7.7.15

Χύμα Αποστάγματα: Εκρηκτικό κοκτέιλ λαθρεμπορίου & νοθείας

του συνεργάτου μας, κ.  Λεωνίδα Κουμάκη
Με το ισχύον σαθρό σύστημα, ένας αμβυκούχος – αμπελουργός έχει την δυνατότητα να διακινήσει έως και 365 φορές μεγαλύτερη ποσότητα αφορολόγητου αποστάγματος από αυτήν που δικαιούται!
Σε μια εποχή που η Ελλάδα «στραγγαλίζεται» μεθοδικά από αδίστακτους πιστωτές, ταλαιπωρείται από ένα φαύλο κύκλο δανεισμού – εξόφλησης χρεών και αναζητά εναγωνίως νέους πόρους εσόδων, υπάρχει μια ολόκληρη στρατιά Ελλήνων, Αλβανών & Βούλγαρων λαθρεμπόρων οι οποίοι εδώ και πάρα πολλά χρόνια συνεχίζουν ακλόνητοι ένα πραγματικό πάρτι σε βάρος των κρατικών ταμείων, της Ελληνικής κοινωνίας και –κυρίως- της υγείας μας! Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με την σειρά:

Στην Ελλάδα μόλις πριν από μερικές δεκαετίες λειτουργούσαν περισσότερες από 600 ποτοποιίες απλωμένες σε ολόκληρη τη χώρα, παράγοντας δεκάδες αποστάγματα τα οποία κατείχαν κυρίαρχη θέση στην Ελληνική αγορά και εξασφάλιζαν αξιόλογες εξαγωγικές επιδόσεις.
Η μεγάλη «εισβολή» εισαγόμενων αποσταγμάτων από την δεκαετία του 1980,  η σταδιακή μετατροπή του «εθνικού ποτού» από ούζο σεουίσκι με την αθεράπευτη ξενομανία των σύγχρονων Ελλήνων και η ύπαρξη κραυγαλέων αδυναμιών στον έλεγχο και στην διακίνηση της παραγωγής αποσταγμάτων από το πελατειακό σύστημα του πολιτικού μας προσωπικού, οδήγησαν στην αύξηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης Οινοπνεύματος και του Φόρου Κύκλου Εργασιών σε δυσθεώρητα ύψη –πέμπτη θέση στην Ευρώπη των 28- το οποίο με την σειρά του, οδήγησε στην ραγδαία επέκταση του λαθρεμπορίου και της νοθείας.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι σήμερα ο κλάδος της Ελληνικής Ποτοποιίας και Αποσταγματοποιίας να έχει συρρικνωθεί σε λιγότερες από 200 επιχειρήσεις –το συντριπτικό τους ποσοστό είναι μικρές, οικογενειακές επιχειρήσεις- τα νοθευμένα ποτά-μπόμπες να διακινούνται ευρύτατα και η Ελληνική αγορά να έχει πλημμυρίσει από χύμα τσίπουρο και τσικουδιά δήθεν «απευθείας από τον παραγωγό» (και για τα δύο προϊόντα αναγνωρίστηκαν περιοχές Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης στο παράρτημα ΙΙΙ του κανονισμού 110/2008)  με την «ασήμαντη» όμως λεπτομέρεια ότι το 85% της ποσότητας που διακινείται χύμα αποτελεί ένα επικίνδυνο κοκτέιλ λαθρεμπορίου και νοθείας!
Ας δούμε όμως πως το διάτρητο νομικό καθεστώς που ισχύει, επιτρέπει το όργιο του λαθρεμπορίου που επικρατεί στην Ελληνική αγορά:
Στο παραδοσιακό μας τσίπουρο (όπως και στην τσικουδιά), οι αμπελουργοί έχουν το δικαίωμα να αποστάζουν την δική τους παραγωγή στεμφύλων, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις (άρθρο 7, παρ Ε, Ν. 2969/2001), τόσο για δική τους χρήση όσο και για διάθεση σε τρίτους χωρίς την καταβολή του υπέρογκου Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης – πληρώνουν μόνο ένα συμβολικό ποσό 0,59 Ευρώ ανά λίτρο, όταν ο αντίστοιχος Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης και το ΦΠΑ σε νόμιμα παραχθέντα και φορολογημένα τσίπουρα / τσικουδιά  είναι περίπουδεκαπλάσιος.
Για την απόσταξη της δικής του παραγωγής στεμφύλων ο αμπελουργός απευθύνεται αρχικά στην διεύθυνση αγροτικής ανάπτυξης και στην  συνεχεία  στο τοπικό τελωνείο της περιοχής του, το οποίο του χορηγεί άδεια απόσταξης για την ποσότητα που αντιστοιχεί στην  παραγωγή των αμπελώνων του, σε αναλογία 70 λίτρων προϊόντος απόσταξης για κάθε 1.000 κιλά σταφυλιών.
Ο αμπελουργός με την σειρά του, εάν δεν είναι ο ίδιος αμβυκούχος, παραδίδει άδεια και στέμφυλα σε διάφορους αμβυκούχους που κάνουν αυτή τη δουλειά. Απαγορεύεται, πέρα από κάθε λογική, να παραδώσει σε νόμιμα λειτουργούντες αποσταγματοποιούς ή οινοπνευματοποιούς, οι οποίοι ελέγχονται εξονυχιστικά με μεγάλη συχνότητα από τις αρμόδιες κρατικές αρχές.
Το αποτέλεσμα της παραπάνω διαδικασίας είναι οι 6.000 περίπου αμβυκούχοι, που δεν είναι υποχρεωτικά και αμπελουργοί,  να χρησιμοποιούν άδειες απόσταξης που τους παραδίδουν πολλοί μικροί ή μεγάλοι αμπελοκαλλιεργητές παράγοντας τσίπουρο για λογαριασμό τους. Φυσικά για την υπηρεσία που παρέχουν στους αμπελουργούς αμείβονται σαν κάθε επιτηδευματίας, αλλά διακινούν το απόσταγμα που παράγουν χωρίς κανένα φόρο και χωρίς κανένα έλεγχο, χωρίς στοιχεία του ΚΒΣ αφού έχουν το απίστευτο «προνόμιο» η άδεια απόσταξης να αποτελεί ταυτόχρονα και έγγραφο διακίνησης αποσταγμάτων!
Τούτο συμβαίνει διότι οι αμπελουργοί έχουν το δικαίωμα να διακινούν ελεύθερα, χωρίς τιμολόγια ή δελτία αποστολής, την ποσότητα που αναγράφεται στην άδεια με απλή επίδειξη της άδειας απόσταξης που θεωρείται από τον νόμο και έγγραφο διακίνησης.  Με την μικρή «διαφορά» ότι η διακίνηση τελικά δεν γίνεται από τους αμπελουργούς, αλλά από τους αμβυκούχους – αμπελουργούς, ενώ μπορεί κάποιος να διακινεί καθημερινά, 365 μέρες τον χρόνο, την ποσότητα που αναγράφει η άδεια. Δηλαδή, να διακινήσει έως και 365 φορές μεγαλύτερη ποσότητα από αυτήν που δικαιούται!
Τα αποτελέσματα της απαράδεκτης αυτής κατάστασης είναι πεντακάθαρα στην αγορά: Εισάγεται τεράστια ποσότητα λαθραίων αποσταγμάτων αμφίβολης ποιότητας χωρίς κανένα έλεγχο, χωρίς κανένα φόρο,  και διοχετεύονται στην Ελληνική αγορά χύμα είτε σαν (δήθεν) «χύμα τσίπουρο ή τσικουδιά του παραγωγού» με «νόμιμο» έγγραφο διακίνησης την άδεια απόσταξης, είτε σαν «αυθεντικό» ουίσκι ή άλλα ποτά που τοποθετούνται πρόχειρα σε φιάλες με ψεύτικες ετικέτες χωρίς κανένα συνοδευτικό στοιχείο  – όλα διοχετεύονται ανεξέλεγκτα στην αγορά σε αναρίθμητα σημεία εστίασης ή διασκέδασης χωρίς έλεγχο, χωρίς Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης, χωρίς ΦΠΑ και με μεγάλο κίνδυνο για την δημόσια υγεία!
Από την μία πλευρά, η συντεχνιακή πολιτική και η συνδικαλιστική «προστασία» που απολαμβάνουν οι αμβυκούχοι ώστε να «παράγουν» ελεύθερα «φτηνό» (ουσιαστικά αφορολόγητο) απόσταγμα, εμποδίζει κάθε προσπάθεια καθιέρωσης στοιχειωδών κανόνων και ελέγχων στην παραγωγή και στην διακίνηση των αποσταγμάτων. Οι διάφοροι «αγροτοπατέρες» με την απαραίτητη υποστήριξη γνωστών πολιτικών του πελατειακού κράτους, τοποθετούνται σαν ασπίδα προστασίας σε όλους όσους εφοδιάζουν το απέραντο λαθρεμπόριο, εμποδίζοντας την υιοθέτηση οποιουδήποτε μέτρου αντιμετώπισης του προβλήματος.
Από την άλλη πλευρά, η μεγάλη διαφορά των συντελεστών του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης μεταξύ Ελλάδος και όμορων κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε συνδυασμό με την ελεύθερη κυκλοφορία προϊόντων εντός της ενιαίας αγοράς, δημιουργεί άριστες προϋποθέσεις για την ραγδαία εξάπλωση του λαθρεμπορίου αποστάγματος το οποίο διατίθεται μαζικά μέσα στην Ελλάδα για κάθε «χρήση».
Στις 12 Ιουνίου 2015 σε ειδική ημερίδα ενημέρωσης των στελεχών του Υπουργείου Οικονομικών από εκπροσώπους του Συνδέσμου Ελληνικών Αποσταγμάτων και Οινοπνευματωδών Ποτών (ΣΕΑΟΠ) και της Ένωσης Επιχειρήσεων Αλκοολούχων Ποτών (ΕΝ.Ε.Α.Π.), στην οποία συμμετείχε και ο Πρόεδρος της «Ένωσης Αποσταγματοποιών Αμπελοοινικών Προϊόντων Ελλάδος» (ΕΝ.ΑΠ.Α.Π.Ε.), εκτέθηκε αναλυτικά το τεράστιο πρόβλημα που εμποδίζει κάθε νόμιμη επιχείρηση του κλάδου να αναπτυχθεί προς όφελος μιας στρατιάς λαθρεμπόρων που θησαυρίζουν σε βάρος των κρατικών ταμείων, της κοινωνίας και της υγείας μας.
Λίγες μέρες αργότερα (22 Ιουνίου 2015) ο ΣΕΑΟΠ οργάνωσε ημερίδα με τίτλο «Λαθρεμπόριο αλκοολούχων ποτών & οι επιπτώσεις του στην εγχώρια παραγωγή» για να αναδείξει το πρόβλημα  του παράνομα διακινούμενου τσίπουρου διημέρων, τις καταστροφικές συνέπειες που έχει για τα δημόσια έσοδα, τις λιγοστές πλέον επιχειρήσεις που απέμεναν να προσφέρουν φόρους και απασχόληση στην κοινωνία, καθώς και τον κίνδυνο που περικλείει για την δημόσια υγεία.
Στα πλαίσια της ημερίδας αυτής αποκαλύφτηκε ότι η εγχώρια κατανάλωση που πληρώνει κανονικά τους φόρους της μειώθηκε μεταξύ 2010 και 2013 κατά 40% προς όφελος των λαθρεμπόρων που θησαυρίζουν καλύπτοντας το κενό, αφού το μεν λαθρεμπόριο αλκοολούχων ποτών εκτιμάται σε 8,2 εκατ. φιάλες,  με 130 εκατ. Ευρώ απώλεια φορολογικών εσόδων κάθε χρόνο, ενώ το παράνομα διακινούμενο τσίπουρο διημέρων αγγίζει τα 10,8 εκατ. λίτρα και η αντίστοιχη απώλεια φορολογικών εσόδων ανέρχεται στα €97,7 εκατ.
Ο κλάδος των αλκοολούχων ποτών* που λειτουργεί νόμιμα, αποδίδει κάθε χρόνο στα κρατικά ταμεία συνολικά φορολογικά έσοδα 353 εκατ. Ευρώ με 27.000 άμεσα ή έμμεσα απασχολούμενους, ενώ θα μπορούσε να προσφέρει πολλαπλάσια φορολογικά έσοδα και απασχόληση αν το κράτος έκανε σωστά την δουλειά του και εξουδετέρωνε το λαθρεμπόριο και την νοθεία που κυριολεκτικά οργιάζουν.
.
ΕΙΚΟΝΑ 2.jpegΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Ένα πρόβλημα ολόκληρων δεκαετιών που επιδεινώθηκε δραματικά μετά τον υπερδιπλασιασμό του φόρου οινοπνεύματος την περίοδο 2009-2011 και την ραγδαία επέκταση της οικονομικής κρίσης, απειλεί να μετατραπεί σε προχωρημένο καρκίνο όλων των επιχειρήσεων οι οποίες λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους του κράτους, πληρώνουν υπέρογκους φόρους, δημιουργούν θέσεις εργασίας, συμβάλλουν στις εξαγωγές Ελληνικών παραδοσιακών αποσταγμάτων και έχουν την διάθεση να κάνουν επενδύσεις συνεισφέροντας στην ανάπτυξη της εθνικής μας οικονομίας. Ο προχωρημένος καρκίνος που τους απειλεί είναι το λαθρεμπόριο το οποίο εξαπλώνεται συνεχώς – σύμφωνα με καταγεγραμμένα στοιχεία η συνολική παραγωγή των «αμπελουργών» ή «διήμερων παραγωγών» είναι 6.000.000 περίπου λίτρα έτοιμου προϊόντος, δηλαδή υπερ-διπλάσια της οργανωμένης παραγωγής που πληρώνει κανονικά τους φόρους της.
Αν στην απίστευτη αυτή κατάσταση προσθέσουμε ότι οι καταγεγραμμένες άδειες απόσταξης  «επαναχρησιμοποιούνται» συνεχώς, ότι υπάρχει άγνωστος αριθμός παράνομων καζανιών (άμβυκες) και απροσδιόριστος όγκος εισαγωγών λαθραίου αποστάγματος, πρέπει να συμφωνήσουμε με τις εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών που ανεβάζουν την συνολική παραγωγή λαθραίων προϊόντων αποστάγματος σε… 24 εκατομμύρια λίτρα ετησίως!!
Η κατάσταση αυτή που για ολόκληρες δεκαετίες ταλαιπωρεί ένα σπουδαίο κλάδο της Ελληνικής οικονομίας, επεκτείνεται διαρκώς από την (επιεικώς) αδιαφορία ή ανικανότητα του Ελληνικού κράτους. Το διαχρονικό αυτό πρόβλημα μπορεί να επιλυθεί με λίγα απλά και εύκολα μέτρα:
(1)   Να καθιερωθεί μικρή, συγκεκριμένη διάρκεια ισχύος της άδειας απόσταξης που εξασφαλίζει ο αμπελουργός από το τελωνείο.
(2)   Να καθιερωθεί ακύρωση κάθε άδειας απόσταξης από αυτόν που κάνει την απόσταξη, με σαφή αναφορά ημερομηνίας, ποσότητας στεμφύλων που παρέλαβε και ποσότητας αποστάγματος που παρήγαγε.
(3) Η φορολόγηση του αποστάγματος των αμπελουργών με συμβολικό Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης (0,59 Ευρώ/λίτρο) να περιοριστεί μόνο στην σπιτική κατανάλωση με μέγιστο όριο τα 80 λίτρα αποστάγματος ετησίως.
(4)  Να παύσει η άδεια απόσταξης να αποτελεί έγγραφο διακίνησης τσίπουρου για τον αμπελουργό ή τον αμβυκούχο. Το τσίπουρο δεν αποτελεί αγροτικό προϊόν που διακινείται χωρίς τιμολόγια και χωρίς δελτία αποστολής όπως όλα τα κανονικά αγροτικά προϊόντα. Αποτελείμεταποιημένο προϊόν (σταφύλι που μετατρέπεται σε κρασί και στέμφυλα τα οποία στην συνέχεια αποστάζονται ώστε να προκύψει το τσίπουρο, η τσικουδιά κ.ο.κ.ε.) Αν ο αμπελουργός θέλει, πέρα από τις οικογενειακές του ανάγκες να κάνει και τον ποτοποιό πουλώντας σε τρίτους, δεν έχει παρά να εφοδιαστεί με τις αντίστοιχες άδειες και τα αντίστοιχα τιμολόγια / δελτία αποστολής. Ο δε αμβυκούχος που δεν είναι ταυτόχρονα και αμπελουργός, εισπράττει αμοιβή για κάθε απόσταξη και πρέπει να υποχρεωθεί στην έκδοση στοιχείων (τιμολόγιο / δελτίο αποστολής) σαν κάθε φορολογούμενος επιτηδευματίας που λειτουργεί στην χώρα μας.
Το λαθρεμπόριο κατατρώει σαν καρκίνος τα σωθικά όλων των νόμιμων επιχειρήσεων του κλάδου, αρπάζει αφορολόγητα χρήματα από τα κρατικά ταμεία τα οποία στενάζουν κάτω από την οικονομική κρίση, νοθεύει επικίνδυνα τον ελεύθερο ανταγωνισμό, τσακίζει την φήμη των αυθεντικών Προϊόντων Γεωγραφικής Ένδειξης ή άλλων γνωστών αποσταγμάτων σε Έλληνες και ξένους επισκέπτες και –πάνω από όλα-απειλεί την δημόσια υγεία. Σοβαρά περιστατικά πολλών θανάτων ή παρενέργειες από νοθευμένα αποστάγματα έχουν ήδη συμβεί σε γειτονικές μας χώρες και είναι βέβαιο πως κάποια στιγμή θα συμβούν και σε εμάς.
Αν υπάρχει αποφασιστικότητα και πολιτική βούληση η λύση του προβλήματος δεν είναι κανένας γόρδιος δεσμός. Επί ολόκληρες δεκαετίες δεν υπήρξε ούτε αποφασιστικότητα, ούτε πολιτική βούληση. Μήπως άραγε υπάρχουν σήμερα;
*Αλκοολούχο ποτό είναι οποιοδήποτε υγρό περιέχει αλκόολη και ανάλογα με τρόπο παρασκευής τους, χωρίζονται σε τρείς μεγάλες κατηγορίες: Η πρώτη κατηγορία είναι όσα ζυμώνονται (κρασί, μπύρα). Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τα ποτά που αποστάζονται (ούζοτσίπουρο, τσικουδιά, ουίσκυ,  βότκα και δεκάδες άλλα). Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει τα ηδύποδα, δηλαδή τα ποτά που παρασκευάζονται τεχνητά με την ανάμειξη προκαθορισμένης ποσότητας αιθυλικής αλκοόλης, νερού, αρωματικών και χρωστικών υλών (φυτικής ή και μη φυσικής προέλευσης) καθώς επίσης και γλυκαντικών ουσιών.