσιαλιστής, και στις 30 Μάη του 1945 ιδρύει μια σοσιαλιστική κίνηση μπαίνοντας στην πολιτική. Κι έπεσε πάλι στο μυστικισμό στο υπόλοιπο της ζωής του. 
Ο Καζαντζάκης δεν έκανε για πολιτικός. Από νέος είχε ξεσπάσματα που τον εμπόδιζαν στις σχέσεις του με τους άλλους. Για παράδειγμα, το 1911 βραβεύτηκε το έργο του, “Ο Πρωτομάστορας” κι επειδή ο διαγωνισμός δεν ήταν και τόσο σπουδαίος οι κριτικοί της τέχνης δεν αναφέρθηκαν σ’ αυτό. Ο Καζαντζάκης έγινε φουρνέλο και πέρασε από γενιές δεκατέσσερις, και μάλιστα δια του τύπου, όλους τους κριτικούς: Τον Κωστή Παλαμά (1859 - 1943), τον Γρηγόρη Ξενόπουλο (1867 - 1951), τον Αριστομένη Προβελέγγιο (1850 - 1936) κτλ. Μήπως τα ίδια δεν έκανε κι ο άλλος ευαίσθητος μας, ο Κώστας Καρυωτάκης (1896 - 1928), φτάνοντας στο σημείο ν’ απειλεί με μηνύσεις λογοτεχνικά περιοδικά που δεν αναφέρθηκαν σε μια ποιητική του συλλογή; Βέβαια, όπως όλοι οι ευαίσθητοι έτσι κι ο Καζαντζάκης καλμάροντας, ζήτησε συγγνώμη απ’ τον Παλαμά.
Επίσης μια δόση ήθελε να δανειστεί απ’ την Εθνική Βιβλιοθήκη ένα εικονογραφημένο βιβλίο. Οι κανονισμοί δεν το επέτρεπαν. Ο διευθυντής, όμως, της βιβλιοθήκης, ο ιστορικός Διονύσιος Κόκκινος (1884 - 1967), του είπε:
- Κύριε Καζαντζάκη, σε σας θα κάνω μια χάρη.
Ο Καζαντζάκης έγινε πάλι φουρνέλο και του απάντησε:
- Και ποιος είστε εσείς που νομίζεται πως μπορείτε να μου κάνετε χάρες, και η υπόθεση είχε φτάσει μέχρι και το Υπουργείο Παιδείας.
Επίσης, ο Γεώργιος Παπανδρέου (1888 - 1968), λεει κάπου για τον Καζαντζάκη: “Είχε παραξενιές ο Καζαντζάκης. Πολλές φορές μ’ έβλεπε στο δρόμο και γύριζε το κεφάλι, χωρίς να με χαιρετήσει”.    
Όλα αυτά, και άλλα πολλά, στα οποία αναφέρεται και η Έλλη Αλεξίου, νομίζω πως  δείχνουν,  πως τον Καζαντζάκη τον είχε πιάσει μια κάποια μανία, ή κάτι τέτοιο, με τη λογοτεχνία. Γι’ αυτό, ίσως για να τιμωρήσει τον εαυτό του, για δεκαέξι χρόνια, 1910 – 1926, δεν έκδωσε ούτε δημοσίευσε κανένα έργο του λογοτεχνικού περιεχόμενου. Μάλιστα γι’ αυτά τα χρόνια έγραφε στη Γαλάτεια: “Ποτέ δε θα μπορέσω να εξιστορήσω το μαρτύριό μου”.
Κανείς όμως δε δικαιούται να πει τον Καζαντζάκη σαλτιμπάγκο, ή παλάντζα. Ο Καζαντζάκης, ούτε κορόιδεψε κανέναν, αλλά ούτε και κοροϊδεύτηκε από κανέναν. Υπηρέτησε πιστά και παθιασμένα την κάθε φιλοσοφία με την οποία ήρθε σ’ επαφή. Και ήταν τόση η πίστη του στις νέες ιδέες που συναντούσε στο δρόμο του, ώστε ερχόταν κι αρρώσταινε.
Όλα, λοιπόν, δείχνουν, πως ο Καζαντζάκης, όπως όλοι οι υπερευαίσθητοι, ενθουσιαζόταν εύκολα αλλά κι απογοητευόταν εύκολα, προσπαθώντας από κάπου να πιαστεί. Έγραφε, λοιπόν, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στον Πρεβελάκη: “Ο κόσμος ετούτος, όπου ζούμε είναι τόσο σάπιος, ανάξιος κι ανάξιος ενός μέτριου ακόμα ανθρώπου, που κάθε προσπάθεια να γκρεμιστεί φαίνεται να είναι ιερή” (“Για να γίνει μεγάλος”, σελ. 242). Κι αυτά τα έλεγε κάπου δεκαπέντε χρόνια μετά που ξέκοψε απ’ τον σοσιαλισμό. 

****

Τίποτε απ’ όλα αυτά, που αναφέρω παραπάνω – δαρβινιστής, νιτσεϊστής, κομμουνιστής κτλ - δεν ήταν ο Καζαντζάκης.  Ήταν ένα ατίθασο κι ανήσυχο πνεύμα που δεν έμπαινε εύκολα σε καλούπια. Είχε πάνω του όλα τα γνωρίσματα των κορυφαίων λογοτεχνών, που καλώς ή κακώς, πιστεύουν πως μπορούν, με τα γραψίματά τους, απ’ τη μια μέρα στην άλλη, να σώσουν την ανθρωπότητα, ιδρύοντας ακόμα και δικές τους θρησκείες. Αυτό δεν ήθελαν να κάνουν ο Λέον Τολστόι  (1828 - 1910) μα κι ο Μαξίμ Γκόρκι (1868 - 1936); 
Βέβαια οι θρησκείες του Γκόρκι και του Καζαντζάκη, θα διέφεραν απ’ αυτές που ξέρουμε. Οι δικές τους θα είχαν άλλο χαραχτήρα. Μάλλον θα ήταν ηθικοί κανόνες ζωής. Ο άνθρωπος, δηλαδή, θα μπορούσε να λύσει όλα του τα προβλήματα, χωρίς τη βοήθεια δυνάμεων, που βρίσκονται έξω απ’ αυτόν. Ας δούμε τι λεει για το Θεό ο Νίκος Καζαντζάκης: “Μέχρι τα τώρα αφήσαμε το κουμάντο στα χέρια του Θεού. Μήπως ήρθε η ώρα να το πάρει ο άνθρωπος στα χέρια του;” Και: “Όλοι μας δημιουργούμε το Θεό. Δεν είναι ο Θεός πρόγονος, αλλά απόγονος του ανθρώπου”. Και: “Η παμπόνηρη θρησκεία, που μετατοπίζει τις αμοιβές και τις τιμωρίες στη μελλούμενη ζωή” (“Αναφορά”, σελίδες 386 και 397).
Κι ο Μαξίμ Γκόρκι: “Ο Θεός δεν είναι έξω από μας. Τον έβγαλαν, όμως, μέσα απ’ τον άνθρωπο, επειδή φοβήθηκαν την αποκοτιά της ψυχής του, και τον έβαλαν πάνω από μας, για να καθηλώσουν την ανθρώπινη περηφάνια, τον άνθρωπο που θέλει την ελευθερία του και δεν συγκατανεύει στον ευνουχισμό της” (Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, “Το ψωμί και το βιβλίο, ο Γκόρκι”, Τόμος Β΄, “Σύγχρονη Εποχή”, Αθήνα 1980, σελ. 39).
Ναι, ο Καζαντζάκης ήταν αντιφατικός στη ζωή του και είναι αντιφατικός και στα έργο του. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος (1912 - 1991) λεει για τις αντιφάσεις του Καζαντζάκη: “Αντιφατικά ζωικά ρεύματα μέσα του δεν του επιτρέπουν να βλέπει τα πράγματα με το ίδιο μάτι πάντοτε”. Και: “Περνάει μια περίοδο που νομίζει πως είναι εθνικιστής και μιαν άλλη περίοδο που νομίζει πως είναι κομμουνιστής” (“Νίκος Καζαντζάκης, η αγωνία του και το έργο του”, σ. 27 κι 117).  
Αυτές οι αντιφάσεις, όμως, είναι η γοητεία του Καζαντζάκη. Σε κάθε του έργο, δηλαδή, παρουσιάζεται διαφορετικός και δεν μπορεί εύκολα να τον κατατάξει κανείς  σε μια φιλοσοφία. Θα μπορούσε να πει κανείς, πως ο Κ., ήταν μέγας και τρανός καζαντζακικός!  Δηλαδή οπαδός του εαυτού του.
Στον Πρεβελάκη, για παράδειγμα, έγραφε απ’ τη  Μόσχα: “Το μέλλον ανήκει στην εργατική τάξη”. Και μετά από μερικά χρόνια, στο βιβλίο του “Ταξιδεύοντας στην Κίνα”, λεει άλλα: “Δικαιοσύνη θα πει: ο φύσει δούλος να εχτελεί χρέη δούλου κι ο φύσει άρχοντας χρέη άρχοντα. Γιατί πιστεύω ακλόνητα στην ανισότητα των ανθρώπων. Δεν ανέχομαι καμιά ισότητα. Ο άρχοντας να μείνει άρχοντας... κι ο δούλος - δούλος” (“Ταξίδι Κίνα – Ιαπωνία”, σ. 102).
Γι’ αυτό και η Έλλη Αλεξίου (1895 – 1988), μας λεει: “Τον έθελξε ο Βούδας, ύστερα ο Χρίστός, ύστερα ο Λένιν. Η ουσία, όμως, της διδασκαλίας τους δεν του πήγαινε, αυτού του λάτρη της αυτοδυναμίας και της σκληρότητας. Δεν θα καταδεχόταν ποτέ να εκδηλωθεί οπαδός τους (“Για να γίνει μεγάλος”, σ. 200).   
Κι ο Νικηφόρος Βρεττάκος μας λεει: “Ο Καζαντζάκης δεν ήταν ούτε Νιτσεϊστής, ούτε Χριστιανός, ούτε Κομμουνιστής, ούτε Βουδιστής. Απόμεινε ένας καλής προαίρεσης και αναμφισβήτητης καθαρότητας ανθρωπιστής. ............... Ο Καζαντζάκης υπήρξε ένα από τα ειλικρινέστερα παιδιά του αιώνα του”.

****

Μερικοί κριτικοί και ιστορικοί της λογοτεχνίας θέλουν τον Καζαντζάκη φιλόσοφο. Όχι, δεν ήταν φιλόσοφος. Όλοι οι άνθρωποι φιλοσοφούν, όταν καταπιάνονται με σπουδαία θέματα της ζωής, προσπαθώντας να βρουν μια άκρη. Πολύ περισσότερο ο Καζαντζάκης, που με μερικά γραψίματά του αν δεν την έφτασε την αλήθεια τουλάχιστο την πλησίασε. Ας δούμε τι λένε, γύρω απ’ αυτό το θέμα, μερικοί κριτικοί και βιογράφοι του:
 Η Κλεοπάτρα. Λεονταρίτου που έγραψε πολλά για τον Καζαντζάκη μας λεει: “Ο Καζαντζάκης δεν ήταν ούτε ιστορικός, ούτε κοινωνιολόγος μα ούτε και φιλόσοφος. Ήταν ένας μεγάλος ποιητής, που πρόσφερε πολλά στον άνθρωπο”.
Η Ελένη Οικονομίδου, που κι αυτή μελέτησε τον Καζαντζάκη σε βάθος, αναφέρεται στο θέμα, λέγοντας: “Ο Καζαντζάκης δεν ήταν φιλόσοφος. Οι ιδέες του δεν είναι συστηματοποιημένες. Ήταν ένας μεγάλος προβληματιζόμενος ποιητής”.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος, πάλι, που ανάλυσε και παρουσίασε ολάκερο το έργο του Καζαντζάκη, σ’ ένα βιβλίο του, που έχει τον τίτλο, “Νίκος Καζαντζάκης, η αγωνία του και το έργο του”, μας λεει, για την “Ασκητική”, που είναι το κατ’ εξοχήν φιλοσοφικό κείμενο του Καζαντζάκη: “Η “Ασκητική” του Νίκου Καζαντζάκη δεν είναι ούτε λογοτεχνικό, μα ούτε και φιλοσοφικό κείμενο, αλλά μάλλον λυρικό, και θα έπρεπε να έχει τον τίτλο, “Το λυρικό μου πιστεύω”.
Μα κι ο Καζαντζάκης χαριτολογώντας έλεγε, για την “Ασκητική” του: “Αυτό είναι το λυρικό μου πιστεύω”. Πάντως, η αλήθεια είναι πως τίποτε το νέο δεν προσφέρει στη φιλοσοφική σκέψη, με την “Ασκητική” του. Απλώς αναμασάει  άλλων φιλοσοφίες.  Επίσης, ο Μάρκος Αυγέρης, που έγραψε πολλά για τον Καζαντζάκη και μάλιστα έχουν αξία, αφού τα δημοσίευσε πριν απ’ το θάνατό του λογοτέχνη μας – πριν απ’ το 1957 - μας λεει: “Όλες οι φιλοσοφίες που παραθέτει ο Νίκος Καζαντζάκης στην “Ασκητική” και στ’ άλλα του βιβλία, δε είναι δικές του. Τις πήρε απ’ τους Γερμανούς φιλόσοφους. Όλα, βέβαια, μας τα λεει με δικά του λόγια.  Πάντως, ο ίδιος κοιλοπονάει  τις ξένες φιλοσοφίες. Ο πυρετός είναι δικός του”.
Θα τελειώσω με τον Παντελή Πρεβελάκη, που μελέτησε βαθιά το έργο του Καζαντζάκη, αλλά τον ήξερε κι από κοντά, αφού είχε άπειρες συναντήσεις μαζί του. Επίσης, ο Κ., του είχε στείλει 446 γράμματα. Δίνοντας, λοιπόν, μια διάλεξη στο Ηράκλειο της Κρήτης, το 1977, για τα εικοσάχρονα απ’ το θάνατο του Καζαντζάκη, λεει μεταξύ των άλλων: “Ο Καζαντζάκης δεν ήταν εφευρέτης των ιδεών του. Τις δανείστηκε, από μεγάλους δάσκαλους της εποχής του, ή μυσταγωγούς άλλων εποχών”.
(Γραψίματα της Λεονταρίτου και της Οικονομίδου δεν έχουν πέσει στα χέρια μου, μα ούτε και στη διάλεξη του Πρεβελάκη παραβρέθηκα. Αυτά που λεω τα βρήκα στα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη, από τις εκδόσεις “Ελένη Ν. Καζαντζάκη”, και στα βιβλία της Έλλης Αλεξίου, του Νικηφόρου Βρεττάκου και του Μάρκου Αυγέρη και άλλων κριτικών και ιστορικών της λογοτεχνίας).
 Πρέπει να πούμε, πως ακόμα κι αυτά που άφησε παραγγελιά να γράψουν στο μνήμα του, ο Καζαντζάκης,  - “Δεν ελπίζω τίποτα. Δε φοβούμαι τίποτα. Είμαι λεύτερος.” - τα έλεγε απ’ το 2ο π Χ αιώνα ο Κύπριος φιλόσοφος, ο Δημώναξ: “Μόνον ευδαίμονα εκείνον νομίζω τον μήτε ελπίζοντα τον μήτε δεδιότα”. (Ευτυχισμένο, θεωρώ μόνο  εκείνον που ούτε ελπίζει, ούτε φοβάται τίποτα”).
 Εξάλλου, πάλι,  ο Μάρκος Αυγέρης σημειώνει πως το “Πολέμα απελπισμένος. Αγωνίσου και μην περιμένεις τίποτε”, του Καζαντζάκη, το έλεγε πριν από αυτόν και ο Ισπανός ποιητής Μιγκουέλ Ντε Ουναμούνο (1864 – 1936). Μα κι ο Βουδισμός, που τον μελέτησε σε βάθος ο Καζαντζάκης δεν πατάει πάνω σ’ αυτά; Δεν ταυτίζεται η ματαιότητα του Βουδισμού – “η εξαθλίωση ή οι χαρές της ζωής δεν είναι τίποτε” – με το “ματαιότης ματαιωτήτων πάντα τα ανθρώπινα”, του Χριστιανισμού; Ο Νικηφόρος Βρεττάκος, όμως, μας λέει, κάτι που είναι πολύ σωστό: “Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ματαιότητα από το να κάνεις δόγμα σου και φιλοσοφία σου τη ματαιότητα”, (Νικηφόρος Βρεττάκος, “Νίκος Καζαντζάκης, η αγωνία του και το έργο του)”, σ. 178.
Επίσης, του Καζαντζάκη του άρεσε συνέχεια να φιλοσοφεί, ίσως και να δασκαλεύει.  Γι’ αυτό και ο φιλόλογος, κριτικός και ιστορικός της τέχνης, ο Κωνσταντίνος Δημαράς (1904 – 1992), τον λεει εντελώς λαθεμένα βέβαια παιδαγωγό. Ή μάλλον ο Δημαράς ήξερε το τι έλεγε κι έκανε. Ρίχτηκε στον κορυφαίο της λογοτεχνίας μας, για να φανεί αρεστός στην εκκλησία μα και στην άρχουσα τάξη της Ελλάδας. Λεει, λοιπόν, για τον Καζαντζάκη: “H ασφαλέστερη τοποθέτηση του είναι μάλλον στην ευρύτερη ιστορία της παιδείας, παρά στην λογοτεχνική ιστορία της Ελλάδας”.
Είναι ν’ απορεί κανείς με τις αυθαιρεσίες των κριτικών της τέχνης. Μα επιτρέπεται ένα λογοτέχνη παγκόσμιου κύρους, που προτάθηκε τόσες φορές για το Βραβείο Νόμπελ, και που το μυθιστόρημά του, “Βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά”, πήρε το Α΄ Βραβείο ξένου μυθιστορήματος στο Παρίσι, το 1954, και που του έδωσαν  όλες οι σοσιαλιστικές χώρες – η μισή ανθρωπότητα - το 1956, το Βραβείο Ειρήνης  – ξέχωρα τα βραβεία που πήρε στην Ελλάδα – να τον αμφισβητεί ο Δημαράς;
Εάν ο Δημαράς τα πίστευε αυτά που έλεγε για τον Καζαντζάκη, είναι σωστά αυτά που λεει ο Τζωρζ Μπέρναντ Σω (1856 – 1950), για τους κριτικούς της τέχνης: “Η χαζή ομοταξία των ανθρώπων, που νομίζουν πως τα ξέρουν όλα”.
Πάντως, είτε έτσι είτε αλλιώς, ο Καζαντζάκης πάντοτε θα διαβάζεται. Με την παγκόσμια κακοδρομία αν δεν είναι επίκαιρο το ένα του βιβλίο  θα είναι το άλλο. Το έργο του θα προχωράει στους αιώνες, άλλοτε δασκαλεύοντας, άλλοτε εμψυχώνοντας τους λιπόψυχους κι άλλοτε σιχτιρίζοντας τους κακόψυχους. Είναι αξιοθρήνητοι αυτοί που τα βάζουν μαζί του. Τα βόλια τους δεν έχουν εμβέλεια – πυροτεχνιματάκια είναι... – και δεν μπορούν πια να τον αγγίξουν. Μήπως, όμως, τα βάζουν με το μεγάλο Καζαντζάκη, για ν’ ακουστεί το δικό τους μικρό όνομα; Οι καιροί είναι ύποπτη κι όλα παίζονται.


Μας εστάλη από το συνεργάτη μας 
 Γιώργο Μακρίδη-
Αυστραλία