23.3.16

Η θεωρία της “σπονδυλικής στήλης” στη σημερινή πραγματικότητα


του Στρατή  Χαραλάμπους, Αντιστρατήγου Πυροβολικού ε.α.
Στις αρχές του 1915 και ενώ μαινόταν ο μεγάλος πόλεμος (1914-18), στο διπλωματικό πεδίο διεξαγόταν μία πραγματική μάχη εκ μέρους των δυο αντιμαχόμενων συνασπισμών (Αντάτ-Τριπλή Συμμαχία) για να προσεταιριστούν τα ουδέτερα, μέχρι τότε, κράτη της Βαλκανικής (Βουλγαρία, Ρουμανία και Ελλάδα).
Η  Χώρα μας με ηγέτη τον πρωθυπουργό Ε. Βενιζέλο και στο Θρόνο τον Στρατηλάτη Βασιλέα Κωνσταντίνο, οι οποίοι  είχαν τελείως αντίθετες απόψεις για την συμμετοχή μας στον πόλεμο, ακροβατούσε μεταξύ της λαχτάρας για την εκπλήρωση του οράματος της «Μεγάλης Ιδέας» και της σκληρής πραγματικότητας.
Την τελευταία επέβαλε η κακή οικονομική και κοινωνική κατάσταση, που είχε δημιουργηθεί από τα έξοδα των βαλκανικών πολέμων και της ανάγκης ανόρθωσης και βελτίωσης της κατάστασης των περιοχών    που μόλις είχαν προσαρτηθεί στο Ελληνικό κορμό, σε συνδυασμό με τις περιορισμένες δυνατότητες στο διπλωματικό και στρατιωτικό τομέα.
Η  Μεγάλη Βρετανία, προκειμένου να επιτύχει την έξοδο στον πόλεμο της Βουλγαρίας, που τη θεωρούσε σημαντική στη αντιμετώπιση του άξονα Τριπλής Συμμαχίας-Τουρκίας δεν δίστασε δια του πρέσβη της στην Αθήνα Σέρ Φράνσις Έλλιοτ, στις 10 Ιανουαρίου 1915 να προτείνει στον πρωθυπουργό Βενιζέλο την παραχώρηση της Σμύρνης και μέρους της ενδοχώρας της σε αντάλλαγμα της παραχώρησης από την Ελλάδα στη Βουλγαρία των νομών Καβάλας και Δράμας, που μόλις είχαν απελευθερωθεί. Πρόταση που περιέλαβε ο Βενιζέλος στα δύο υπομνήματά του, 11 και 17 Ιανουαρίου 1915, προς το Βασιλέα. Ακολούθησε ο διχασμός, το τέλος του πολέμου και η Μικρασιατική περιπέτεια για να καταλάβουμε και διατηρήσουμε τα εδάφη που μας είχαν τάξει η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, με τα γνωστά θλιβερά αποτελέσματα.
Έναν αιώνα και πλέον μετά, η Χώρα μας βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα παρόμοιο δίλλημα, τηρουμένων πάντα των αναλογιών. Σήμερα αντί του πολέμου, είναι αντιμέτωπη με το τεράστιο προσφυγικό πρόβλημα που δημιούργησαν οι πολιτικές των ισχυρών δυνάμεων στις περιοχές της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Η πολυπόθητη «Ιωνία» έδωσε τη θέση της στη λεγόμενη «διαγραφή του ελληνικού χρέους», που κατά τους ειδικούς θα συντελέσει, μαζί με άλλους παράγοντές, στην έξοδο από το οικονομικό τέλμα. Η Καβάλα και η Δράμα αντικαταστάθηκαν με το Αιγαίο, όπου η Άγκυρα  σταδιακά και μεθοδευμένα από το 1974 σε διμερές και διεθνές επίπεδο προσπαθεί να επιβάλει, αφενός την αναθεωρητική πολιτική της, εκμεταλλευόμενη τη δυνατότητα της να ελέγχει τις ροές των προσφύγων-λαθρομεταναστών προς τα νησιά του Αιγαίου, αφετέρου τη γεωπολιτική αξία της.
Συγκεκριμένα, η Γερμανία, ως οικονομικά ηγέτιδα δύναμη στην Ευρωπαϊκή  Ένωση και ταυτόχρονα ο μεγαλύτερος δανειστής της Χώρας μας, θέλοντας να μειώσει την προώθηση προσφύγων στην Κεντρική Ευρώπη  προσπάθησε να επιτύχει τις κοινές περιπολίες των δυνάμεων ακτοφυλακής των δύο χωρών στο Αιγαίο,  με στόχο την αναχαίτιση των κυμάτων των προσφύγων. Σαν μέσα χρησιμοποίησε  την  παροχή κεφαλαίων της Ε.Ε. στην Τουρκία και την  υπόσχεση για σταδιακή επιτάχυνση της διαδικασίας ένταξης της στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Φυσικά, η Ελληνική κυβέρνηση κατάλαβε την «παγίδα» και δεν δέχθηκε.
Τότε, βρέθηκε ο «Δούρειος Ίππος» που ονομάζεται ΝΑΤΟ, το οποίο ανέλαβε  αποστολή στο Αιγαίο  για  πληροφόρηση της Τουρκίας σχετικά με τις κινήσεις των Τούρκων διακινητών στα παράλια της Μικράς Ασίας, ώστε αυτή να αντιδρά έγκαιρα  και να αποτρέπει το πέρασμα στα ελληνικά νησιά.
Δεν πέρασαν λίγες ημέρες από την ενεργοποίηση της ναυτικής δύναμης του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο και η Τουρκία άρχισε την μεθοδευμένη και συντονισμένη δράση της, με στόχο να επιτύχει την αμφισβήτηση στο επίπεδο της Συμμαχίας των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων (εναέριος χώρος, FIR Αθηνών,  «αμφισβητούμενης κυριαρχίας» νησίδες, αποστρατικοποίηση ορισμένων  νησιών, έρευνα και διάσωση…..). Ακόμη και πρόσφατα  ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών,  παρουσία του Έλληνα ομολόγου του,  με έμμεσο τρόπο  έθεσε το θέμα της δήθεν ύπαρξης στο Αιγαίο νησίδων με «αμφισβητούμενη κυριαρχία».
Στα επιτελεία του ΝΑΤΟ είναι σίγουρο ότι, οι Τούρκοι πολιτικοί και στρατιωτικοί εκπρόσωποι, με κάθε ευκαιρία που θα παρουσιάζεται, προφορικά και γραπτά θα προσπαθούν να «περάσουν» τις απόψεις τους, όπως έκαναν και επί χρόνια με τον «αποκλεισμό» της Λήμνου από τον  επιτελικό σχεδιασμό της Συμμαχίας.
Η  Ελληνική Κυβέρνηση δεν θα πρέπει να ξεχνά ότι, το ΝΑΤΟ είναι αμυντικός σχηματισμός και κατά την πάγια πρακτική του δεν ασχολείται με τα προβλήματα μεταξύ των συμμάχων κρατών. Οι δε μεγάλες δυνάμεις που τώρα υποστηρίζουν τις ελληνικές θέσεις, όταν τα συμφέροντά τους τεθούν σε κίνδυνο, σίγουρα θα διαφοροποιηθούν. Το ίδιο εξάλλου έπραξαν και οι χώρες της Αντάτ μετά το τέλος του πολέμου το 1918 και άφησαν την Ελλάδα μόνη της να επιβάλει την συνθήκη ειρήνης στην Τουρκία, αφού αυτοί είχαν εξασφαλίσει τα εδαφικά και οικονομικά κέρδη τους.
Ο Εθνάρχης Ελευθέριος Βενιζέλος απαντώντας σε σχετική ερώτηση στη Βουλή των Ελλήνων στις 2-3-1913, σχετικά με την αποδοχή, εκ μέρους του, για την παραχώρηση της Καβάλας και της Δράμας στη Βουλγαρία κατά την σύναψη της Ελληνο-Βουλγαρικής Συνθήκης, ανέφερε «ότι και να μου  πρόσφεραν αυτές τις επαρχίες δεν θα τις δεχόμουν, διότι η σπονδυλική στήλη της Ελλάδας είναι μικρή για να τις αντέξει».
Η  Ελληνική Κυβέρνηση αλλά και οι λοιποί πολιτικοί αρχηγοί θα πρέπει να γνωρίζουν πολύ καλά ότι: Το Αιγαίο δεν είναι όπως οι περιοχές που μνημονεύτηκαν το 1913, αλλά είναι η «σπονδυλική στήλη» της Ελλάδας. Χωρίς αυτό η ηπειρωτική Ελλάδα δεν δύναται να σταθεί,  ούτε να προκόψει ούτε να ευημερήσει, γεγονός που αποδεικνύεται από την ιστορία τριών χιλιάδων χρόνων  και θα συνεχίσει και στο μέλλον.
Η Τουρκία βρίσκεται σε πολύ δυσκολότερη κατάσταση από τη Χώρα μας και συγκεκριμένα, απέτυχε η εξωτερική της πολιτική στη Συρία. Με τη Ρωσία οι σχέσεις της είναι στο μηδέν, με σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις. Η εσωτερική ειρήνη που είχε επιτευχθεί με τους Κούρδους έχει μετατραπεί σε «ακήρυκτο πόλεμο». Η κοινωνική γαλήνη έχει διαταραχθεί από τις αντιδημοκρατικές πρακτικές της ηγεσίας της και η οικονομική σταθερότητα της είναι υπό αμφισβήτηση.
Οι πολιτικές ηγεσίες εκλέγονται για να παίρνουν δύσκολες αποφάσεις όταν οι περιστάσεις το απαιτούν και όχι για την απλή διαχείριση. Οι αποφάσεις όμως αυτές δεν θα πρέπει να λαμβάνονται με γνώμονα τους πολιτικούς στόχους  των κομμάτων τους και την μελλοντική επιβίωση τους, αλλά με γνώμονα το «εθνικό συμφέρον», το οποίο δεν καθορίζεται από την ιδεολογία κάθε κομματικού σχηματισμού, αλλά από τη Εθνική Στρατηγική που χαράσσεται με βάση τις αρχές της προάσπισης της εθνικής κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας και της ευημερίας του Ελληνικού Λαού.
medintelligence