7.9.17

Οι πραγματικότητες στην άμυνα και οι δηλώσεις του Προέδρου



Του δρα Άριστου Αριστοτέλους

Πρώην Βουλευτή, ειδικού σε θέματα Άμυνας και Στρατηγικής


Είναι κατανοητό οι κυβερνήσεις  να προβάλλουν το έργο και τα επιτεύγματα τους, και μακάρι  η θετική εικόνα που περιέγραψε ο πρόεδρος της Δημοκρατίας για την άμυνα και την Εθνική Φρουρά (ΕΦ) κατά την πρόσφατη επίσκεψη του στο ΓΕΕΦ,  να αντανακλούσε την πραγματικότητα.
Αποτελούν όμως ευσεβοποθισμό για ένα υποβαθμισμένο αλλά κρίσιμο τομέα που διαχρονικά απαιτούσε σοβαρούς και όχι ευκαιριακούς χειρισμούς για αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής του.   
Είναι αλήθεια ότι στο πολιτικά δημοφιλές θέμα της μείωσης της στρατιωτικής θητείας ο πρόεδρος επέδειξε, όπως ανάφερε, «αποφασιστικότητα». Αυτό προφανώς πιστώνεται πολιτικά στη διακυβέρνηση του. Το πρόβλημα όμως είναι με ποιο τίμημα γίνεται αυτό για την άμυνα και για τον τόπο;  Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας με το νυν υπουργό Άμυνας, πολιτικά σκεπτόμενοι, αποφάσισαν εν μία νυκτί άμεση και όχι κλιμακωτή εφαρμογή της δεκατετράμηνης θητείας και πρόσληψη Συμβασιούχων Οπλιτών (Σ.Ο.). Αυτά ωστόσο εν αγνοία του Αρχηγού και της στρατιωτικής ηγεσίας οι οποίοι προειδοποιούσαν εγγράφως για τις σοβαρές συνέπειες και τα κενά που θα δημιουργηθούν στη λειτουργία, αποτελεσματικότητα και μαχητική ικανότητα της Ε.Φ.,  ενώ αμετάβλητη παρέμενε η τουρκική στρατιωτική απειλή. Συνεπώς η «αποφασιστικότητα»  με την οποία λήφθηκε η απόφαση αυτή  δεν πρέπει να προσμετρείται με το πολιτικό ή κομματικό όφελος ενόψει επερχόμενων τότε και σήμερα εκλογών αλλά με το κόστος και τις συνέπειες επί της εθνικής άμυνας και ασφαλείας που είναι πολύ μεγάλες.
Υπό διαφορετικές συνθήκες θα μπορούσε όντως να ήταν σωστή η διατύπωση του προέδρου ότι «αναβαθμίζουμε την επιχειρησιακή ικανότητα του στρατού μας με προσλήψεις επαγγελματιών». Ωστόσο η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Πρώτο οι αριθμοί των προσληφθέντων επαγγελματιών δεν είναι αρκετοί για να συμπληρώσουν το κενό σε ανθρώπινοι δυναμικό που δημιουργείται ένεκα της άμεσης και δραστικής  μείωσης  της θητείας κατά δέκα μήνες – χωρίς τεχνολογικά και εξοπλιστικά αντισταθμίσματα – καθώς και του μειωμένου ρυθμού γεννητικότητας και του γεγονότος ότι αρκετοί Σ.Ο. εγκαταλείπουν τη δύναμη ανακαλύπτοντας πως οι συμπεριφορές και τα δεδομένα απασχόλησης δεν είναι αυτά που ανάμενα ή τους είχαν υποσχεθεί. Δεύτερο,  ένας επαγγελματίας στρατιώτης θα μπορούσε πράγματι να αποδώσει καλύτερα από ένα κληρωτό σε ορισμένους τομείς μετά από κάποιο χρονικό διάστημα υπηρεσίας – όχι βέβαια σπαταλώντας τη προσφορά του π.χ. σε σκοπιές,   αγκαρίες και μαγειρεία. Και αυτό με την προϋπόθεση ότι θα γινόταν «επιστημονικά» σωστή πρόσληψη, στελέχωση και διάθεση των απαραίτητων εφοδίων, όπως και επαρκής χρόνος για εκπαίδευση – πράγματα που δύσκολα μπορούν να βρεθούν στην ελλιπώς εξοπλισμένη, ανεπαρκώς οργανωμένη και επικίνδυνα υποστελεχομένη Ε.Φ. Τρίτο με τις επικρατούσες συνθήκες η Ε.Φ. για να φτάσει στα αριθμητικά επίπεδα παλαιότερων εποχών χρειάζεται όχι 3.000 Σ.Ο. αλλά προσλήψεις πέραν των 6.000 και ακόμη άλλους τόσους  για να γίνει υποφερτή η σύγκριση με τις 43.000 των κατοχικών δυνάμεων.
Κι ενώ η κατάσταση στην Ε.Φ. έχει ως αναφέρεται πιο πάνω, η οικονομική κρίση αλλά και οι προτεραιότητες της κυβερνητικής πολιτικής έχουν υποβαθμίσει τον τομέα της άμυνας σε άνευ προηγούμενου επίπεδα – από τα μέσα της δεκαετίας του ’80: Οι αμυντικές δαπάνες ως ποσοστό επί του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) είναι σήμερα από τις χαμηλότερες  που υπήρξαν  ποτέ. Απορροφούν γύρω στο 1,6% του ΑΕΠ σε σύγκριση με 7,4% το 1992/93, 4,1% το 2000 και 2% το 2010 αλλά ούτε και υλοποιούνται. Καμία αξιόλογη αγορά οπλισμού δεν έχει πραγματοποιηθεί. Μάλλον μειώσεις σε άρματα μάχης και σε κάποια πυροβόλα έχουν σημειωθεί. Μετ’ εμποδίων αντιμετωπίζονται ζητήματα συντήρησης υφιστάμενων οπλικών συστημάτων ή και εξασφάλισης ανταλλακτικών. Πολεμικό υλικό περιέρχεται σε αχρηστία ένεκα φυσιολογικής φθοράς, τα δε υπάρχοντα αποθεματικά ουδόλως δύνανται να κριθούν ως ικανοποιητικά. Αναπόφευκτα τα στοιχεία αυτά επηρεάζουν τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά τον αμυντικό τομέα. Επιδρούν αρνητικά στον ήδη δυσμενέστατο συσχετισμό δυνάμεων με τα κατοχικά στρατεύματα της Τουρκίας και πλήττουν σημαντικούς πυλώνες του δόγματος και της κύριας αποστολής της Ε.Φ. και ασφαλώς την οποιασδήποτε  «αποτρεπτική ικανότητα» και «διαπραγματευτική ισχύ» της Κυπριακή Δημοκρατίας.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω δεδομένων τίθεται το εξής ερώτημα: Πώς έχει διαμορφώσει αυτήν την ωραιοποιημένη και μη ρεαλιστική εικόνα για την άμυνα και την Ε.Φ. ο πρόεδρος της Δημοκρατίας; Από πού προκύπτει ο «εκσυγχρονισμός» της άμυνας όπου «βιώνουμε», λέει,  τον «ποιοτικό μετασχηματισμό» και «αναβάθμιση της επιχειρησιακής ικανότητας του στρατού μας»;  Από που βλέπει ότι επιτυγχάνεται «αποτρεπτική δύναμη που μας δίνει ισχύ στις διαπραγματεύσεις», «διασφαλίζοντας» μάλιστα «τις νέες ανάγκες της ενεργειακής ασφάλειας που απαιτεί μια κυρίαρχη χώρα»; Δυστυχώς, με την πλήρη και αδιαμφισβήτητη τουρκική αεροπορική και ναυτική υπεροχή στην περιοχή, με παντελώς ανύπαρκτες αντίστοιχες κυπριακές στρατιωτικές δυνάμεις και υποβαθμισμένο το υπόλοιπο δυναμικό, με την Ελλάδα – για την οποία καμία αναφορά δεν γίνεται στις δηλώσεις - να αδυνατεί ένεκα απόστασης και μέσων να βοηθήσει, ο στόχος αυτός είναι εξωπραγματικός. Οι  διακηρύξεις λοιπόν και επισημάνσεις του προέδρου για την άμυνα και την ΕΦ  απέχουν από την πραγματικότητα και αποτελούν μάλλον ευσεβοποθισμό. Η άμυνα για να αναβαθμιστεί χρειάζεται πόρους και ασφαλώς συνεπή, μακροπρόθεσμο και σοβαρό προγραμματισμό και όχι ευκαιριακούς χειρισμούς για την προσκόμιση πολιτικών οφελών από τους εκάστοτε κρατούντες.