22.11.16

Δάσκαλοι.., καλοί μου δάσκαλοι...



Η πάλη κατά της φτώχιας και του φόβου,
η πάλη για ένα καλύτερο αύριο.
Γιάννης Ρίτσος – Ο Δωδεκάλογος της Γ΄ Μαραθώνιας Πορείας



Γράφει ο συνεργάτης της Efenpress, Γιώργος Μακρίδης*

Με τα πολλά έφτασα στις απολυτήριες εξετάσεις του δημοτικού. Βέβαια από καιρό δε μ’ ενδιέφεραν πια τα γράμματα, ενώ τα έπαιρνα. Είχα ήδη μπει στο χώρο των χρημάτων. Από μωρό κιόλας ήξερα να κερδίζω λεφτά. Όταν πια πάτησα τα δώδεκα έβγαζα τόσα πολλά, κάνοντας δουλειές του ποδαριού – κουλούρια, παγωτά - που αν τα έδινα όλα στη μάνα μου, θα νόμιζε πως τα έκλεβα.
Όντας ακόμα μαθητής είχα δυο και τρεις δουλειές. Το πρωί, απ’ τα χαράματα, πήγαινα στο σταθμό του ηλεκτρικού τρένου κι αφού ξεπουλούσα μια τάβλα με κουλούρια, πήγαινα στο σκολειό. Τα βράδια πουλούσα γκαζόζες στα σινεμά. Να μην πω για τ’ απογεύματα και τις Κυριακάδες. Στο τσάκα – τσάκα φόρτωνα ένα καρότσι με παγωτά, τα καλοκαίρια – το χειμώνα το έριχνα στα ζεστά πιροσκί – κι έπαιρνα τους δρόμους.
Βέβαια, όλα όσα κέρδιζα προορίζονταν για το σπίτι. Στη μάνα μου, όμως, έδινα αυτά που νόμιζα πως έπρεπε να δώσω, κρατώντας και πισινή. Να έχω, δηλαδή, καμιά δεκάρα στα χέρια μου για τις μέρες που έπεφτε γκίνια. Είχα πια συνηθίσει στο φαγί και στο ρούχο. Μ’ αφού περνούσαν τόσα λεφτά απ’ τα χέρια μου, γιατί θα έπρεπε να μένω νηστικός, ή να φοράω μπαλωμένα ρούχα και τρύπια παπούτσια; Από τότε που βγήκα στο δρόμο δεν ήξερα από τέτοια. Όταν δεν έβρισκα φαγί στο σπίτι, ή δεν ήταν αρκετό – οι ανάγκες ήταν πολλές – ποτέ δεν γκρίνιαζα. Πήγαινα σε κανένα κουτούκι και βολευόμουν. Για τα ρουχαλάκια μας, τα δικά μου, της μάνας και των κοριτσιών – είχα και δυο αδελφάδες μικρότερες από μένα – πήγαινα στο Μοναστηράκι και με πενταροδεκάρες έπαιρνα αυτά που ήθελα, μεταχειρισμένα βέβαια, αλλά σε καλή κατάσταση. Πάντως ποτέ δε ζητιάνεψα μα ούτε κι έκλεψα. Είχα στο νου μου αυτά που μου έλεγε πάντοτε η μανούλα μου. Για τη διακονιά μου έλεγε: Ο άνθρωπος πρέπει ν’ αγωνίζεται και να μην πέφτει τόσο χαμηλά. Επίσης, βλέποντας τα φτωχόπαιδα του συνοικισμού να τραβιούνται συνέχεια με την αστυνομία μου έλεγε: Να μη σε ξαναδώ στα μάτια μου, αν σε πάνε στο τμήμα για βρωμοδουλειές.
(Παρένθεση μεταχειρισμένων... Είχα ανακαλύψει τρεις μεγάλες αποθήκες μεταχειρισμένων ρούχων, στο κέντρο της Αθήνας. Τα ρούχα ήταν σε καλή κατάσταση. Φαίνονταν επίσης πως όταν ήταν στις δόξες.... τους ήταν ακριβά. Όλα προέρχονταν απ’ τις ΗΠΑ και τον Καναδά. Είχα όμως, μια απορία: μα που στο καλό έβρισκαν τόσα πολλά μεταχειρισμένα ρούχα. Αυτό το έμαθα εδώ στο Σύδνεϋ, μετά από πολλά χρόνια. Λοιπόν, στη γειτονιά μου είναι μια μεγάλη αποθήκη, κάτι σαν εργοστάσιο. Έχει απ’ έξω μια ταμπέλα που λεει: “Πουλιούνται μεταχειρισμένα ρούχα, σε καλή κατάσταση”. Μια μέρα, όμως, είδα στην αυλή της αποθήκης και μια μεγάλη κοντέινερ. Τα δυο – τρία άτομα, που τη γιόμιζαν με ρούχα, με πονήρεψαν. Μετά, λοιπόν, από μέρες μπήκα κι εγώ για να αγοράσω τάχατες δυο μεταχειρισμένα πουκάμισα και πιάνοντας κουβέντα μ’ έναν εκεί μέσα τα έμαθα όλα. Τα κοντέινερ προορίζονταν για ένα κράτος της Ασίας. Εκεί τα πουλούσαν όπως έκαναν και οι αποθήκες της Αθήνας. Από που όμως προέρχονταν τα ρούχα; Από μια φιλανθρωπική οργάνωση της Αυστραλίας. Έτσι έλυσα και την απορία μου. Τα ρούχα τα έπαιρναν τσάμπα απ’ τους Αυστραλούς και τα μοσχοπουλούσαν στις “φτωχές” χώρες...)
Εκείνη την περίοδο, λοιπόν, είχα μέχρι και χρηματοκιβώτιο. Νοικιάζαμε ένα δωμάτιο στην αυλή ενός προσφυγικού. Ο ιδιοκτήτης ήταν αξιωματικός και είχε πάρει το σπίτι προίκα απ’ την πόντια γυναίκα του. Δεν έμενε όμως στο προσφυγικό η οικογένειά του. Μάλιστα για να παίρνει περισσότερο νοίκι έφτιαξε, στην αυλή το δωμάτιο. Η ταράτσα αυτού του δωματίου – του δικού μας – συνόρευε με τα κεραμίδια του προσφυγικού. Σηκώνοντας, λοιπόν, δυο κεραμίδια έβαζα στο χώρο που υπάρχει ανάμεσα στο ταβάνι και τη σκεπή ένα μεταλλικό κουτί. Εκεί μέσα έβαζα τα περισσεύματά μου.
Αυτά τα καμώματά μου μόνο την οικογένεια είχαν ωφελήσει. Εμένα με είχαν σακατέψει. Είχε αγριέψει το ταμπεραμέντο μου και δεν υπολόγιζα πια κανέναν, νομίζοντας πως ήμουν καπάτσος και πανέξυπνος, αφού μπορούσα σε δυο ώρες, με τις δουλειές του ποδαριού, να βγάζω ένα εργατικό μεροκάματο. Είχα, δηλαδή, φτάσει στο επικίνδυνο, για την ηλικία μου, σημείο να πιστεύω πως δεν υπήρχε στη ζωή τίποτ’ άλλο πιο σπουδαίο και πιο σημαντικό απ’ το χρήμα. Εκείνους που σχεδόν περιφρονούσα ήταν οι δάσκαλοι, οι καθηγητές και γενικά οι χαμηλοθεσίτες δημόσιοι υπάλληλοι.
- Σιγά, μωρέ, που θα κάτσω πάνω από δεκαπέντε χρόνια στα θρανία, για να παίρνω τις δικές σας τις δεκάρες, σκεφτόμουν, βλέποντας όλους αυτούς να φυτοζωούν.
Τόσο με είχε εμποτίσει το χρήμα, που αν δεν είχα τη μάνα μου, που με το που έκανα καμιά ζαβολιά, την έπιανε το πονηρό παραπονιάρικό της, αλλά και τη δασκάλα μου, την Ασπασία Καρατζά – ήταν γυναίκα του διευθυντή του σκολειού, του πατρινού Κωνσταντίνου Καρατζά – θα είχα παρατήσει απ’ την τέταρτη κιόλας τάξη το σκολειό.

****

Έφτασα στους διαγωνισμούς. Είχα να δώσω ακόμα δυο μαθήματα – θρησκευτικά και γεωγραφία – για να πάρω τ’ απολυτηριάκι μου και τα παράτησα, ρίχνοντάς το στο πλανόδιο καρπουζοπούλημα. Ήρθε και με βρήκε ο φίλος και γείτονάς μου ο Νώντας, και μου είπε:
- Ρε Πέτρο, έρχεσαι να πουλήσουμε καρπούζια; Θα βγάζουμε παράδες με ουρά!
Εγώ μόλις άκουσα για παράδες, κουζουλάθηκα.
- Νώντα, άσε στην πάντα την ουρά και πες μου για τους παράδες. Αφού δεν έχουμε καρότσι, ζυγαριά και σιρμαγιά, για να κάνουμε αρχή, πώς θα γίνει η δουλειά;
- Όλα θα μας τα δώσει ο θείος μου.
Τον Νώντα, που από σωματική διάπλαση φαινόταν δυο – τρία χρόνια μεγαλύτερός μου, τον είχα συμμαθητή στις δυο πρώτες τάξεις. Μετά τα παράτησε κι έπεσε στο μεροδούλι. Έμενε με τη γιαγιά του σ’ ένα δωμάτιο, που ήταν σαν κοτέτσι, τζάμπα βέβαια. Η γιαγιά του, για χρόνια καθάριζε πλουσιόσπιτα. Επειδή, όμως, το επάγγελμά της δεν ήταν κατοχυρωμένο, έμεινε χωρίς σύνταξη. Επίσης, επειδή όλο ψαχούλευε για να κάνει τις δουλειές της, νομίζαμε – μα και η ίδια το πίστευε - πως ήταν μισότυφλη. Όταν, όμως, ο τσαγκάρης της γειτονιάς, ο πόντιος πρόσφυγας, απ’ τη Σοβιετική Ένωση, ο κυρ  Βάνιας, την πήγε σε οφθαλμίατρο και της πήρε και γυαλιά, βρήκε το φως της. Τη μάνα του – την κόρη της γιαγιάς του – ο Νώντας την έχασε στη γέννα του. Ο πατέρας του, δυο μέτρα άντρας, μπαινόβγαινε στις φυλακές. Έλεγαν πως ήταν κλέφτης. Όχι, όλα έδειχναν πως ήταν μάλλον άρρωστος κλεπτομανής. Τη σόι κλέφτης ήταν κι αυτός, αφού έκλεβε ό, τι βρισκόταν μπροστά του, χωρίς να τον ενδιαφέρουν οι συνέπειες μα και το κέρδος;  Μια δόση είχε κλέψει πάνω από τριάντα ζευγάρια παιδικά παπούτσια, που μη ξέροντας τι να τα κάνει, τα μοίρασε στα παιδιά της γειτονιάς. Αρκετούς μήνες φυλακή είχε φαει και γι’ αυτά τα παπούτσια. 
Αυτή ήταν η οικογένεια του φίλου μου του Νώντα, που δούλευε για δεκάρες σ’ ένα μεγαλομανάβη και μεγάλο εκμεταλλευτή. Βέβαια, έλεγε πως ήταν θείος του αλλά ήταν  γνωστός της γιαγιάς του. Εγώ επειδή τον ήξερα – με είχε ρίξει κι εμένα – είπα στο Νώντα:
- Νταλαβέρια με το θείο σου δε θέλω. Δεν τρωει κανείς ψωμί απ’ αυτόν.
- Λες να μην το ξέρω; Με το που θα βρω καλύτερη δουλειά, θα την κοπανήσω. Τώρα όμως, για πάρτη μας θα δουλεύουμε.
- Μα πώς;
- Θα μας δώσει ο τύπος καρότσι και καρπούζια κι εμείς θα τα πουλάμε.
Έτσι άρχισε το καρπουζοπούλημα. Βέβαια, τα καρπούζια είχαν τα χάλια τους. Άλλα ήταν άγουρα, άλλα πολύ ώριμα κι άλλα στραβοφτιαγμένα. Βέβαια, ο μανάβης, που έπρεπε να πληρώσει για να τα ξεφορτωθεί, μας τα έδινε φτηνά. Εμείς τα ξεχωρίζαμε σε δυο κατηγορίες, πάνω στο καρότσι, και κάναμε χρυσές δουλειές.
- Εσύ, Πέτρο, μια που είσαι εγγράμματος, θα κάνεις τους λογαριασμούς κι εγώ θα σπρώχνω το καρότσι, μου είπε ο καλόβολος Νώντας. 
Ξεσηκώναμε την Καλλιθέα, με τις αγριοφωνάρες μας:
- Τα σφάζω! Τα μαχαιρώνω! Όλα με τη βούλα!
Τότε, με τον Νώντα, άρχισε να με γαργαλάει αυτό το γνωστό και πολύ ηδονιστικό βέβαια αίσθημα της υπεροχής. Έβλεπα, τον Νώντα, που ιδροκοπώντας έσπρωχνε το καρότσι – σκέτος αραμπάς ήταν – κι όχι μόνο δεν τον βοηθούσα, αλλά έλεγα μέσα μου:
- Σπρώξε, Νώντα, και μην τολμήσεις να μου κάνεις νούμερα. Εγώ μπορώ να κάνω χωρίς εσένα. Ας είναι καλά τα γράμματα που ξέρω. Εσύ, όμως, χαμάλη, μόνο γι’ αγγαρείες είσαι.
Απ’ την πρώτη κιόλας μέρα, λοιπόν, σαν εγγράμματος…., που ήμουν, άρχισα να κλέβω το Νώντα. Δεν του έδινα ούτε τα μισά απ’ το μερτικό του. Κι όμως, αυτός που δεν ήξερε από ριξίματα ήταν ευχαριστημένος. Ύστερα, μου είχε εμπιστοσύνη. Πάνω σ’ αυτό πάτησα κι εγώ. Πως, δηλαδή, τον φίλο και τον συγγενή σου τον ρίχνεις πιο εύκολα, γιατί έρχεται σε σένα με κλειστά τα μάτια.

****
Το χρηματοκιβώτιό μου είχε γιομίσει κι έψαχνα για μεγαλύτερο κουτί. Έλα, όμως, που άρχισα να έχω προβλήματα με τον ύπνο μου. Με την κούραση που είχα από αϋπνίες δεν ήξερα. Μερικές φορές κοιμόμουν κι όρθιος, ακουμπώντας στο καρότσι. Με το που έπεφτα στο κρεβάτι, όμως, την άραζε και κάποιος άλλος καρσί μου, που μου έμοιαζε  κι άρχιζε τα δικά του.
- Φτου σου και ξανά φτου σου, μασκαρά, μου έλεγε.
- Γιατί κύριος;
- Ρε τον Νώντα, το φτωχόπαιδο και τον φίλο σου κλέβεις;
- Κανέναν δεν κλέβω. Εγώ έχω προσόντα και παίρνω αυτά που δικαιούμαι. Ο Νώντας δεν μπορεί να δουλέψει μόνος του.
- Ε, τότε γιατί κατηγορείς, τρεις την ώρα τους πλούσιους; Εσένα πια όλοι σε ρίχνουν!
- Δηλαδή, συγκρίνεις εμένα με τους μεγαλοκαρχαρίες;
- Είσαι χειρότερος. Κατηγορείς τους πλούσιους, φίλε, μόνο και μόνο γιατί τους ζηλεύεις και προσπαθείς να τους φτάσεις.
- Καλά του κυρ Λάζαρου, που δεν ξέρει τι έχει, του καθάρισα την αυλή από τόσα μπάζα, καταματώνοντας τα χέρια και τα πόδια μου, μέχρι που να τα βγάλω στο δρόμο, και μου έδωσε μόνο ένα κατοστάρικο, ενώ έπρεπε να πάρω τουλάχιστο πεντακόσες δραχμές.
- Δε μου τα λες καλά. Πενηντάρικο σου έδωσε.
- Ναι να χαρείς. Μόνο όταν του είπα πως θα ξανάβαζα στην αυλή του τα μπάζα, πήρα το κατοστάρικο. Καλά, εσύ πως το ξέρεις για το πενηντάρικο;
- Μα εκεί ήμουν κι εγώ.
- Δηλαδή; Α, ναι... Και τώρα τα βάζεις μαζί μου, για τις ψωροδεκάρες του Νώντα.
- Δεν είναι δεκάρες, αλλά χιλιαρικάρες, φίλε... Λοιπόν, είσαι βρόμικος. Έτσι και πλουτίσεις θα γίνεις χειρότερος απ’ τον κάθε κυρ Λάζαρο.
- Και για να έχουμε καλό ερώτημα, εσύ ποιος είσαι;
- Η συνείδησή σου. Έλα να παλέψουμε κι αν με βάλεις κάτω, θα σε παρατήσω. Με πωρωμένους τύπους δεν νταλαβερίζομαι.
Αυτά ήταν τα τελευταία που είπαμε με τον σωσία μου. Δεν τον μπορούσα άλλο, και το πρωί, απ’ τα χαράματα, παίρνοντας όλους τους παράδες του Νώντα, απ’ το χρηματοκιβώτιο μου, πήγα στο σπίτι του.
- Νώντα, θέλω να σου μιλήσω, του είπα.
- Δεν έχω όρεξη για πάρλες. Τα λέμε μετά. Πρώτα θα φορτώσουμε το καρότσι, μου είπε αυτός που κυνηγούσε τη δουλειά.
- Είναι ανάγκη. Αν δεν κουβεντιάσουμε πρώτα, δεν πάω πουθενά.
Καθίσαμε, λοιπόν, σ’ ένα πεζούλι και κρατώντας απόσταση ασφάλειας, για να μη φαω καμιά ανάποδη, του τα είπα όλα:
- Ξέρεις, Νώντα, όλες αυτές τις μέρες σ’ έκλεβα.
- Δηλαδή; μου είπε μ’ απορία αυτός που δεν ήξερε από κλεψίματα.
- Να.., δε σου έδινα ούτε τα μισά, απ’ αυτά που έπρεπε να παίρνεις.
Ο Νώντας πρώτα έξυσε το κεφάλι του και μετά έβαλε τα χορταστικά γέλια.
- Χε, χε, χε... Το ξέρεις, ρε Πέτρο, πως είσαι χάχας; Χε, χε, χε...
- Γιατί, ρε Νώντα;
- Κρίμα  που είσαι κι εγγράμματος. Μ’ αφού δεν το κατάλαβα, γιατί μου το είπες; Έτσι θα προκόψεις; 
- Σου το είπα, έτσι για ένα φιλότιμο, ρε Νώντα, του είπα και τον αγκάλιασα κλαίγοντας.
Του έδωσα ένα μάτσο παράδες, χωρίς να του πω τίποτε για τις αϋπνίες και για τον σωσία μου. Φοβήθηκα πως δε θα με καταλάβαινε. Πάντως, από τότε νερό έπινε στ’ όνομά μου, ο Νώντας.

****
Με τα πολλά μπήκαμε στον Αύγουστο. Τα σκολειά είχαν κλείσει και το καρπουζοπούλημα πήγαινε μια χαρά. Ποτέ άλλοτε, ακόμα κι όταν μεγάλωσα δεν είχα κερδίσει τόσα πολλά λεφτά. Μα που τη βρίσκαμε τόση δύναμη; Νομίζω πως μας την έδινε πρώτα η ανάγκη που είχαμε κι έπειτα γιατί το ξέραμε, πως δε θα ξαναπέφταμε σε τέτοια κερδοφόρα επιχείρηση.
Ξεκινούσαμε, λοιπόν, τα χαράματα, απ’ τα σπίτια μας κι επιστρέφαμε τα μεσάνυχτα. Φορτώναμε μέχρι και τρεις φορές τη μέρα το καρότσι. Κι αφού γυροφέρναμε τους δρόμους της Καλλιθέας, σαν την άδικες κατάρες, πηγαίναμε στο μανάβικο και κάναμε την τέταρτη φόρτωση κατά τις έξι τ’ απόγευμα. Φέρναμε μια γυροβολιά, μέχρι να νυχτώσει και μετά τη στήναμε απ’ έξω απ’ τα σινεμά, ή στην πιάτσα των ταξί, μέχρι που να ξεπουλήσουμε.
Πηγάδι άπατο είναι η ψυχή του ανθρώπου. Ποτέ πριν δεν τσιγκουνευόμουν τα λεφτά για το φαγί, κι ας μην έβγαζα τόσα πολλά. Τώρα, με τέτοιες κονόμες, όσο περισσότερα λεφτά έβαζα στο χρηματοκιβώτιο, τόσο καρμίρης γινόμουν. Την περνούσαμε με ψωμί και καρπούζι, που έβραζε μες στο κατακαλόκαιρο, και μας έκοβε η τσίρλα. Τόση ήταν η χρηματομανία που με είχε πιάσει – εγώ ήμουν το κουμάντο – που δε σταματούσαμε ούτε τις ώρες της “κοινής ησυχίας”, ενοχλώντας με τις αγριοφωνάρες μας κι εκείνους που την άραζαν για ύπνο τα μεσημέρια, παραβιάζοντας βέβαια και τις αστυνομικές διατάξεις. Πώς γλιτώναμε το ξύλο; Νομίζω πως ο κόσμος λυπόταν τη λετσαρία μας. Κάθε τόσο έβγαιναν απ’ τα σπίτια τους κάτι μαχμουρλήδες άντρακλες μ’ άγριες διαθέσεις. Τους αφόπλιζαν όμως τα χάλια μας. Ναι, τα πρόσωπά μας, που απ’ τον ιδρώτα και τη λασπιασμένη σκόνη, μόνο ψυχικό πόνο θα μπορούσαν να προκαλέσουν.
Ένα μεσημέρι ήρθε κοντά μας ένας αστυφύλακας, βάζοντας τις φωνές. Με το που είδε, όμως, τις μούρες μας τα έχασε ο άνθρωπος. Δε μας είπε τίποτε.
- Χρηστός και Παναγιά, είπε μονολογώντας κάνοντας μεταβολή.
- Ρε παλαβώσαμε; Η γιαγιά μου έχει παράδες για να περάσουμε όλο το χειμώνα. Αφού δεν πηγαίνει ούτε για διακονιά στην εκκλησιά, μου είπε ο Νώντας μ’ εκείνη τη νόστιμη αγαθότητα που τον διάκρινε.
Η γιαγιά του, λοιπόν, που τον περίμενε κάθε βράδυ καθισμένη στο πλατύσκαλο του προσφυγικού  και το παραπονιάρικο κοίταγμα της μάνας μου, που έτρεμε για την υγεία μου, μου τράνταξαν τα μηνίγγια. Έτσι σταματήσαμε το τέταρτο φόρτωμα και κατά τις εφτά το βράδυ ήμασταν στα σπίτια μας, προς μεγάλη απογοήτευση του μανάβη, που ήθελε να ξεφορτωθεί τη σαβούρα του.
Βέβαια, η μάνα μου βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Επειδή δεν μπορούσε να παραδεχτεί πως δεν την άκουγα πια, δε μου έλεγε τίποτε. Ύστερα, εγώ ξέχωρα που της έδινα ένα σωρό λεφτά, είχα αγοράσει του κόσμου τα πράγματα για το σπίτι:  ψυγείο, του πάγου βέβαια, γκαζιέρα – πριν χρησιμοποιούσαμε ροκανίδια – ρούχα για τις μικρές, δυο ντιβάνια – έτσι πετάξαμε το μεγάλο ξύλινο κρεβάτι που ήταν γιομάτο κοριούς – μέχρι και ραδιόφωνο.

****

Πάντως την ώρα της “κοινής ησυχίας” την παραβιάζαμε - δε μου πήγαινε να χαραμίσω αυτές τις δυο ώρες – κι ένα μεσημέρι περνώντας απ’ όξω απ’ το σπίτι του δάσκαλού μου, άνοιξε τα παντζούρια η γυναίκα του, μάλλον για να διαμαρτυρηθεί, για τις αγριοφωνάρες μας.. Μόλις, όμως, με είδε πάτησε διαφορετικές φωνές, προς τα μέσα του σπιτιού.
- Κώστα μου! Κώστα μου! Ο Πετράκης! Ακόμα εκεί είσαι; Ο Πέτρος καλέ σου λεω!
Ο Καρατζάς  – πόσο τον αγάπησα αυτόν τον άνθρωπο... – βγήκε στο δρόμο με τη ρόμπα και μου είπε:
- Τι κάνεις βρε Πέτρο;
- Καρπούζια πουλάω, δάσκαλε. Δε με βλέπεις;
Ο καλός μου ο δάσκαλος, ασφαλώς κατάλαβε και με το παραπάνω το πρόβλημά μου. Πως, δηλαδή, δεκάρα δεν έδινα πια για γράμματα κι απολυτήρια... και μου το έφερε πονηρά, ξέροντας πως τον αγαπούσα.
Μου είπε λοιπόν ψευτοχαμογελώντας:
- Το βλέπω... Το βλέπω... Ξέρεις, όμως, σε χρειάζομαι. Μπορείς να με βοηθήσεις;
- Άκου λεει! Ό, τι θέλεις δάσκαλε!
- Λοιπόν, μια φορά τη βδομάδα πηγαίνω στο σχολείο. Μπορείς να έρθεις αύριο τ’ απόγευμα κατά τις πέντε; Σε χρειάζομαι.
- Έγινε δάσκαλε!
(Παράξενες σχέσεις είχα με τον Καρατζά. Τον αγαπούσα τόσο πολύ ώστε ποτέ, όταν βέβαια ήμασταν μόνοι, δεν τον έλεγα “κύριε”, αλλά “δάσκαλε”, και ποτέ δε χρησιμοποιούσα τον πληθυντικό. Ντρεπόμουν να το κάνω, νομίζοντας, πως έτσι δε θα του έδειχνα την αγάπη μου. Κάτι βέβαια που δεν μπορούσα να κάνω με τη γυναίκα του και με τους άλλους δάσκαλους και γενικά με άτομα που είχαν μια κάποια ηλικία. Ναι, έχω σιγουρευτεί πως ήταν αγάπη, γιατί και τη μάνα μου που τη λάτρευα, ποτέ δε τη “σεβάστηκα”).
Την επόμενη τ’ απόγευμα, στις πέντε ακριβώς, πήγα με το Νώντα και το καρότσι στο σκολειό. Τον άφησα να περιμένει στο δρόμο κι ανέβηκα στον πρώτο όροφο όπου ήταν το γραφείο του Καρατζά. Ο δάσκαλος μου πρώτα με πήρε κοντά του και μ’ αγκάλιασε κι ας βρομούσα σαν αποσυνθεμένο κρέας, ή όπως βρομάει ένας σουπιδοτενεκές – όταν αγαπάς κάποιον δεν τον σιχαίνεσαι – και μετά μου είπε:
- Σύρε να κλείσεις την εξώπορτα.
Με την επιστροφή μου τα είχε όλα έτοιμα. Πάνω σ’ ένα τραπέζι είχε δυο λευκές κόλλες, διαγωνισμάτων, και τα γραψίματά της συμμαθήτριάς μου, Ελβίνας Μαριανού. Τα δυο μαθήματα, δηλαδή, που δε είχα γράψει: τα θρησκευτικά και τη γεωγραφία.
- Να τ’ αντιγράψεις γρήγορα, πηδώντας και μερικά κομμάτια. Εγώ θα πω του φίλου σου να περιμένει, μου είπε και βγήκε στο μπαλκόνι και καπνίζοντας ειδοποίησε το Νώντα.
Μου πήρε κάπου μια ώρα η αντιγραφή και μόλις τέλειωσα, ο δάσκαλός μου έβαλε τα γραψίματά μου σ’ ένα φάκελο μαζί με τις κόλλες των άλλων μαθητών, και βγάζοντας τ’ απολυτηριάκι μου, απ’ το συρτάρι του γραφείου του – το είχε έτοιμο από τα πριν – μου το έδωσε και μου είπε κλαίγοντας:
- Νόμιζες πως θ’ άφηνα, έτσι για το καρπουζοπόυλημα, χωρίς απολυτήριο τον πιο υπεύθυνο μαθητή της καριέρας μου; Είπα να σου το φέρω αλλά δεν μπόρεσα να βρω το σπίτι σας. Τέτοιες παρανομίες, παιδί μου, μπορώ να τις κάνω τρεις φορές τη μέρα, μ’ αναπαμένη τη συνείδηση. Και να ξέρεις διαολάκο, πως η Ασπασία σου το ετοίμασε. Σύρε στο καλό σου. Τώρα πια έχεις νομιμοποιηθεί.

(Δάσκαλοι, καλοί μου δάσκαλοι.., πώς να σας ξεχάσω; Μα αν ξεχάσω κι εσάς, τι άλλο θα πρέπει να θυμάμαι απ’ τη ρημάδα τη ζωή μου;)




*Γιώργος Μακρίδης

Λογοτέχνης-Θεατρικός Συγγραφέας-Αυστραλία