22.12.16

Ο δικός μου Μαραθώνιος

Γράφει ο συνεργάτης μας Γιώργος Μακρίδης*



“Υπάρχουν και καλά παιδιά, άαχ, άαχ,
που έχουνε χρυσή καρδιά.”
Στέλιος Καζαντζίδης


Με το που τέλειωσα το δημοτικό μ’ έπιασε μια χρηματομανία που δε λέγεται. Ήταν καλοκαίρι και είχα δυο δουλειές. Το πρωί είχα τα κουλούρια. Σηκωνόμουν στις πέντε και πηγαίνοντας στο σταθμό του ηλεκτρικού τρένου σε 2 – 3 ώρες ξεπουλούσα μια τάβλα, ξεροψημένα Θεσσαλονίκης. Τα βράδια πήγαινα σ’ ένα καλοκαιρινό σινεμά και σε λιγότερο από μια ώρα – μόνο στα διαλείμματα δούλευα – έκανα ακόμα ένα μεροκαματάκι.
Έλα, όμως, που δε χαλάλιζα στον εαυτό μου ούτε την ανάπαυση της μέρας. Οι ανάγκες του σπιτιού ήταν πολλές, απ’ τη μια κι απ’ την άλλη, δεν ήθελα να μας λυπούνται, οι συγγενείς, οι γείτονες, οι μαγαζάτορες και τρέχα γύρευε. Αυτήν την κάλπικη λύπηση – ναι, τέτοια ήταν! -  προσπαθούσα με τις τοσοδούτσικες δυνάμεις μου να πετάξω από πάνω μας.
Είπα, λοιπόν, να πουλήσω παγωτά. Είχαμε στην Καλλιθέα ένα μεγάλο πρατήριο γνωστής εταιρείας. Έλα, όμως, που δε μου έδινε καρότσι ή τρίκυκλο ποδήλατο, ο κυρ Βλάσης, ο πρατηριούχος, μάλλον από ενδιαφέρον.
- Δεν κάνεις γι’ αυτήν τη δουλειά. Είσαι μικρός ακόμα και θα σακατευτείς, μου είπε, όταν του έκανα κουβέντα.
- Ε, δώστε μου ένα ποδήλατο.    
- Χε, χε, χε... Με τι πόδια θα το καβαλήσεις;
- Θα το σπρώχνω.   
– Θα σου βγαίνει η ψυχή με τους παλιόδρομους.
- Ε, τότε δώστε μου ένα καρότσι.
- Όχι... Αυτά κι αν είναι σαράβαλα, με σιδερένιες ρόδες και χωρίς ρουλεμάν.
Έλα, όμως, που εγώ, ο μικρομέγαλος, δεν το έβαζα κάτω και μετά τα κουλούρια, κάθε μέρα, πήγαινα στο πρατήριο και μάλιστα καθόμουν στο πλατύσκαλο του γραφείου του κυρ Βλάση. Όλο έκανα υπολογισμούς μέσα μου. Πόσα, δηλαδή, θα κέρδιζα πουλώντας κι εγώ παγωτά. Θύμωνα κιόλας. Με κάποια πρόωρη πνευματική ανάπτυξη που είχα – αυτό το λεω κι αλλού - πέρναγα τον εαυτό μου για άντρα πια και νόμιζα πως τάχατες μ’ έριχναν, ή με υποτιμούσαν, ή κορόιδευαν οι μεγάλοι.
Ένα πρωί κι όταν εγώ ήμουν στη θέση μου – στο πλατύσκαλο – και οι παγωτατζήδες, στη μεγάλη αυλή,  ετοίμαζαν άλλοι τα καρότσια κι άλλοι τα τρίκυκλα ποδήλατα, ήρθε το φορτηγό – ψυγείο, της εταιρίας. Αφού το άδειασαν, πηγαίνοντας τα κιβώτια  με τα παγωτά στα ψυγεία του πρατηρίου, ο οδηγός κι ο βοηθός του, άνοιξαν τις πόρτες του ψυγείου, σταματώντας πρώτα τα μοτέρ. Στη συνέχεια πήγαν στο γραφείο και κουβέντιαζαν με τον κυρ Βλάση. Ο οδηγός δείχνοντας τους έφηβους, που λιγδιασμένοι ετοίμαζαν τα καρότσια τους, είπε:
- Τα λυπάμαι, μωρέ, αυτά τα παιδιά... Φτωχός είναι ο τόπος μας, γαμώ το.
Ο κυρ Βλάσης πετάχτηκε απ’ τη θέση του λες και τον τσίμπησε καμιά μύγα τσε – τσε και του είπε θυμωμένα:
- Φτωχά είναι τα μυαλά σου! Ρε ο τόπος μας τα έχει όλα. Οι πλούσιοί μας είναι αχόρταγοι. Κι από χρυσάφι να ήταν τα βουνά της Ελλάδας, δε θα χόρταιναν αυτούς τους άπληστους.
- Χε, χε, χε.... Τώρα, Βλάση, άρχισες τα γνωστά αριστερά σου κηρύγματα, είπε ο βοηθός κάπως κοροϊδευτικά.
- Ρε παιδιά δεν υπάρχουν φτωχά κράτη. Λέμε φτωχά σχεδόν όλα τα κράτη της Αφρικής, της Νότιας Αμερικής και μερικά της Ασίας. Ναι, αλλά κι εκεί αν υπήρχε καλομοιρασιά, δε θα υπήρχε φτώχια. Όλοι θα είχαν τ’ απαραίτητα. Χε, χε, χε... Πότε μιλάμε για φτωχούς; Χε, χε, χε... Μόνο όταν υπάρχουν πλούσιοι.
Από τότε σχεδόν αγάπησα τον κυρ Βλάση. Τέτοιους ανθρώπους έψαχνα να βρω από μωρό ακόμα: κανονικούς. Δηλαδή, όσο δε μου άρεσαν οι “κακοί” άλλο τόσο δε μου άρεσαν και οι “καλοί”. Στο κάτω της γραφής ήταν επιχειρηματίας, με την κούρσα του και τα ρέστα. Στη συνέχεια, ο κυρ Βλάσης, δείχνοντας εμένα είπε στον οδηγό:
- Ρε, παιδί, αυτό το σαμιαμίδι μου έγινε στενός κορσές. Τα σαράβαλα, όμως, που έχουμε δεν κάνουν για την ηλικία του. Ήρθαν τα νέα καρότσια;
- Αμέ. Και είναι πρώτο πράμα. Οι ρόδες έχουν ρουλεμάν και είναι με σαμπρέλες, όπως οι βέσπες. Αυτά μπορείς να τα σπρώξεις με το ένα δάχτυλο.
Τότε είπε σε μένα ο κυρ Βλάσης:
- Ρε μπόμπιρα, έρχεσαι να διαλέξεις ένα καρότσι να ησυχάσω κι από σένα;
- Άκου λεει!
Λοιπόν, κάθισαν οι τρεις τους μπροστά στο φορτηγό κι εμένα μ’ έβαλαν στο ψυγείο, με κλειστά βέβαια τα μοτέρ. Κούρνιασα σε μια γωνιά, μες στο βαθύ σκοτάδι, και μ’ έπιασε μια τρομάρα που δε λέγεται. Είχα δει πολλά έργα στο σινεμά με έλλειψη οξυγόνου κι ασφυξία. Ο χώρος βέβαια ήταν τεράστιος και δεν θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο. Με τα πολλά φτάσαμε στο εργοστάσιο. Ήταν  κάπου στα Μεσόγεια, δηλαδή  κάπου τριάντα πέντε χιλιόμετρα απ’ την Καλλιθέα.
Αφού διάλεξα το καρότσι που ήταν κομμένο και ραμμένο στα μέτρα μου – θα μπορούσα να το πηγαίνω φυσώντας – μου είπε ο κυρ Βλάσης:
- Λοιπόν, φύγαμε. Θα μας πάει με τ’ αυτοκίνητό του ένας υπάλληλος της εταιρίας που μένει στην Αμφιθέα.
- Και το καρότσι μου!
- Χε, χε, χε... Μη χολοσκάς είναι καπαρωμένο. Τα ψυγεία δεν κάνουν τέτοιες μεταφορές. Όλο, όμως, και θα έρθει κάνα φορτηγό, στην Καλλιθέα. Σε λίγες μέρες θα το έχουμε.
- Και γιατί να μην το πάω εγώ σήμερα, του είπα έχοντας στο νου τα λεφτά που θα έχανα, περιμένοντας να μας το φέρουν.
- Που θα το πας, ρε παιδάκι μου; Είσαι καλά; Θα το σπρώχνεις για τριάντα πέντε χιλιόμετρα;
- Χε, χε, χε... Γιατί όχι; Όταν θα βγαίνω στο σιργιάνι με  τα παγωτά θα κάνω παραπάνω χιλιόμετρα τη μέρα, πηγαίνοντας πέρα δώθε.
Ολάκερη μέρα, λοιπόν, ίδρωνα και ξεΐδρωνα σπρώχνοντας το καρότσι, χωρίς να βάλω μπουκιά στο στόμα μου. Μάλιστα, βιαζόμουνα κιόλας έχοντας στο νου τη βραδινή δουλειά μου, στο σινεμά.
Φτάνοντας στην Καλλιθέα το πρατήριο ήταν κλειστό και πήγα το καρότσι στην αυλή του δωματίου μας. Μόλις με είδε η μάνα μου, κατακουρασμένο κι αναμαλλιασμένο,  τρόμαξε και μου είπε παραπονιάρικα:
- Τι θα γίνω εγώ μ’ εσένα; Τι είναι αυτό πάλι, γιαβρί μου;
- Χε, χε, χε... Καρότσι για παγωτά. Δεν το βλέπεις;
- Καλά δε σου φτάνουν οι δυο δουλειές; Όπως πας θ’ αρρωστήσεις.
- Μα δεν το καταλαβαίνεις πως εγώ θ’ αρρωστήσω, απ’ το κακό μου; Να μου κάνεις τη χάρη και να μην ανακατώνεσαι στις δουλειές μου. Έχω σκυλοβαρεθεί να μας λυπάται ο ένας κι ο άλλος. Χε, χε, χε... Μανίτσαμ’ να λελέβω σε. Εξέρω ντε φτάω. (Μανούλα μου, να σε χαρώ, ξέρω τι κάνω). Από αύριο ο παράς θα τρέχει απ’ τα μπατζάκια μας.
Η μάνα μου δεν ήταν χρηματόφιλη. Συνάμα ενδιαφερόταν για τα παιδιά της. Είχε καταλάβει, όμως, πως πατώντας τα έντεκα – δώδεκα μου χρόνια δεν μπορούσε πια να με κουμαντάρει και αν και δεν είχα καλό όνομα... στη γειτονιά – όλοι οι άκαπνοι μ’ έλεγαν αλήτη – καθόλου δεν πειραζόταν. Εγώ δεν είχα πάνω μου ούτε μια σταλιά αλητεία. Ύστερα, τσιγκούνης δεν ήμουν, μα ούτε και χρηματόφιλος. Μάλλον ήμουν αρκετά σπάταλος. Τι να σπαταλήσεις, όμως, αυτά που δεν έχεις; Μερικές φορές, ας πούμε, βρισκόμουν 4 – 5 χιλιόμετρα απ’ το σπίτι κι ενώ είχα λεφτά τσιγκουνευόμουν και τις δυο δραχμές για το λεωφορείο, πηγαίνοντας με τα πόδια. Γιατί; Γιατί κι αυτό το δίφραγκο το χρειαζόμασταν. Γι’ αυτό η μάνα μου δεν άκουγε κανέναν. Μάλιστα για να με καλμάρει μου έλεγε συνέχεια:
- Μην ακούς, γιαβρί μου, αυτά που λένε. Σάματις ξέρουν τα προβλήματά μας; Αυτοί ενδιαφέρονται μόνο για τους τύπους. Κάνε ό, τι καταλαβαίνεις. Έχει γούστο να μην ξέρω το παιδί μου.
Λοιπόν, κάπως πλύθηκα. Σαχλαμάρες δηλαδή... Τρεχούμενο νερό δεν είχαμε και κάναμε ένα κόλπο, για το καθημερινό “πλύσιμο”. Μούλιασα και σαπούνισα, δηλαδή, μια μικρή πετσέτα και πασάλειψα το πρόσωπο και τα χέρια και σκουπίστηκα με μια στεγνή πετσέτα. Στη συνέχεια άλλαξα ρούχα και παίρνοντας λίγο ψωμί και μερικές ελιές, ντουγρού για το σινεμά.
Μετά από τόσα χρόνια έχω μια απορία: πού την εύρισκα την τόση όρεξη για δουλειά μα και πώς άντεχα. Νομίζω πως τρεις ήταν οι λόγοι. Πρώτα ήταν η πρόωρη ανάπτυξή μου. Όλα τα παιδιά αυτής της κατηγορίας – σα μέτρο παίρνω τον εαυτό μου, να ξηγιόμαστε – μπορούν να ξεχωρίζουν τα σημαντικά απ’ τ’ ασήμαντα της ζωής. Ε, το σημαντικό για μας ήταν να ορθοποδήσουμε. Αυτό έκανα κι εγώ. Το ξυπόλυτο τάγμα της γειτονιάς – τα παιδιά της ηλικίας μου – παίζανε “κλέφτες κι αστυνόμους” κι εγώ βασανιζόμουν κοιτώντας τον ουρανό. Σάματις είχαμε ραδιόφωνο, για να ξέρουμε και τα δελτία καιρού; “Έχει γούστο να βρέξει αύριο και να μην πάω καλά με τα παγωτά…”, σκεφτόμουν.
Ο δεύτερος λόγος; Γιατί δεν μπορούσα να κάνω τίποτ’ άλλο. Να γίνω κλεφτρόνι; Ίσως από ανάγκη να έφτανα και μέχρι εκεί. Θα υπολογίσει κανείς τους νόμους και τις θρησκείες όταν του λείπει και το ξεροκόμματο; Ναι, αλλά..., έβλεπα κάτι φιλαράκια μου που συνέχεια είχαν τραβήγματα με την αστυνομία για ψιλοπράγματα. Αυτοί ήταν οι υποψήφιοι Γιάννηδες - Αϊ Γιάννηδες...
(Κάποτε, στην Αθήνα, με βουρκωμένα μάτια, μου είχε πει ένας εβδομηντάρης οικογενειάρχης: Το ήξερα πως τ’ αγόρια μου τα βράδια το έριχναν στα κλεψίματα. Τι μπορούσα να κάνω; Να τους έλεγα να μείνουν στο κονάκι μας περιμένοντας να πεθάνουν απ’ την πείνα;)
Νομίζω, όμως, πως υπήρχε και κάτι άλλο, που μ’ έσπρωχνε στην εξοντωτική δουλειά: τα ψέματα που μας έλεγαν, οι άνθρωποι του συστήματος: οι δάσκαλοι, οι κληρικοί, οι πολιτικοί, οι δικαστές και τρέχα γύρευε. Πως, δηλαδή, πολλά μπορούσε να κάνει κανείς, δουλεύοντας: να γίνει ακόμα και πλούσιος. Αυτά είναι παραμύθια για μικρά παιδιά. Όταν αυτά που κερδίζεις δουλεύοντας, δε φτάνουν ούτε για τ’ απαραίτητα, τίποτε δεν μπορείς να κάνεις. Το σύστημα δε σ’ αφήνει. Θα είσαι μες στη χτυπητή μιζέρια μια ολάκερη ζωή. Δηλαδή, θες δε θες, γίνεσαι στο έπακρο ολιγαρκής και λιτοδίαιτος: ακίνδυνος για το σύστημα. 
****
Το πρωί απ’ τα χαράματα, βρέθηκα στο πρατήριο. Κι όταν οι άλλοι, κυρίως οι νέοι,  καμάρωναν το καρότσι μου, εγώ έλεγα μέσα μου: “Θα βρέξεις κώλο..., να φας ψάρι.... Ρε μάγκες, κοτζάμ μαραθώνιο ξεπέταξα γι’ τ’ αποχτήσω”.
Έλα, όμως που όλα τα είχα υπολογίσει χωρίς τον ξενοδόχο: την ετοιμασία του καροτσιού, με τον πάγο και τα ρέστα. Τα δωδεκάχρονα μπράτσα μου... δε με βοηθούσαν. Αυτό ήταν σκέτο μανίκι. Έπρεπε να θρυψαλιάσω δυο κολώνες πάγου, μ’ ένα δύσκολο χειροκίνητο μηχάνημα. Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτό. Ήταν και το πολύ δυνατό χτύπημα του πάγου μαζί με χοντρό αλάτι. Λοιπόν, μες στα τοιχώματα του καροτσιού, που είχανε και μια κάποια μόνωση, ήταν ένα μεταλλικό δοχείο. Η σερπαντίνα, που δεν έχει να κάνει τίποτε με τις σερπαντίνες – κορδέλες – που ρίχνουμε στις απόκριες. Ανάμεσα στη σερπαντίνα και το τοίχωμα υπήρχε ένα κενό κάπου 15 πόντους. Εκεί, έπρεπε να βάλω ένα στρώμα πάγου και στη συνέχεια χοντρό αλάτι και να το χτυπήσω μ’ ένα πολύ βαρύ πλακουτσωτό ξύλο. Αυτό θα γινόταν συνέχεια μέχρι να φτάσω στην κορφή.
Δεν τα καλοξέρω αυτά τα πράγματα. Το σίγουρο, όμως, είναι πως έχουμε μια κάποια χημική ένωση, ή κάτι τέτοιο κι έτσι ο πάγος με το αλάτι δημιουργεί την κατάψυξη. Μάλιστα, πολύ γερή αφού συντηρεί τα παγωτά ολάκερη τη μέρα.
Λοιπόν, όσο κι αν το ήθελα, όσο κι αν παρίστανα τον μεγάλο, δε θα μπορούσα να φτάσω μέχρι εκεί. Μου έλειπαν οι δυνάμεις. Ζήτησα βοήθεια από πολλούς, αλλά τίποτε. Δεν το έκαναν από κακία. Ο καθένας κοίταζε να ετοιμάσει το δικό του καρότσι. Ύστερα, δεν ήταν και παίξε - γέλασε η ετοιμασία. Σου έτρωγε αρκετή ώρα. Κι άντε να περιμένεις κι άλλο μέχρι να δημιουργηθεί η κατάψυξη και να στοιβάξεις τα παγωτά μέσα στη σερπαντίνα.
Κάθισα, λοιπόν, σε μια γωνιά και σκεφτόμουν παραπονιάρικα πρώτα το μαραθώνιό μου – τριάντα πέντε χιλιόμετρα, μωρέ! - κι έπειτα τους παράδες που θα έχανα.
- Εφτά μέρες τη βδομάδα επί τόσα τη μέρα και επί τόσους μήνες..., μα κάνουν τόσα: μια μικρή περιουσία, σκεφτόμουν, χαϊδεύοντας με τσαντίλα τ’ αδύνατα μπράτσα μου.
Μπούχτισα, λοιπόν, και ήμουν έτοιμος να του δίνω, παρατώντας το καρότσι, που με τόσο κόπο και λαχτάρα απόχτησα, όταν ήρθε κοντά μου ο Βλαντιμίρ Κοτρώφ. Το επίθετό του προερχόταν απ’ το Κοτρίδης.
(Ο Κότρον, στα ποντιακά είναι ο βλάκας, ο χαζός. Απ’ αυτό κατά τη συνήθεια των αρχαίων ελλήνων, βγαίνει το Κοτρ- ίδης, απ’ την Ελλάδα πάλι το Κοτρ-όπουλος, απ’ την Τουρκία το Κότρ-ογλου και απ’ τη Ρωσία το Κοτρ-ώφ).
Μου είπε, λοιπόν, χαμογελώντας ο Βλαντιμίρ:
- Νέπε, μη χολοσκάντς... Εγώ θα εφτάγω και τεσόν το καρότς. (Βρε μη στεναχωριέσαι. Εγώ θα ετοιμάσω και το δικό σου το καρότσι). 
Ο Βλαντιμίρ ήταν φρεσκοφερμένος πόντιος απ’ τη Σοβιετική Ένωση. Την οικογένειά του κι αυτόν κάπως τους ήξερα. Για μερικούς μήνες μένανε σε τσαντίρι, στη γωνία Σκρα και Δοϊράνης, στην Καλλιθέα. Τον λέγανε “Ζουμπά”, γιατί ήταν πολύ κοντός. Μα δεν έφτανε ούτε για να φτιάξει το καρότσι του κι ανέβαινε πάνω σ’ ένα ξυλοκιβώτιο. Ήταν όμως τρομερά χεροδύναμος. Πολλές φορές καλαμπουρίζοντας οι άλλοι, ξεσυνερίζονταν, ο ένας τον άλλον, κάνοντας διάφορα κόλπα για να δείξουν τη δύναμή τους. Μετά που τους νικούσε όλους κάποιο παλικάρι.., του έλεγε χαμογελώντας ο Βλαντιμίρ:
- Χε, χε, χε... Ρε παιδί, θέλεις να δοκιμάσεις κι εμένα;
Ο άλλος, χαμογελούσε ειρωνικά, ή έβαζε τα χορταστικά κοροϊδευτικά γέλια. Όταν, όμως, ερχόταν η ώρα της δοκιμασίας.... την πατούσε. Γι’ αυτό οι φίλοι του Βλαντιμίρ τον έλεγαν και “Κουταλιανό”.
Τον έλεγαν επίσης κι “ασυμβίβαστο”. Λοιπόν, τους πόντιους που έφερναν απ’ τη Σοβιετική Ένωση τους έπιανε η παντοδύναμη ασφάλεια και τους έλεγε:
- Πρώτα θ’ αλλάξετε τα ονόματά σας. Τι είναι αυτά τα Βάνια, Γιούρα και τα ρέστα. Θα πάρετε ελληνικά ονόματα, απ’ τη θρησκεία μας, ή απ’ τους ένδοξους πρόγονούς μας. Επίσης, θα λετε πως στη Σοβιετική Ένωση ψωμολυσσούσατε. Δεν είχατε σπίτια της προκοπής, ρούχα κτλ. Κι εμείς θα σας δώσουμε προσφυγικά σπίτια με προτεραιότητα και καλές δουλειές (Αυτά τα λεω κι αλλού).
Η αλήθεια είναι πως οι περισσότεροι συμβιβάστηκαν. Στο τσάκα – τσάκα αλλάξανε τα ονόματά τους, κάνοντας κι αντισοβιετική προπαγάνδα. Όπου κι αν βρίσκονταν έλεγαν τα ίδια και τα ίδια, λες και είχαν μαγνητόφωνο στο στόμα. “Τα σπίτια μας ήταν τρώγλες.... Τα ρούχα μας ήταν κουρέλια... και δεν είχαμε αρκετό φαγί, ούτε γιατρούς, ούτε φάρμακα και νοσοκομεία...” (Έχει καλαμπούρι η υπόθεση. Λες και τα μεγάλα επιτεύγματα, στη Σοβιετική Ένωση, σ’ όλους τους τομείς – αυτά τα ξέρει όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς - τα έκαναν τρωγλοδύτες...)  Αυτούς, λοιπόν, τους λέγαμε “συμβιβασμένους”.
Υπήρχαν, όμως, έστω και λίγοι – περήφανοι άνθρωποι - που ούτε τα ονόματά τους άλλαξαν, μα ούτε άνοιγαν το στόμα τους, μιλώντας για τη Σοβιετική Ένωση: ούτε υπέρ μα ούτε και κατά. Αυτούς τους λέγαμε “ασυμβίβαστους”.
Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν ο Βλαντιμίρ και οι δικοί του. Τέσσερις ήταν: η μάνα του, η θεία Σάσια και τα παιδιά της: ο μεγαλύτερος ο Βλαντιμίρ. Όταν ήρθαν ήταν τριάντα πέντε χρονών, ο αδελφός του ο Μίσιας τριάντα χρονών και η αδελφή τους η Αλιόνα που ήταν γύρω στα είκοσι πέντε. Ο πατέρας τους είχε πεθάνει πριν από χρόνια.
Όταν γνωριστήκαμε με τον Βλαντιμ.ίρ και μάλιστα γίναμε αδελφικοί φίλοι, κι ας με περνούσε κάπου είκοσι πέντε χρόνια, μου τα είπε όλα:
- Τα ελληνικά προξενεία, στις δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης, ήταν καργαρισμένα με υπαλλήλους, που πήγαιναν γύρω – γύρω ψαρεύοντας τους σοβιετικούς πολίτες, ποντιακής καταγωγής, που ήθελαν να έρθουν στην Ελλάδα. Για προπαγάνδα, μωρέ μας έφεραν. Ποιος τους δίνει το δικαίωμα ν’ ανακατώνουν εμάς και τον πόνο μας με τις βρωμιές τους; Και η  Ελλάδα, που είναι μια πορδή..., δεν κοιτάζει τα χάλια της, αλλά παίζοντας το παιχνίδι του καπιταλισμού, θέλει να μπαίνει στα ρουθούνια κοτζάμ Σοβιετικής Ένωσης. Χε, χε, χε... Μας έταζαν όλα τα καλά του κόσμου και μας έβαλαν σε τσαντίρια. Το τσαντίρι, γαμώ το, είναι για εκστρατείες ή για μια ανάγκη, όπως οι σεισμοί, κι όχι για δεκαετίες.
Στην ασφάλεια όλοι τους είχαν πει τα ίδια:
- Αυτά είναι τα ονόματά μας και δεν τ’ αλλάζουμε. Μ’ αυτά τα ονόματα κάναμε τα χαρτιά μας στο ελληνικό προξενείο. Γιατί τα δέχτηκαν τότε;
- Ήρθατε για να κάνετε προπαγάνδα, τους έλεγαν οι αστυνομικοί.
- Εσείς μας φέρατε.
- Με τα μυαλά που σέρνετε, ούτε σπίτια θα πάρετε, αλλά ούτε δουλειές θα σας δώσουμε.
- Ούτε σπίτι θέλουμε μα ούτε και τις δικές σας δουλειές. Κι αφού δεν μπορούμε να πάμε πίσω, θα δουλέψουμε.
Λοιπόν, ο Βαντιμίρ κι ο Μίσιας έγιναν οικοδόμοι. Η Αλιόνα δούλευε για χρόνια σαν υφαντουργός στη Σοβιετική Ένωση. Μάλιστα είχε και πτυχίο. Γι’ αυτό την άρπαξε αμέσως ένας εβραίος που είχε ένα μικρό υφαντουργείο στην Καλλιθέα. Μάλιστα απ’ την αρχή κιόλας αφού ήξερε ένα σωρό πράγματα, έγινε προϊσταμένη. Η θεία Σάσια έπλεκε απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ κάτι σάλια για τις τουρίστριες. Φαίνονταν μάλλινα ενώ ήταν από συνθετικό μαλλί. Αυτά, ο Μίσιας και η Αλιόνα τα πουλούσαν τα βράδια, στην Ομόνοια και το Σύνταγμα, στις ξένες.
Στο τσαντίρι, έμειναν μόνο τρεις μήνες. Και δεν καταδέχτηκαν ούτε να βάλουν τα ονόματά τους στις λίστες για τα προσφυγικά σπίτια, που τα έλεγε, ο Βλαντιμίρ “κλουβάκια”. Αυτοί, μετά το τσαντίρι, νοίκιασαν ένα μεγάλο σπίτι σχεδόν ετοιμόρροπο. Αφού το επισκεύασαν κάπως, έστησαν μια μεγάλη και πολλή έξυπνη επιχείρηση.
Λοιπόν, φαίνεται πως ήρθαν από μια δημοκρατία της Σοβιετικής Ένωσης, όπου υπήρχαν πολλοί μουσουλμάνοι. Κι αυτό γιατί η θεια Σάσια δούλευε εκεί για χρόνια σε μια βιοτεχνία παρασκευής γλυκών ταψιού: μπακλαβάς, κανταΐφι, σάμαλι κτλ. Αυτά, δηλαδή, που έχουμε και στην Ελλάδα. Ναι, αλλά κι εμείς από του τούρκους τα έχουμε πάρει.
Αφού, λοιπόν, μερεμέτισαν κι έβαψαν το σπίτι, η θεία Σάσια, σταμάτησε τα πλεξίματα κι άρχισε να φτιάχνει γλυκά ταψιού. Μετά τη δουλειά τους, βέβαια, τη βοηθούσαν και οι άλλοι. Στην αρχή, για μερικούς μήνες, πήγαιναν τα γλυκά για ψήσιμο στο φούρνο. Μετά πήραν έναν μεταχειρισμένο, αλλά μεγάλο φούρνο κι έκαναν τα ψησίματα στο σπίτι. Κι ο Βλαντιμίρ ήταν ο πρώτος που άρχισε μια πρωτοφανέρωτη στην αγορά επιχείρηση με τα γλυκά. Βέβαια, τα γλυκά ταψιού υπήρχαν στα ζαχαροπλαστεία, γαλακτοπωλεία κλπ. Ο Βλαντιμίρ, είχε αρχίσει όμως, να τα διανέμει στα περίπτερα και τα ψιλικατζίδικα, στην Καλλιθέα και στα κοντινά προάστια: Νέα Σμύρνη, Αμφιθέα, Μοσχάτο και βάλε.
Επίσης, ο Βλαντιμίρ, ούτε κατά της Σοβιετικής Ένωσης μιλούσε, ούτε υπέρ. Ή μάλλον δεν ξόδευε ενέργεια έτσι για το τίποτε, κάνοντας φτηνή πολιτική. Βέβαια, οι φίλοι του τον τσιγκλούσαν, κάνοντάς πολλά καλαμπούρια. Του έλεγαν, δηλαδή:
- Τι έγινε, ρε Βλαδίμηρε Κοτρίδη; Παίζεις κι εσύ ποδόσφαιρο; (Αυτό το έλεγαν για τον Καλλιθιώτη μεγάλο ποδοσφαιριστή, αλλά ωραίο και σεμνό άνθρωπο, τον Μπάμπη Κοτρίδη).
- Λοιπόν, παιδιά, να ξηγιόμαστε, τ’ όνομά μου είναι Βλαντιμίρ Κοτρώφ, τους έλεγε αυτός.
Επίσης του έλεγαν:
- Ρε Κουταλιανέ, γαμώτο, ψωμολυσσούσατε στη Σοβιετική Ένωση;
Αυτός σήκωνε το κεφάλι κοιτώντας τον ουρανό κι έλεγε:
- Άδικα ετοιμάσαμε, ρε παιδιά, τα καρότσια. Μου φαίνεται πως θα βρέξει σήμερα.

****

Σταματάω εδώ, μιλώντας γι’ αυτήν την τόσο προκομμένη αλλά συνάμα και περήφανη οικογένεια – όλοι στην Καλλιθέα γι’ αυτούς κουβέντιαζαν – για να μιλήσω για τα δικά μου. Λοιπόν, αυτό είναι απίστευτο, αλλά αληθινό: για δυο καλοκαίρια μου ετοίμαζε το καρότσι ο Βλαντιμίρ. (Τώρα... μ’ έχουν πιάσει τα βουρκώματα...) Μάλιστα, ακόμα και τις μέρες, που είχε άλλες δουλειές και δεν έβγαινε ο ίδιος για παγωτά, ερχόταν στο πρατήριο, μόνο και μόνο για το δικό μου καρότσι. Ούτε μια μέρα δε με ξέχασε. Βλαντιμίρ..., έι Βλαντιμίρ!
Λοιπόν, εγώ, γυροφέρνοντας τους δρόμους, έκανα κάπου 30 – 40 δραχμές τη μέρα. Καλούτσικα λεφτά, βέβαια, αφού το εργατικό μεροκάματο, στα εργοστάσια, δεν ξεπερνούσε τις 60 δραχμές.
Ο Βλαντιμίρ είχε μια τρίκυκλη μοτοσικλέτα, που είχε την καρότσα πίσω και βάζοντας πάνω δυο καρότσια, χωρίς τις ρόδες βέβαια, πήγαινε σε μακρινές παραλίες της Αττικής.
Μια μέρα, λοιπόν, μου είπε:
- Ρε Πέτρο, πόσα κάνεις τις Κυριακάδες;
Εγώ, έτσι για φιγούρα, τις 30 – 40 δραχμές τις φούσκωσα και του είπα:
- Ε, όπως και να γίνει...., δεν κάνω 60 – 70 δραχμές.
- Μπράβο ρε Πέτρο. Λοιπόν, τι θα έλεγες αν ερχόσουν μαζί μου τις Κυριακάδες; Θα σου δίνω ένα κατοστάρικο και δε θα κουράζεσαι και τόσο. Επίσης, θα τρως καλά κάνοντας και τα μπανάκια σου.
- Έγινε ρε Βλαντιμίρ, γαμώ το... Αρκεί να είμαστε παρέα.
Μα την αλήθεια τόσο τον αγαπούσα, βλέποντάς τον σαν πατέρα, ή αδελφό μου, που θα μπορούσα να πάω μαζί του και χωρίς λεφτά. Λοιπόν, αυτός ξέροντας πως το Σάββατο βραδύ, αφού είχα τον σινεμά, πήγαινα αργά στο κρεβάτι – μετά τις μία – πρώτα ετοίμαζε το καρότσι και μετά ερχόταν και μ’ έπαιρνε, κατά τις δέκα το πρωί και πηγαίναμε σε μια παραλία κοντά στο Μαραθώνα. Αυτός την άραζε σε μια σκιά κι εγώ γυρόφερνα τους λουόμενους. Είχε φτιάξει ένα, ας το πω, κασελάκι, που τα τοιχώματά του είχαν μια κάποια μόνωση. Το γέμιζα παγωτά και μ’ ένα λουρί το περνούσα στο λαιμό.
Βέβαια, ο Βλαντιμίρ έκανε καλά λεφτά, αλλά ήταν και χουβαρντάς, όχι μόνο μ’ εμένα αλλά και με τον εαυτό του. Ας πάρουμε το φαί μας. Φτωχοί άνθρωποι ήμασταν. Θα μπορούσαμε να τη βγάζουμε με ψωμί, ελιές, φέτα και τα ρέστα. Ο Βλαντιμίρ δεν ήξερε από τέτοια. Το μεσημέρι, και μάλιστα την ώρα της μεγάλης κίνησης, σταματούσαμε, για φαί κι ανάπαψη. Μάλιστα, πηγαίναμε όχι σε κουτούκια και φτηνοταβέρνες, αλλά στα παραλιακά μαγαζιά, τα λεγόμενα εξοχικά. Εκεί για πρώτη φορά, μα και τελευταία..., έφαγα μπριζόλες και βάλε στη θράκα.
Για το φαγί μου έλεγε, ο Βλαντιμίρ:
- Ρε Πέτρο, νηστικό αρκούδι δε χορεύει.
Και για την ανάπαψη:
- Πετράκη, το γαϊδούρι όταν το πολυφορτώσεις, έρχεται και γονατίζει.
Βέβαια, μερικές φορές ξεπουλούσαμε. Άδειαζαν και τα δυο καρότσια. Η αλήθεια είναι πως ο Βλαντιμίρ έκανε φουρτούνες, αφού πουλούσαμε τα παγωτά 50% πάνω απ’ την τιμή τους. Ε, τότε έδινε και σε μένα αντί για εκατό δραχμές διακόσες. Δηλαδή κι εγώ έκανα μικροφουρτούνες, αφού έβγαζα παραπάνω από τρία εργατικά μεροκάματα, ξέχωρα το καλό φαγί, αλλά και τη νόστιμη παρέα.   
****
Δυο καλοκαίρια πήγαινα με τον Βλαντιμίρ, τις Κυριακάδες βέβαια. Το χειμώνα μ’ έβλεπε καμιά φορά στο δρόμο και ήξερε πως δεν είχα δεκάρα στην τσέπη. Οι δουλειές του ποδαριού – κουλούρια, παγωτά κτλ – είχαν καλά λεφτά, αλλά δεν ήταν  και τόσο σίγουρες. Είχαμε και πολλές αβαρίες. Βγαίναμε, ας πούμε με κουλούρια και πέφταμε πάνω σ’ ένα κακόψυχο αστυφύλακα, που όχι μόνο μας έδιωχνε, απ’ τις “τουριστικές ζώνες” - οι ξένοι δεν έπρεπε να ξέρουν τη μιζέρια μας – αλλά έριχνε κάτω και τα ξεροψημένα Θεσσαλονίκης και τα τσαλαπατούσε. Δηλαδή, μαζί με το κέρδος χανόταν και το κεφάλαιο. Με τα παγωτά; Φορτώναμε τα καρότσια και βγαίναμε στη γυροβολιά και πλάκωνε μια νεροποντή και τα θαλάσσωνε. Και το χειρότερο: το πρατήριο δεν έπαιρνε επιστροφές παγωτών. Ο Βλαντιμίρ δεν είχε πρόβλημα με τα περισσεύματα, γιατί είχε δικό του μεγάλο εμπορικό ψυγείο κατάψυξης στο σπίτι. Μάλιστα αρκετές φορές έβαζα κι εγώ τα δικά μου περισσεύματα εκεί. Και στο σινεμά, πάλι, με τις γκαζόζες έκανα καλά λεφτά. Έλα, όμως, που όταν ένας γειτονικός κινηματογράφος είχε ταινία, ας πούμε, με το Θανάση Βέγγο, εμείς κυνηγούσαμε μύγες. Ύστερα, στα καλοκαιρινά σινεμά είχαμε πάλι και τη βροχή. Τους χειμερινούς δεν τους ήθελα. Δεν είχαν ψωμί. Ιδιαίτερα τις καθημερινές δούλευες πολλές ώρες για το τίποτα.
Το χειμώνα, λοιπόν, όταν μ’ έβλεπε, μου έλεγε ο Βλαντιμίρ:
- Παιδί, τσίμπα δυο κατοστάρικα και θα σου τα κρατήσω όταν ανοίξουν οι δουλειές. Πότε δε μου τα ζητούσε.
Πολλές φορές, αφού τσέπωνα, τα λεφτά πήγαινα μαζί του όταν έκανε τη διανομή των γλυκών και στη συνέχεια πήγαινα και στο σπίτι τους.
- Έλα ρε Πέτρο στο σπίτι να σε δουν και οι άλλοι να τους δεις κι εσύ. Το νου σου όμως μη σου ξεφύγει τίποτε για τα δυο κατοστάρικα, στη μάνα μου, δηλαδή. Χε, χε, χε... Καλή είναι η Σάσια μου, αλλά όπως ξέρεις πολύ σφικτοχέρα.
Ε, τι να έκανε η γυναίκα; Πετσί και κόκαλα είχε μείνει για να βοηθήσει τα παιδιά της και τα κατάφερε. Εκεί, λοιπόν, έτρωγα και πεντανόστιμα ρώσικα φαγητά. Ένα μόνο θυμάμαι. Αυτό το έκανε, αργά και που, και η μάνα μου. Κι αυτή απ’ τη Σοβιετική Ένωση είχε έρθει. Το λένε πορτς. Το έφτιαχναν από χοιρινό με μπόλικα λάχανα και κόκκινη σάλτσα. Επίσης, μου άρεσαν και τα πιροσκί, κρεατόπιτες, δηλαδή. Αργότερα, αυτά τα πουλούσα το χειμώνα. Τα προμηθευόμουν από έναν άλλον ρωσοπρόσφυγα πόντιο, τον θείο Βάνια. Ήταν κοντόχοντρος, ανοιχτόκαρδος κι αγαθός άνθρωπος, αλλά λόγω ηλικίας και βάρους..., δεν μπορούσε πια να γυροφέρνει τους δρόμους ο ίδιος.

****

Πήγαινα κι έβλεπα ταχτικά τον Βλαντιμίρ και την οικογένειά του κι όταν πια μεγάλωσα, μέχρι τον ξεπατρισμό μου. Δυο φορές τους είδα και στις Μαραθώνιες Πορείες Ειρήνης. Ο Βλαντιμίρ, εκτός από κάτι ξεσπάσματα του, ποτέ δεν κουβέντιαζε μαζί μου, για πολιτική και τέτοια, όταν ήμουν μικρός. Μόνο, που στην Πορεία Ειρήνης, την πρώτη φορά χαμογελώντας μου είπε:
- Χε, χε, χε... Κι εμείς, όπως, βλέπεις ρε Πέτρο, εδώ είμαστε, οικογενειακώς. Χε, χε, χε... Ρε λείπει ο Μάρτης απ’ τη σαρακοστή; Ή μήπως σου πέρασε απ’ το νου, πως είμαστε τίποτε μπουρζουάζοι; Εσύ τουλάχιστο το ξέρεις, πως για να σταθούμε στα πόδια, τραβήξαμε γερό κουπί, όλοι μας.
Λοιπόν, η καταπληκτική αυτή οικογένεια προόδευσε όσο δε γινόταν άλλο. Πέρασαν μερικά χρόνια κι έστησαν κοτζάμ βιοτεχνία γλυκισμάτων και βουτημάτων. Είχαν φτιάξει ένα μεγάλο δίπατο σπίτι, στην Αγία Ελεούσα. Εκεί, ανάμεσα στην Καλλιθέα, στις Τζιτζιφιές και το Μοσχάτο ήταν παλιότερα κήποι λαχανικών και τα ρέστα. Η Αλιόνα παντρεύτηκε έναν πόντιο απ’ τη Θεσσαλονίκη, όχι ρωσοπρόσφυγα, το Νικόλα, που είχε δουλέψει αρκετά χρόνια σε μια βιομηχανία μπισκότων και βουτημάτων. Έτσι το ισόγειο του μεγάλου σπιτιού τους, έγινε βιοτεχνία. Στο μεταξύ είχε παντρευτεί κι ο Μίσιας κι όλοι δούλευαν εκεί. Μέχρι που είχαν δυο μικρά κλειστά φορτηγάκια κι έκαναν τις διανομές στα ζαχαροπλαστεία, τα γαλακτοπωλεία, μπακάλικα και περίπτερα. Η φίρμα τους ήταν: “ Η Ανατολή: Γλυκά και Βουτήματα ”.
Ο Βλαντιμίρ – σπάνια περίπτωση ανθρώπου -  τους ταχτοποίησε όλους και μετά στα σαρανταπέντε του παντρέυτηκε κι αυτός.

****


Μετά από τόσα χρόνια, σε ξένους τόπους, όταν φέρνω στο νου όλους αυτούς, τον Βλαντιμίρ και την οικογένειά του, το μάστορά μου, τον Γιάγγο, τον Πονομό τον ασπριτζή, τον Σάκη τον ράφτη, τον Χάρη τον κουρέα, τον Νικόλα τον μαραγκό και πολλούς άλλους φίλους και στηρίγματα των παιδικών μου χρόνων, απ’ τη Στροφούλα μου και τον προσφυγικό συνοικισμό, “Ο Πόντος”, το ρίχνω στους υπολογισμούς, λέγοντάς μέσα μου: “Τόσων χρονών ήμουν εγώ τότε... και τόσο είμαι τώρα, άραγε πόσων χρονών είναι ο ένας κι ο άλλος;” Και φτάνοντας, μερικές φορές, σε νούμερα, όσο χουβαρντάς κι αν είμαι μαζί τους, που δεν τα σηκώνει η ζωή, ακουω μέσα μου ένα σωρό κλακ, κλακ, κλακ.... Είναι οι σταλαγματιές τις πίκρας, για το χαμό ανθρώπων, που δύσκολα αναπληρώνονται.

*Γιώργος Μακρίδης
Λογοτέχνης-Θεατρικός Συγγραφέας-Αυστραλία