27.10.16

28 Οκτωβρίου 1940: Λίγες σκέψεις για τη Δημοκρατία και τρία ποιήματα

Γράφει η Σοφία Βούλτεψη

Έχουν πια περάσει 76 χρόνια από το Έπος του 1940, που γιορτάζουμε αυτές τις μέρες, και 42 χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.
Σημαντικά για τη νεότερη Ιστορία μας γεγονότα, προφανώς με διαφορετικό βάρος – το Έπος του 1940 μόνο με τη Μάχη του Μαραθώνα μπορεί να συγκριθεί – αλλά που ένωσαν τους Έλληνες κάτω από τον ίδιο πόθο για Ελευθερία και Δημοκρατία.
Ανάμεσα στο Έπος του 1940 και στην αποκατάσταση της Δημοκρατίας, μεσολάβησαν πολλά και πολύ καθοριστικά γεγονότα, με κορυφαίο τον εμφύλιο και τις συνέπειές του, αποκορύφωμα των οποίων υπήρξε η επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών.

Μετά τη δικτατορία και την επιστροφή της Δημοκρατίας στην πατρίδα μας, μετά την είσοδό μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, όλα έδειχναν πως η Ελλάδα είχε αφήσει πίσω τα χρόνια του ζόφου και του μίσους.
Ούτε εκείνοι που πολέμησαν και άφησαν ζωή και παγωμένα μέλη στα χιονισμένα βουνά, ούτε εκείνοι που αγωνίστηκαν κατά της χούντας μπορούσαν να διανοηθούν πως θα ερχόταν μια μέρα που θα χρειαζόταν και πάλι να αγωνιστούμε για όλα εκείνα τα οποία τα τελευταία χρόνια θεωρούνταν αυτονόητα.
Και όμως, συνέβη. Η χώρα βρίσκεται κάτω από την μπότα μιας αυταρχικής εξουσίας, που χρησιμοποιεί επικίνδυνα διχαστικό λόγο και επικαλείται (το έκανε ο κ. Τσίπρας) την περασμένη Κυριακή, τέσσερις εκλογικές διαδικασίες (δύο βουλευτικές, ευρωεκλογές και δημοψήφισμα) για να κάνει ό,τι θέλει.
Και εδώ βρίσκεται το πρόβλημα: Ότι πιστεύουν – και όχι μόνο οι κατέχοντες την εξουσία – πως αν έχεις εκλεγεί δημοκρατικά, μπορείς να χρησιμοποιείς τη δημοκρατική εκλογή σου για να παραβιάζεις κάθε δημοκρατική αρχή.
Ότι δηλαδή οι εκλογές αποτελούν εντολή για να κάνεις ό,τι θέλεις – ακόμη και για να ακολουθείς φασιστικές μεθόδους, να προκαλείς θεσμικές εκτροπές και να παραβιάζεις το Σύνταγμα.
Ότι δηλαδή αν έχεις εκλεγεί με δημοκρατικές διαδικασίες, η εντολή περιλαμβάνει και την ίδια την κατάργηση της Δημοκρατίας.
Για την οποία Δημοκρατία αγωνίστηκαν κατά των φασιστών αυτοί των οποίων τη μνήμη και τους αγώνες τιμούμε αυτές τις μέρες.
Και μια και δεν μπορούμε να τους αφιερώσουμε την τελευταία (διχαστική) ομιλία Τσίπρα, ας τους αφιερώσουμε μερικούς από τους πιο αγαπημένους στίχους τριών από τους ποιητές του Έθνους:
Εικοσιοχτώ του Οχτώβρη του 1940
Το γένος βουλιαγμένο μες στον αιώνα
να λυτρωθεί μονάχο του μπορεί
μα να ξυπνήσει πρέπει η πλέρια Μνήμη
βαθειά του, αδάμαστη και τρομερή.
Κανείς δε θα ξεφύγει τη γενιά του!
το βάρος της θα σπάσει ως τη στιγμή,
που βγαίνοντας από τη λησμονιά του
στο φως που πια δεν στέκουν δισταγμοί.
Της ζωής θε να ντυθεί την πανοπλία,
και μ’ ακέριο τον άγιο σκελετό
των περασμένων, θα στηθεί στη γη του
με το κεφάλι αλύγιστο κι ορτό!
Ελέγαμε: ένα Μαραθώνα ακόμα! Ελέγαμε: Μια Σαλαμίνα ακόμα! Ελέγαμε: Ακόμα ένα εικοσιένα! Κι ήρτες τέλος συ, Μητέρα-Μέρα, οπού αγκάλιασες κι ανύψωσες ολόκληρα τα περασμένα στον ανώτατο λυτρωτικό σκοπό τους, στον υπέρτατο τους ηθικόν Ιστορικό Ρυθμό!
Ω δικαίωση όλων των ελληνικών αγώνων! Ω ύψιστη ηθική στροφή μέσα στο χάος ολόκληρου του Κόσμου! Και μαζί, ω γιγάντια, πλέρια ιστορική καταβολή, από την οποία, ..Ν ι κ η τ έ ς, οι Έλληνες, θα ξεκινήσουμε αύριο, πρωτοπόροι της πνευματικής ανάπλασης ολόκληρης της γης!
Ω Μέρα-Μάννα, που μας έσπασες ακέρια κι ως το ύστατο, όλα τα κρυφά εσωτερικά δεσμά μας! Ω κοσμοϊστορική Ελευθερία, τόσο βαθειά λαχταρισμένη! Να Σε! Σε κατέχουμε! Σε νιώθουμε! Σε θέλουμε!
Και θε να Σε κρατήσουμε όλοι, στο τεράστιο ύψος που μας φανερώθηκες απ’ τα χαράματα των Εικοσιοχτώ του Οχτώβρη του 1940, κι ως με τη συντέλεια των αιώνων, είτε ζήσουμε, είτε, αύριο που θα φέγγεις πάνω απ’ όλο τον πλανήτη το γιγάντιο φως Σου, θα βρισκόμαστε στα σπλάχνα Σου, ω Μητέρα, αθάνατοι νεκροί!
(Άγγελος Σικελιανός )
Άσμα ηρωικό και πένθιμο, για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μες το κλάμα του·
Βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα…
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι,
Καβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Κι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά,
Εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
Ήταν γερό παιδί·
Τις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του,
Η αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Να βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Τις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν…
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα!…
Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του,
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά,
Και με το κράνος του – γιαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
που δεν γνώρισε κακό ποτέ του)
Με τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του.
-Φωτιά στην άνομη, φωτιά!
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Και το στώμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο,
Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας.
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν.
Γιατί να κλάψουν;
Ήταν γενναίο παιδί!
(Οδυσσέας Ελύτης)
Στη νεολαία μας
Αυτό κρατάει ανάλαφρο μες στην ανεμοζάλη
το από του κόσμου τη βοή πρεσβυτικό κεφάλι,
αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα:
Μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα.
(Κωστής Παλαμάς)