10.6.16

“Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά”

                                    του Νίκου Καζαντζάκη

Γράφει ο συνεργάτης μας μας Γιώργος Μακρίδης* 

Οι λογοτέχνες γράφοντας γιατροπορεύονται. Διαφορετικά δε θα υπήρχαν λογοτέχνες. Γιατί τάχατες; Έτσι κι ο Νίκος Καζαντζάκης (1883 – 1957), μέχρι το τέλος του βίου του, γράφοντας έκανε τη δική του θεραπεία. Αυτό φαίνεται απ’ τα λεγόμενά του: “Να γλιτώσω από το Βούδα, να ξεφορτώσω στις λέξες όλες μου τις μεταφυσικές έγνοιες και ν’ αλαφρώσω” (“Ζορμπάς”, σελ. 77).

Επίσης, όλα δείχνουν, πως ο  Καζαντζάκης δεν είχε καμιά μεταφυσική ανησυχία, αφού λεει: “Μήτε Θεός υπάρχει, μήτε αρετή και δίκιο, μήτε παιδωμή στον άδη”, “Οδύσσεια” Και: “Εδώ στη γη είναι η πίσσα κι η παράδεισο. Άλλη ζωή δεν υπάρχει. (Αναφορά. Σελ. 294).
Δυο λόγια για την υπόθεση του “Ζορμπά”. Ένας συγγραφέας – ο ίδιος ο Καζαντζάκης – βρίσκεται στον Πειραιά, περιμένοντας το πλοίο για την Κρήτη. Εκεί γνωρίζεται με τον άλλο ήρωα του μυθιστορήματος τον Αλέξη Ζορμπά – το Γιώργη Ζορμπά (1865 – 1941) – και τον παίρνει μαζί του, για να εκμεταλλευτούν ένα ορυχείο λιγνίτη. Βέβαια, στη Μάνη είχαν πάει. Εκεί ήταν ένα ξεχασμένο ορυχείο, που το είχε κληρονομήσει από ένα συγγενή του. Ο Καζαντζάκης, όμως, όλα τα μεταφέρει στην Ιεράπετρα της Κρήτης, για ευκολία του, αφού δεν την ξέρει τη Μάνη μα ούτε και τους μανιάτες. Κάνω κουβέντα για την Ιεράπετρα, γιατί εκεί πέρασε τα τελευταία της χρόνια, η μαντάμ Ορτανς, η ηρωίδα του μυθιστορήματος.
Επίσης, στο βιβλίο, αναφέρεται ο Καζαντζάκης και σε μοναστήρι και καλόγερους, και σε κορμούς δέντρων που προσπαθεί να κατεβάσει, απ’ το βουνό, ο Αλέξης Ζορμπάς. Αυτή είναι μια άλλη εμπειρία του Καζαντζάκη, που δεν έχει τίποτε να κάνει με το ορυχείο. Λοιπόν, στο ορυχείο πήγε με το Γιώργη Ζορμπά το 1917. Δυο χρόνια, όμως, νωρίτερα, τον Ιούνη του 1915, ο Καζαντζάκης βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί προσπάθησε, έχοντας συνέταιρο το φίλο του, Ιωάννη Σκορδίλη, να κάνει μια επιχείρηση ξυλείας στο Άγιο Όρος. Κι αυτή η προσπάθειά του απέτυχε.
Εδώ μπαίνει ένα ερωτηματικό: αν ο Καζαντζάκης είχε στο νου του επιχειρήσεις και παράδες. Όχι, δεν ενδιαφερόταν για τέτοια πράγματα. Απλά προσπαθούσε κάτι να κάνει, κι έχοντας μια πισινή ν’ απαλλαγεί απ’ την κηδεμονία του πατέρα του, που ήθελε να τον κάνει πολιτικό. Μάλιστα, όταν άρχισε να γράφει, ο πατέρας του τον έλεγε ανεπρόκοπο και παραμυθατζή. Γι’ αυτό κι ο Καζαντζάκης, συνέχεια του απολογιόταν, γράφοντάς του: “Κάποτε θα δοξάσω το μεγάλο όνομά σας”. 
Λοιπόν, μέσα από την τέχνη, ο Καζαντζάκης, με την παρουσία του συγγραφέα, που δεν τις ξέρει τις ομορφιές της ζωής, και του αγράμματου Αλέξη Ζορμπά, που έχει φαει τη ζωή, με το κουτάλι, μας λεει πως η ζωή έχει πολλές, μικρές και μεγάλες, χαρές που  κανένας δε δικαιούται ν’ αποποιηθεί. Επίσης, πως στη ζωή χρειαζόμαστε και το “περιττό”: τον έρωτα, το χορό, το τραγούδι, το πιοτό κτλ, κτλ.
Επίσης, δείχνει ο Καζαντζάκης, πως τη ζωή δε τη μαθαίνει κανείς διαβάζοντας μόνο βιβλία. Ο συγγραφέας – στο έργο δηλαδή - που έχει διαβάσει τόνους από βιβλία  είναι όλο θεωρίες – είναι τουρίστας της ζωής - ενώ ο αγράμματος Ζορμπάς την ξέρει καλά τη ζωή. Την έμαθε γιατί τρίφτηκε με τους φτωχούς ανθρώπους και τα καθημερινά τους προβλήματα.
Λοιπόν, ο Καζαντζάκης, γνώρισε  το Γιώργη Ζορμπά το 1917 και τον σκεφτόταν για 26 χρόνια, μέχρι που έγραψε το 1943 αυτό το αριστούργημά του. Έτσι γράφεται η καλή λογοτεχνία. Ο γάλλος Νομπελίστας ποιητής και μυθιστοριογράφος ο Αντρέ Ζινντ (1869 - 1951), λεει κάπου:
 “Για να γίνει καλή λογοτεχνία, ο συγγραφέας πρέπει να έχει πολλές θύμησες κι εμπειρίες. Θα πρέπει, όμως, όλα αυτά να κατακάτσουν μέσα του, για να μην τον τσιγκλάνε πια. Και μετά πρέπει να περιμένει πολλά χρόνια μέχρι να του επιστρέψουν πίσω σα νόστιμες  αναπολήσεις. Τότε πρέπει να κάτσει και να γράψει”.
Και: “Γι’ αυτό όταν ένα θέμα αρχίζεις στ’ αλήθεια να το νιώθεις απόλυτα, αισθάνεσαι κάποια απώθηση να γράψεις γι’ αυτό. Θα ’θελες, αντίθετα, να εξακολουθήσεις να το σπουδάζεις για πάντα”, Έρνεστ Χέμινγουαΐη (1899 – 1961).
Και: “Πιότερο μ’ ευχαριστεί να δουλεύω, τα κείμενα, μέσα μου παρά να τα γράφω στο χαρτί”, Φιοντόρ  Ντοστογιεύσκι (1821 – 1881).
Λένε, λοιπόν, πολλοί κριτικοί και βιογράφοι του Καζαντζάκη: “Μα πώς μπορούσε ο Καζαντζάκης και ξεπετούσε ένα μυθιστόρημα σ’ ένα μήνα;”. Οι άνθρωποι είναι ντιπ ανίδεοι. Δεν ξέρουν πώς και γιατί γράφεται η λογοτεχνία. Ή ίσως να μην μπορούν να ξεχωρίσουν το λογοτέχνη απ’ τον εμπορικό συγγραφέα. Ο Καζαντζάκης “έγραφε” το “Ζορμπά”, μέσα του, για 26 ολάκερα χρόνια, προσθέτοντας, αφαιρώντας αλλά κι αναθεωρώντας τις απόψεις του. Κι όταν πια αποφάσισε να τα περάσει όλα στο χαρτί, ήταν σίγουρος, ξέροντας από πού θ’ αρχίσει και πώς θα τελειώσει.
Μόνο για ένα λόγο, νομίζω, πως έγραψε αυτό το βιβλίο ο Καζαντζάκης: γιατί ζήλεψε τη ζωή που έκανε ο Ζορμπάς, που ήταν αδιάφορος, ανεύθυνος, αναρχικός, μπεκρούλιακας, γλεντζές, γυναικάς και βάλε. Αυτά, όλα ίσως να τα τραβούσε η ψυχή του Καζαντζάκη, αλλά δεν μπορούσε, για τον άλφα ή βήτα λόγο, να τα κάνει.
Ας δούμε τι μας λέει ο ίδιος ο Καζαντζάκης: “Πολλές φορές έχω ντραπεί στη ζωή μου, γιατί έπιασα την ψυχή μου να μην τολμάει να κάνει ο, τι η ανωτάτη παραφροσύνη - η ουσία της ζωής - μου φώναζε να κάνω. Μα ποτέ δεν ντράπηκα για την ψυχή μου, όσο μπροστά στο Ζορμπά.” (“Ζορμπάς”, Εισαγωγή).
Δεν μπορεί κανείς να δεχτεί σα σωστά τα λεγόμενα του ελληνοαμερικάνου φιλόλογου, Κίμων Φράιερ (1911 – 1993),  που μετάφρασε την “Οδύσσεια” του Καζαντζάκη στ’ αγγλικά, και που μεταξύ των άλλων μας λεει: “Ο Νίκος Καζαντζάκης έγραψε την “Οδύσσεια” και το “Ζορμπά”,  για να μας δείξει πως ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει την απόλυτη ελευθερία”. 
Δηλαδή, ν’ απαλλαγεί κανείς απ’ την οικογένεια, την πατρίδα, τις μικρές και μεγάλες χαρές της ζωής φτάνοντας την απόλυτη ελευθερία. Όχι αυτά δε στέκουν. Είναι, δηλαδή, σα ν’ αυτοκτονεί κανείς μόνο και μόνο για να δείξει πως είναι ελεύθερος. Μα τι σόι ελευθερία έχει ο Νέος Οδυσσέας, του Καζαντζάκη, αφού περιπλανιέται απ’ εδώ κι απ’ εκεί, εντελώς άσκοπα, και στο τέλος πεθαίνει ολομόναχος πάνω στους πάγους; Αυτό θα πει ελευθερία; Όχι, την ελευθερία τη θέλουμε για να καλυτερέψουμε τη ζωή μας.
Αυτά τα κηρύγματα, λοιπόν, είναι ουτοπιστικά. Το απόλυτο δε χωράει στη ζωή. Όλα είναι σχετικά ή εξαρτώμενα. Μα την απόλυτη ελευθερία δεν την έχουν ούτε τ’ άγρια θηρία της ζούγκλας, αφού το ένα φοβάται το άλλο. Ύστερα, ο άνθρωπος μακριά από τοπικισμούς, σωβινισμούς, ρατσισμούς κι εθνικισμούς, χρειάζεται την πατρίδα του. Στην φύση του τον τραβούν τα χώματα που τον γέννησαν. Επίσης, ο άνθρωπος, στη φύση του πάλι, είναι κοινωνικός κι έχει ανάγκη από κάποια στοργή, ιδιαίτερα στις δύσκολες στιγμές του. Κι ασφαλώς τ’ αγαπημένα του πρόσωπα – οι συγγενείς και οι φίλοι – θα του τη δώσουν.
Ας έρθουμε στον ήρωα του μυθιστορήματος, Αλέξη Ζορμπά. Μ’ αφού δεν μπορεί να κάνει χωρίς πιοτί και διασκεδάσεις πώς είναι ελεύθερος; Να πούμε και για το τσιγαράκι... Αφού, ο Ζορμπάς, καπνίζει και σχεδόν εξαρτιέται απ’ τη νικοτίνη, πώς είναι ελεύθερος; Επίσης, αφού κυνηγάει το φουστάνι, δεν κουτσουρεύει την ελευθερία του; Ύστερα για να ζήσει πρέπει να έχει μια δουλειά και στο “Ζορμπά” τον κουμαντάρει ο συγγραφέας. Δηλαδή, ο ίδιος o Αλέξης Ζορμπάς κουτσουρεύει την ελευθερία του, για να μπορέσει να ζήσει. Άρα η ελευθερία του είναι σχετική. Απόδειξη αυτού είναι πως, σύμφωνα  με την υπόθεση του έργου, στα γερατειά του πια, ο Αλέξης Ζορμπάς, ξαναπαντρεύεται κάπου στη Σερβία, έχοντας ανάγκη από μια συντρόφισσα.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος μας λεει μιλώντας γι’ αυτό το θέμα:
“Ο εξηνταπεντάρης Ζορμπάς παίζει σαντούρι, χορεύει, πίνει, πηγαίνει με γυναίκες, χαίρεται τη ζωή με τη διάθεση και με την άνεση ενός πολύ νέου ανθρώπου. Πολύ περισσότερο, λοιπόν, ο εξηντάρης Καζαντζάκης έχει καιρό μπροστά του να προσαρμοστεί και να ζήσει, αφήνοντας το στραβό δρόμο που πήρε, αλλάζοντας ζωή”, Νικηφόρος Βρεττάκος, (“Νίκος Καζαντζάκης, η αγωνία του και το έργο του”, σ. 639).
(Νομίζω, πως κάποιο λάθος κάνει ο Βρεττάκος με το  “εξηντάρης Καζαντζάκης” κι “εξηνταπεντάρης” Ζορμπάς. To 1917, ο Καζαντζάκης ήταν 34 χρονών. Για το Γιώργη Ζορμπά, πάλι, το 1917 ήταν 52 χρονών, ενώ το 1943 ήταν ήδη πεθαμένος. Τα νούμερα, λοιπόν, που μας δίνει ο Βρεττάκος,  65 και 60, δε βγαίνουν. Θέλω να πω πως ο Ζορμπάς δεν περνούσε τον Καζαντζάκη πέντε χρόνια, αλλά δέκα οχτώ. Ο Ζορμπάς γεννήθηκε το 1865 ενώ ο Καζαντζάκης το 1883). 
Ο Καζαντζάκης, όμως, δε θα μπορούσε να κάνει τη ζωή του Αλέξη Ζορμπά. Είχε άλλα στο νου του, αφού έλεγε συνέχεια: “Το χρόνο μου θα ήθελα να τον μοιράσω ως εξής: Εννιά μήνες αυστηρή απομόνωση και τρεις μήνες ταξίδια”. Δηλαδή, ο Καζαντζάκης ήθελε δώδεκα μήνες το χρόνο απομόνωση. Μα όταν ταξιδεύουμε και βρισκόμαστε ανάμεσα, έστω και σε χιλιάδες άγνωστους, δεν είναι κι αυτό μια μορφή απομόνωσης;
Και η Έλλη Αλεξίου αναφέρεται στις μοναξιές του Καζαντζάκη:
“Ήταν ατομικιστής από έμφυτη προδιάθεση κι από επίκτητη καλλιέργεια. Δεν μπορούσε να δει τον εαυτό του δεμένο με το σύνολο”. Και: “Δε μισούσε τους ανθρώπους μα τον ενοχλούσε η παρουσία τους δίπλα του. Όλων των ανθρώπων η παρουσία”. Και: “Ζούσε ανάμεσα στους ανθρώπους μόνο φαινομενικά. Στην πραγματικότητα πέρασε τη ζωή του μέσα σ’ ένα στεγανό ατομικό θάλαμο, όπου δεν τον έφτανε κανένας θόρυβος των εγκόσμιων”. Και ο ίδιος ο Καζαντζάκης μας λεει: “Τίποτα και κανένα δε νοσταλγώ, μήτε τόπο μήτε άνθρωπο. Η αυτονομία μου είναι απάνθρωπη”. Και: “Τώρα νιώθω τι μονάχα ταιριάζει στην ψυχή μου: μοναξιά και βουνό” (“Για να γίνει μεγάλος”, σελίδες 135, 137 και 138).
Επίσης και στο “Ζορμπά” φαίνεται πως ο Καζαντζάκης ακόμα κι όταν ξέκοβε από μια φιλοσοφία κρατούσε αυτά  που νόμιζε πως χρειαζόταν. Θυμάται πως κάποτε – στη δεκαετία του ΄20 – ήταν επαναστάτης και κομμουνιστής. Γι’ αυτό πετάει και πολλά επαναστατικά: 
“Κι έκανα ρομαντικά σχέδια, να πάνε καλά οι δουλειές του λιγνίτη. Να οργανώσουμε ένα είδος κομμούνα, όπου όλοι να δουλεύουμε, όλα να ’ναι κοινά, να τρώμε μαζί  όλοι το ίδιο φαΐ, να ντυνούμαστε τα ίδια ρούχα, σαν αδέλφια” (“Ζορμπάς”, σ. 74).
Ας έρθουμε στη χήρα, την Κατερίνα, λέγοντας απ’ την αρχή, πως ο Καζαντζάκης επαναλαμβάνεται σε πολλά μυθιστορήματα του, έχοντας πάντοτε χήρες και γυναίκες, που όχι μόνο τις κακομεταχειρίζονται  οι άντρες, αλλά ακόμα και τις σκοτώνουν. Στο “Ζορμπά” του είναι η Κατερίνα, στο “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”, πάλι η Κατερίνα και στο “Ο Καπετάν Μιχάλης”, η Εμινέ Χανούμ.
Αυτό το κάνει, ο Καζαντζάκης, για δυο λόγους. Πρώτα για να δείξει το πόσο  πεσμένη ήταν η γυναίκα εκείνα τα χρόνια. Τέτοιες εμπειρίες είχε κι ο ίδιος με τον αγριάνθρωπο πατέρα του που κακομεταχειριζόταν τη γυναίκα του και που δεν ήθελε ούτε να βλέπει τις κόρες του. Ο Καζαντζάκης είχε δυο αδελφάδες (είχε κι έναν αδελφό που πέθανε μικρός). Τόσο, όμως, δεν τις ήθελε ο πατέρας τους, ο Μιχάλης Καζαντζάκης (1856 - 1932), που όταν πήγαινε στο σπίτι του, οι κόρες του κρυβόντουσαν από φόβο  
{Νομίζω, πως ο πρώτος λογοτέχνης μας που αναφέρθηκε σ’ αυτό το θέμα – την κακομεταχείριση της γυναίκας - είναι ο Ιωάννης Κονδυλάκης (1862 - 1920), στον “Πατούχα” του}.
Ο δεύτερος λόγος είναι για να δείξει ο Καζαντζάκης την υποκρισία που μας δέρνει. Όλοι γλυκοκοιτάζουν και λαχταρούν την κάθε χήρα, απ’ τη μια κι απ’ την άλλη την κακολογούν, και μέχρι που την σκοτώνουν. Αυτά κάνει η σεμνοτυφία, που στα σίγουρα είναι η χειρότερη μορφή κοινωνικής προστυχιάς. Ο Γιάννης Ρίτσος (1909 – 1990), σε μια συνέντευξή του λεει, πολύ σωστά: “Η αξιοπρέπεια που βλέπουμε γύρω μας είναι αναξιοπρέπεια. Είναι σεμνοτυφία” (Όλα αυτά τα λεω κι αλλού).
Πολύ πετυχημένα, επίσης, παρουσιάζει ο Καζαντζάκης, την πρώην μετρέσα πολυτελείας, την μαντάμ Ορντάνς. Αυτή αν κι έχει γεράσει πια δε το βάζει κάτω. Αναπολώντας τα παλιά της μεγαλεία, τότε που είχε σχέσεις με τους ναύαρχους των στόλων των μεγάλων δυνάμεων, κολακεύεται εύκολα θέλοντας κι έρωτες.
 Η Μαντάμ Ορντάνς – Madam Horntanse (1863 – 1938) – είναι πραγματικό πρόσωπο. Ήταν γαλλίδα και το όνομά της ήταν Αδελίνα Γκιτάρ. Ασκώντας, λοιπόν, την πορνεία βρέθηκε στην Κρήτη, ικανοποιώντας τις ανάγκες.... των αξιωματικών των στόλων των Μεγάλων Δυνάμεων. Είχε μεγάλες διασυνδέσεις με τις γαλλικές κυβερνήσεις, αφού γερνώντας μέχρι που έγινε και πρόξενος της Γαλλίας, στην Κρήτη. Στο τέλος, αφού περιπλανήθηκε, για κάποιο διάστημα, στο Ηράκλειο και τη Σητεία, εγκαταστάθηκε στην Ιεράπετρα, όπου είχε εστιατόριο και χαρτοπαιχτική λέσχη, μέχρι το τέλος της ζωής της.     
Επίσης, θέλοντας, ο Καζαντζάκης να δείξει πως οι θρησκείες ζητούν πολλά απ’ τους πιστούς, κάνοντάς τους υποκριτές, ή θέλοντας να τους κάνουν να έχουν συνέχεια τύψεις κι ενοχές για τις διάφορες “αμαρτίες” τους, κι έτσι να μπορούν να τους κουμαντάρουν, βάζει τις γριούλες να σκυλεύουν τα υπάρχοντα της μαντάμ Ορντάνς, προτού ακόμα να ξεψυχήσει. Απ’ τη μια, λοιπόν, οι γριές θρησκεύονται, πηγαίνοντας στις εκκλησιές κτλ, κι από την άλλη ιεροσυλούν μπροστά σε μια ετοιμοθάνατη.
Ο Καζαντζάκης, δηλαδή, μέσα απ’ την τέχνη, μας λεει πως οι πιστοί υποκρίνονται τους θεοφοβούμενους, ή πως πιστεύουν σε μερικά, απ’ αυτά που λένε οι θρησκείες, ενώ απορρίπτουν άλλα. Άρα, τα παραγγέλματα των θρησκειών δε βρίσκουν εφαρμογή στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων.
Και τέλος, το “Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά”, είναι ένα αριστούργημα, στον παγκόσμιο χώρο, και ίσως το καλύτερο γράψιμο του Νίκου Καζαντζάκη. Έχει μεταφραστεί σ’ όλες τις γνωστές γλώσσες. Εκδίδεται κι επανεκδίδεται και κουβεντιάζεται  απ’ τους κριτικούς της τέχνης, ανά τον κόσμο, χωρίς βέβαια να έχει γίνει “μπεστ σέλερ”. Αυτά είναι ύποπτα γραψίματα.
Ο “Ζορμπάς”, το 1954 πήρε το Α΄ Βραβείο ξένου μυθιστορήματος στη Γαλλία.  Μεγάλη, υπόθεση, αφού για πρώτη φορά έλληνας λογοτέχνης έτυχε τέτοιας διάκρισης.
Στη συνέχεια το 1964, έγινε και ταινία, “Ζορμπάς ο Έλληνας”, με σκηνοθέτη το Μιχάλη Κακογιάννη (1922 - 2011), και πρωταγωνιστές τον Άντονυ Κουίν (1915 - 2001),  τον Άλαν Μπέιτς (1934 - ), τη Λίλα Κέντροβα (1918 – 2000), την Ειρήνη Παππά (1926 - ), το Σωτήρη Μουστάκα (1940 – 2007) κτλ.
 Η μουσική επένδυση  είναι του Μίκη Θεοδωράκη (1925 -   ). Έτσι γνωρίστηκε, καθιερώθηκε κι αγαπήθηκε και το Συρτάκι έξω απ’ την Ελλάδα. Η ταινία  είχε παγκόσμια απήχηση. Προτάθηκε για έξι Όσκαρ και τελικά πήρε τα τρία.  Επίσης ανέβηκε και στο Μπροντγουέι δυο φορές, το 1968, 305 παραστάσεις, και το 1983, 362 παραστάσεις.
Μάλιστα, το 2011 θ’ ανέβει για τρίτη φορά  στο Μπρόντγουέι, με πρωταγωνιστή τον ισπανό ηθοποιό, Αντόνιο Μπαντέρας (1960 -  ). Νομίζω, πως αυτό λεει πολλά. Πότε ξαναείδαν έργα ελλήνων λογοτεχνών τέτοιες δόξες; Και ποιος άλλος νεοέλληνας λογοτέχνης δόξασε, όσο ο Καζαντζάκης, τα ελληνικά γράμματα, βγάζοντάς τα κι όξω απ’ την Ελλάδα, πριν απ’ το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο;
Γιατί να μην πούμε πως γυρίστηκαν ακόμα δυο ταινίες που είχαν σαν θέμα δυο μυθιστορήματα του Καζαντζάκη: “Εκείνος που πρέπει να πεθάνει”, από το “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”, σε σκηνοθεσία του Ζυλ Ντασέν (1911 – 2008),  το 1957. Αυτήν την ταινία την πρόλαβε ο Καζαντζάκης. Μάλιστα πήγε και στην πρεμιέρα, στις Κάνες. Επίσης γυρίστηκε ταινία κι “Ο Τελευταίος Πειρασμός” του, το 1998, σε σκηνοθεσία του Μάρτιν Σκορτσέζε (1942 - ).


 * Ο Γιώργος Μακρίδης, κάτοικος Αυστραλίας, είναι λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας.