8.12.16

Ερωτική Λογοτεχνία: το δυσκολότερο είδος



“Αλίμονο στον άντρα που μπορούσε να πάει με μια γυναίκα και δεν το ’καμε.
Αλίμονο στη γυναίκα που μπορούσε να πάει μ’ έναν άντρα και δεν το ’καμε”.
Νίκος Καζαντζάκης


Του συνεργάτη μας Γιώργου Μακρίδη*

Η ερωτική λογοτεχνία είναι το δυσκολότερο είδος. Σ’ αυτήν ο συγγραφέας πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή “επαγρύπνηση”, ελέγχοντας τον ψυχοπνευματικό κόσμο – τη διάθεση – του αναγνώστη του. Να μην τον αφήνει, δηλαδή, αβοήθητο όταν φτάνει στα επικίνδυνα όρια του σκανδαλισμού, αλλά να τον παίρνει, με τα στιβαρά πνευματικά του μπράτσα και  πηγαίνοντάς τον κάπου αλλού και να τον “λυτρώνει”.
Γι’ αυτό ακόμα και μεγάλοι λογοτέχνες δεν καταπιάστηκαν με την ερωτική λογοτεχνία. Όχι από ακαταδεξιά, αφού οι περισσότεροι, ο καθένας με τον τρόπο του, μας λένε πως: “Ο μεγαλύτερος ευεργέτης της ανθρώπινης ψυχής είναι ο έρωτας”. Και πως: “Στον έρωτα βρίσκεται το τελευταίο όριο της ανθρώπινης ευτυχίας” (Γκυ Ντε Μωπασαν, 1850 - 1893). Και πως: “Ο έρωτας είναι αίσθημα ουράνιο”. Και: “Μια μόνο ευτυχία παραδέχομαι, που τριγυρίζει πάνω στη γη και που συμπυκνώνεται μέσα σε μια λέξη μόνο: στον έρωτα”   (Λέον Τολστόι, 1828 - 1910).  
Δεν την αγγίζουν, λοιπόν, την ερωτική λογοτεχνία, μάλλον για να μην μπουν στον μπελά της  “επαγρύπνησης”, που τους κουράζει. Άλλο είναι, δηλαδή, το να περιγράψει ένα τοπίο κάποιος λογοτέχνης, ή να εξωτερικεύσει τα συναισθήματα ενός ήρωα του έργου του, ή επιτέλους να περιγράψει ένα περιστατικό, κι άλλο το να καταγράψει μια ερωτική σκηνή. Στην πρώτη περίπτωση, ακόμα κι αν κάνει κάποιο λάθος δε θα χαλάσει ο κόσμος. Στη δεύτερη, όμως, με μια αδεξιότητά του, μπορεί να γίνει ακόμα και πορνογράφος.
Κι εξηγούμαι. Ας πούμε πως σ’ ένα μεγάλο μυθιστόρημα 500 σελίδων υπάρχουν και πενήντα σελίδες αποτυχημένες. Ε, δεν είναι και μεγάλο το κακό. Δηλαδή, το βιβλίο δε θέλει πέταμα, αφού υπάρχουν οι υπόλοιπες 450 σελίδες. Εάν, όμως, σ’ ένα ερωτικό μυθιστόρημα υπάρχουν έστω και μερικές αποτυχημένες σειρές, που να σκανδαλίζουν τον αναγνώστη, ολάκερο το βιβλίο θέλει πέταμα, γιατί πέφτει στην κατηγορία του πορνογραφήματος.
Πώς, όμως, τα καταφέρνει ο συγγραφέας της ερωτικής λογοτεχνίας να μπαίνει μες στην ψυχή των αναγνωστών του και να ξέρει πως κινδυνεύουν να πάθουν; Νομίζω, πως δε δυσκολεύεται, παίρνοντας σα μέτρο τον εαυτό του. Κι αυτός άνθρωπος είναι. Κι αυτός είναι ο πρώτος αναγνώστης του γραψίματός του. Όταν, λοιπόν, γράφοντας, πάει ο νους του στο πονηρό, δηλαδή, σκανδαλίζεται, σταματάει. Σιγουρεύεται πως τα έχει θαλασσώσει.
Πώς, πάλι, όπως λέω στην αρχή, ο συγγραφέας τα καταφέρνει ν’ απομακρύνει το νου του αναγνώστη απ’ την τολμηρή σκηνή και να τον λυτρώνει; Ο κάθε λογοτέχνης ακολουθεί διαφορετικό δρόμο, προσπαθώντας ν’ αποσπάσει την προσοχή του αναγνώστη του απ’ την τολμηρή σκηνή, την κρίσιμη στιγμή. Βέβαια, ο καλός λογοτέχνης σε “υποχρεώνει” πρώτα να τ’ ακούσεις όλα... και μετά σε “σώζει”. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, πρώτα παθαίνει κανείς και μετά λυτρώνεται.
Ο Εμίλ Ζολά (1840 - 1902), για παράδειγμα, που περιγράφει άκρως τολμηρά ερωτικά επεισόδια, με κάθε λεπτομέρεια, κάνει σχεδόν πάντοτε περίπου το εξής. Μετά την ερωτική πράξη και προτού ο αναγνώστης ξεπεράσει τα όρια της “αντοχής” του, βάζει τη ματιά της σμιγμένης γυναίκας να πέσει πάνω σ’ έναν, ας πούμε, πίνακα ζωγραφικής, που είναι κρεμασμένος στον τοίχο του δωματίου. Και ιδροκοπώντας, ο Ζολά, μ’ ένα πλούσιο λεξιλόγιο, με μεταφορές και παρομοιώσεις, καταπιάνεται με την περιγραφή του πίνακα. Σε πιάνει, δηλαδή, μες στα γρανάζια της τέχνης του και προσπαθώντας να τον παρακολουθήσεις, έχεις ξεχάσει την ερωτική σκηνή: έχεις λυτρωθεί.
Ο Χόρχε (Ζόρζε) Αμάντο (1912 - 2001), πάλι, βασισμένος στη συγγραφική του ικανότητα, μας μιλάει ακόμα και για τον “παρά φύσιν” έρωτα, χωρίς καθόλου να μας προκαλέσει κι αναστατώσει. Τι κάνει ο Αμάντο; Λοιπόν, όταν η ερωτική πράξη φτάσει στ’ αποκορύφωμά της, δημιουργεί ένα επεισόδιο, ακόμα και με ξυλοδαρμούς και σε λυτρώνει. Πότε μπαίνει στην κάμαρη ο απατημένος σύζυγος και πότε η μάνα του παραστρατημένου, ή παρασυρμένου νέου. Εδώ φαίνεται η συγγραφική μαεστρία του Αμάντο, αφού όλες αυτές τις φασαρίες πρέπει να τις περιγράψει, να τις ζωντανέψει, κατακεραυνώνοντας τον αναγνώστη του μ’ απανωτές ολοζώντανες εικόνες. Αλλά, συνάμα, να σκιαγραφήσει σωστά και τον ψυχοπνευματικό κόσμο των δυο κατηγοριών ηρώων του έργου του: αυτών που έχουν λόγους να οργιστούν, αλλά και των άλλων που έχουν πάλι λόγους να νιώσουν τύψεις για κάποιο λάθος, ή παραστράτημά τους. Όμως, όλα αυτά, θέλουν ατράνταχτη λογοτεχνική πένα.
Ο Αλμπέρτο Μοράβια (1907 - 1990), πάλι, που είναι πρωτομάστορας της ερωτικής λογοτεχνίας – ο καλύτερος – και που τα λεει όλα όξω απ’ τα δόντια, δε χρειάζεται να λυτρώσει κανέναν, αφού δεν υπάρχει κίνδυνος σκανδαλισμού. Ούτε ένας προδιατεθειμένος – ψυχοπαθής – αναγνώστης δε θα μπορούσε να σκανδαλιστεί – να θεραπευτεί ναι... – διαβάζοντας τ’ άψογα από κάθε μεριά κείμενα του Μοράβια. Εδώ πρόκειται για τέχνη ανώτερης μορφής, που πολλές φορές δεν τη χωράει τ’ ανθρώπινο μυαλό. Αναφέρεται, δηλαδή, ο Μοράβια σε τολμηρότατες ερωτικές σκηνές, έχοντας όμως την ικανότητα να τα λεει όλα τόσο φυσικά, τόσο ήρεμα και πειστικά. Με μια αφέλεια – την καβαφική αφέλεια – μας μιλάει όπως η μάνα μας μες στο σπίτι. Όπως καλημερίζουμε τον γείτονά μας, ή όπως λεει ένα παραμύθι η γιαγιά στα εγγονάκια της. Ναι, είναι ν’ απορεί κανείς με την τέχνη του Μοράβια. Να σου μιλάει, δηλαδή, για τόσο τολμηρά και σκανδαλιστικά πράγματα και να μην περνάει ούτε σα σπίθα η πονηράδα απ’ το νου σου. Είναι, δηλαδή, σα να μας λεει:
“Όλα αυτά που διαβάζεται είναι μες στην καθημερινή σας ζωή. Δεν είναι προστυχόλογα, αφού κι εσείς τα λέτε μεταξύ σας. Ούτε πρόστυχες πράξεις είναι, αφού κι εσείς τις αποζητάτε, για να περάσετε μερικές ευτυχισμένες στιγμές”.
Έτσι ακριβώς έχουν τα πράγματα. Έχουμε φτάσει, δυστυχώς, στο σημείο να μας σοκάρει μια λέξη που έχει να κάνει με την ερωτική πράξη – γαμήσι, τσιμπούκι - ή ακόμα και με τις φυσικές μας λειτουργίες – χέσιμο, κλάσιμο - λες κι ο έρωτας προορίζεται για εξωγήινα όντα και οι φυσικές λειτουργίες δεν είναι δικές μας.  Γι’ αυτό, “όπως πάμε, στο τέλος θα σιχαθούμε και τους εαυτούς μας” (Γιώργος Ιωάννου, 1927 - 1985).
Γι’ αυτό κι ο Γιάννης Ρίτσος (1909 - 1990), δίνοντας μια συνέντευξη, λίγο πριν απ’ το θάνατό του, λεει, πολύ σωστά, μεταξύ των άλλων, και τα παρακάτω: “.................. Όταν μιλάμε, ή γράφουμε το κάθε πράγμα πρέπει να το λέμε με τ’ όνομά του. Τα γεννητικά όργανα πρέπει να τα λέμε όπως όταν κάνουμε έρωτα με τη φίλη μας....................................... Η αξιοπρέπεια που βλέπουμε γύρω μας, είναι αναξιοπρέπεια.
(Τον Γιώργο Ιωάννου τον είχα φιλόλογο σ’ ένα νυχτερινό αχούρι, στην Καλλιθέα της Αθήνας. Παραξενευόμουν, λοιπόν, που τον άκουγα να λεει στις μαθήτριες, που κάθονταν δίπλα στα παράθυρα και μάλιστα σε μια κυρία που ήταν γύρω στα 45:
“Σας παρακαλώ κυρία μου ανοίγετε το παράθυρο, γιατί μου φαίνεται πως κάποιος έχει κλάσει, εδώ μέσα”. Το έλεγε, όμως, τόσο σοβαρά και πειστικά που δε σήκωνε γέλια. Ο Ιωάννου ήταν πολύ αυστηρώς τύπος ανθρώπου και δε σήκωνε χαχανητά μες στην τάξη.  Μια μέρα, λοιπόν, όταν γίναμε κάπως φίλοι τον ρώτησα και αφού γέλασε χορταστικά μου είπε:
“Επίτηδες το κάνω... Να ξεμάθουν και να μη σοκάρονται με τέτοιες λέξεις.., που δεν είναι βρώμικες. Δεν υπάρχουν βρόμικες λέξεις, αλλά βρόμικοι άνθρωποι”).   
Επίσης είναι πέρα για πέρα λαθεμένο αυτό που λέγεται για μερικούς ποιητές. Πως, δηλαδή, όταν γράφει κανείς ερωτικά ποιήματα είναι, σώνει και καλά, ερωτιάρης, σκανδαλιάρης, ερωτομανής και τρέχα γύρευε. Όχι, όσοι τα λένε αυτά, έστω και σαν αστεία, δεν ξέρουν από ποίηση. Το ποίημα δεν είναι ερωτικό γράμμα, ή ραβασάκι και για να το γράψει κανείς πρέπει να έχει αποτοξινωθεί και απαλλαγεί εντελώς από την ερωτική διάθεση, ή επιθυμία – την ώρα του γραψίματος εννοώ – διαφορετικά θα τα μουσκέψει. Γι’ αυτό οι ποιητές αναφέρονται, συνήθως, σ’ ερωτικές επιθυμίες τους, που αφορούν το παρελθόν. Θα ήταν καλύτερα, βέβαια, αν αναφερόμουν στον ήρωα ενός ποιήματος κι όχι στον ίδιο τον δημιουργό. Δεν πρέπει, δηλαδή, να επηρεαζόμαστε απ’ τον τρόπο γραφής: αν το ποίημα είναι γραμμένο στο πρώτο πρόσωπο. Έτσι μπαίνουμε σε λαθεμένους δρόμους κι αφήνοντας το ποίημα στην πάντα, καταπιανόμαστε με τον ίδιο τον ποιητή. Ε, όχι διαβάζοντας, δηλαδή, ένα ερωτικό ποίημα του καψερού του Κώστα Καβάφη (1863 - 1933), να λέμε: “Ποπό, ανώμαλες επιθυμίες που είχε ο Καβάφης”. Όχι, ακόμα κι αν υπάρχουν, μες στο ποίημα, τέτοιες επιθυμίες.... και κουραφέξαλα, δεν τις είχε ο ποιητής, αλλά ο ήρωας του ποιήματός του. Γιατί: “Το μόνο νόμιμο δικαίωμα που έχουμε για ένα δημιούργημα είναι να εξετάζουμε αν είναι καλό ή όχι, τίποτ’ άλλο” (Κώστας Βάρναλης, 1883 - 1974). Αυτό του Βάρναλη το λέω συνέχεια γιατί μου αρέσει.
Επίσης, μ’ έναν ακατανόητο ή ύποπτο τρόπο, προσπαθούν μερικοί κριτικοί της λογοτεχνίας, μ’ ακόμα και ποιητές, ν’ αποστασιοποιηθούν απ’ το σαρκικό έρωτα. Λένε, δηλαδή, καμιά φορά: “Είναι μεν ερωτική ποίηση αλλά όχι σαρκική” και αηδίες. Ντιπ ακαταλαβίστικα πράγματα. Ενώ: “Η σαρκική ένωση δεν είναι παρά το επισφράγισμα στην ένωση των ψυχών” (Στρατής Μυριβήλης, 1890 – 1969). Και: “Όποιος ζει μακριά απ’ τη σεξουαλική ζωή είναι άνθρωπος νεκρός” (Βίκτωρ Ουγκώ, 1802 – 1885).
Τέλος, αυτοί που κακολογούν τον αγνό έρωτα, μες στον οποίον συνυπάρχουν ένα σωρό πράγματα – η καλομοιρασιά, η αγάπη, η στοργή, η ειρηνοφιλία – που επιδρούν ευεργετικά στη διαμόρφωση του χαραχτήρα μας, στην ουσία εκπορνεύουν τους νέους, σπρώχνοντάς τους μες στα γρανάζια του βρώμικου αγοραίου έρωτα, που στα σίγουρα είναι διαστροφή κι ας τον βλέπουμε σαν κανονικότητα. Γιατί “όταν ο έρωτας γίνεται ανταποδοτικός, όταν γεννάει υλικές υποχρεώσεις και θέλει να καλύψει ανάγκες, μετατρέπεται, χωρίς να το καταλαβαίνεις σε ασκήμια” (Βασίλης Κολοβός 1946 – ).
Ο νέος, λοιπόν, που ρέπει η γέρνει προς τον αγοραίο έρωτα, έρχεται άθελά του κι αγριεύει, αφού καθόλου δεν αγαπάει, ή συμπαθεί, ή πονάει την πόρνη - την κακολογεί κι από πάνω - αλλά απλώς τη χρησιμοποιεί σαν εργαλείο. Βέβαια για την πόρνη ο άντρας δεν είναι ούτε καν εργαλείο, αλλά παράς.... Μόνο τα λεφτά έχει στο νου της. Πως δηλαδή, θα τον “ικανοποιήσει” για να ξαναπάει. Κι επειδή στις απάνθρωπες σχέσεις του αγοραίου έρωτα δεν υπάρχει ίχνος καλομοιρασιάς (ο άντρας ας πούμε πως ικανοποιείται, ενώ η γυναίκα υποκρίνεται, κατά τον πιο απαίσιο τρόπο), ο νέος μπορεί εύκολα να γίνει ακόμα και βιαστής, μα και σάτυρος... και τρέχα γύρευε. Μπορεί, όμως, να πάει ακόμα πιο πέρα ο αγοραστής του έρωτα και να γίνει ακόμα κι εκμεταλλευτής (τύραννος, βασανιστής, σαδιστής). Μήπως στις σχέσεις εκμεταλλευτή κι εκμεταλλευόμενου υπάρχει το στοιχείο της καλομοιρασιάς, της αγάπης ή του πόνου; (Τον αγοραίο έρωτα θα μπορούσαμε να τον πούμε και χυδαίο, ή βρώμικο, ή πρόστυχο, ή απάνθρωπο).


 *Γιώργος Μακρίδης
Λογοτέχνης-Θεατρικός Συγγραφέας
από τη μακρυνή Αυστραλία