29.11.16

Η Λογοτεχνική μας γωνιά:

ΤΑ ΜΑΞΙΛΑΡΑΚΙΑ

“Μάνα μου, κοίτα, ενύχτωσε. Πώς να κινήσω; Βρέχει.
Μάνα, μια θλίψει με κρατεί και μια τρομάρα μ’ έχει”.
                         Κώστας Καρυωτάκης


Αυτός, ένας λεβεντόκορμος και μαυρόπετσος εξηντάρης,
καθόταν ολημερίς στη βεράντα του χαμόσπιτου,
σε μια πολυθρόνα, μ’ ένα σωρό μαξιλλαράκια.
Πάντοτε κοιτούσε, επίμονα, προς ένα σημείο,
ζώντας στο δικό του κόσμο... 


Αυτή, μια ζαρωμένη γριούλα, με σταφιδιασμένο πρόσωπο,
έβγαινε κάθε τόσο, σέρνοντας τα κοκαλάκια της 
και του ’ριχνε μια ματιά.
Μόνο όταν αυτός έκανε να ξεπορτίσει
του πετούσε μια στριγκλιά: Φουάντ! (Ήταν Άραβες).

Ένα πρωινό ακούστηκαν σπαραχτικοί λυγμοί,
κάτι σα μουγκρίσματα λαβωμένου αγριμιού... 
Ήταν αυτός που δαγκώνοντας τα μαξιλαράκια,
με μανία, τα πετούσε πέρα δώθε.

Έτσι έκλαιγε το φευγιό της μανούλας του...

Τώρα, μόνο τα μαξιλαράκια, σπαρμένα μες
στην ακατάστατη αυλή, θυμίζουν το πέρασμά του... 




        Γιώργου Μακρίδη
Λογοτέχνη-θεατρικού συγγραφέα
    συνεργάτη της Efenpress
                Αυστραλία