11.12.13

Η λογοτεχνική μας γωνιά

Φωτο Πασχάλης Μωυσιάδης


Φούγκα για δύο ασύμμετρες φωνές..."περισσότερος θάνατος"

 
 της Ρένας Ραψομανίκη

Ξημέρωσε μια ηλιόλουστη 20η Μαΐου με ιδανικές καιρικές συνθήκες για παρατήρηση. Η Αίγλη βεβαιώθηκε πως το καπνισμένο γυαλί βρισκόταν στην τσέπη της μαθητικής ποδιάς τυλιγμένο προσεκτικά μέσα  σε χοντρό ύφασμα. Φτάνοντας στο σχολείο πήρε την πρώτη κρυάδα. Το πρόγραμμα της μέρας είχε αλλάξει. Αντί για μαθήματα, τα δύο σχολεία –αρρένων και θηλέων- θα παρακολουθούσαν θεατρική παράσταση με το έργο του Πωλ Κλωντέλ «η θυσία» στο πνευματικό κέντρο της πόλης. Την παράσταση προετοίμαζαν οι μεγάλες τάξεις και η επίσημη παρουσίαση θα γινόταν την επομένη ενταγμένη στον επίσημο εορτασμό της επετείου της ένωσης της Επτανήσου με τη μητέρα Ελλάδα.  Η γενική πρόβα μετατράπηκε σε αβάν πρεμιέρ με κοινό τα μέλη της μαθητικής κοινότητας. Κάτω από άλλες προϋποθέσεις η αλλαγή θα ήταν ευπρόσδεκτη. Μα ήταν ολοφάνερο πως οι καθηγητές  είχαν αποφασίσει να τους προστατεύσουν με ριζικό τρόπο. Μαντρώνοντάς τους μέσα σε τέσσερις τοίχους, δεν επέτρεπαν στην αδημονία να τους οδηγήσει σε παράτολμες ή αστόχαστες ενέργειες στο επίμαχο χρονικό διάστημα της έκλειψης. 


Η  Αίγλη δυσκολευόταν να παρακολουθήσει την παράσταση. Το μυαλό της δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το απαγορευμένο φυσικό φαινόμενο που συνέβαινε έξω από την αίθουσα. Ήταν γενικά πειθαρχημένο παιδί, αλλά η παρόρμηση ήταν πολύ δυνατή κι έτσι γλίστρησε αθόρυβα από τη σκοτεινή αίθουσα, ξεφεύγοντας από την προσοχή των καθηγητών-επιτηρητών, που ήταν αφοσιωμένοι στα διαδραματιζόμενα στη σκηνή, και βγήκε στην τεράστια βεράντα του πρώτου ορόφου που έβλεπε στην κεντρική πλατεία. Η εικόνα που είδε μέσα από το καπνισμένο γυαλί έδειχνε πως είχε διαλέξει την καταλληλότερη στιγμή. Η σκιά της σελήνης είχε σκεπάσει το μεγαλύτερο κομμάτι της ηλιακής επιφάνειας αφήνοντας γύρο-γύρο ένα στενό φωτεινό δαχτυλίδι εντελώς ανεπαρκές όμως. Κοίταξε με γυμνό μάτι ένα γύρο. Το ημίφως που επικρατούσε δεν μπορούσε να συγκριθεί με καμιά γνώριμη εικόνα. Δεν ήταν το φως που αντιπαλεύει το σκοτάδι το χάραμα ούτε το γλαυκό του ξημερώματος, δεν ήταν το πολύχρωμο του ηλιοβασιλέματος ούτε η μουντάδα του δειλινού, δεν ήταν το γκριζωπό της συννεφιάς ούτε υπόμαυρο της καταιγίδας. Ήταν μια απόκοσμη κιτρινίλα που έντυνε τα, βενετσιάνικου στιλ, κτίρια της πλατείας  με ένα πέπλο μελαγχολίας. Ψυχή δεν φαινόταν ούτε στην πλατεία ούτε στους γύρο δρόμους ως εκεί που έφτανε το μάτι της και η ησυχία που επικρατούσε φάνταζε αλλόκοτη.  Η αφύσικη ψύχρα –παράλογη για τέτοια εποχή και τέτοια μεσημεριανή ώρα- την έκανε να ανατριχιάσει. Στο παιδικό της μυαλό όλα φάνταζαν εξωπραγματικά που έδεναν, όμως, μ' εκείνο το στίχο της Οδύσσειας που αναφερόταν στην έκλειψη : μια ανίερη ομίχλη είχε καλύψει τα πάντα. 

Με την προσφιλή της συνήθεια έψαξε για καθησυχαστικές σταθερές. Το μάτι της έπεσε στο άγαλμα στο κέντρο της πλατείας. Η λευκότητα του μάρμαρου είχε ήδη αλλοιωθεί από το πέρασμα του χρόνου έτσι που η εικόνα έμενε ανεπηρέαστη από την κιτρινίλα που έβαφε τα υπόλοιπα αντικείμενα. Ο ποιητής, αγέρωχος, ευθυτενής, πολύ μακριά από τα εγκόσμια, με το μπράτσο προτεταμένο σε μια θεατρική κίνηση και το μέτωπο ψηλά ατένιζε το βάθος αδιάφορος για ό,τι συνέβαινε γύρο του. “Φυσικά”, σκέφτηκε η Αίγλη “αφού αυτός δεν έχει στο νου του πάρεξ ελευθερία και γλώσσα”. Η όλη εικόνα έμοιαζε ακίνητη σαν πολυκαιρισμένη καρτ-ποστάλ. Λες και κάποιος είχε αφαιρέσει το χρώμα, τη λάμψη, τους ήχους, τη ζωή εντέλει. Αποφάσισε, μ’ ένα πονηρό χαμόγελο, πως δεν επρόκειτο να σνομπάρει ξανά την κοινότοπη έκφραση “ζωοδότης ήλιος” που χρησιμοποιούσαν κατά κόρο οι συμμαθητές της στις σχολικές εκθέσεις. Από την άλλη δεν υπήρχε τίποτα τρομακτικό. Το αναποδογύρισμα ποτέ δεν την φόβιζε εφόσον είχε εξήγηση κι εφόσον ήταν αναστρέψιμο.

Τότε γιατί ξαφνικά ο αέρας λιγόστεψε και της ήταν τόσο δύσκολο να αναπνεύσει;  Γιατί, ενώ η καρδιά της σταμάτησε να χτυπάει, όλο της το αίμα κατέβηκε ορμητικά από το κεφάλι στα πόδια  κι ένιωσε έντονη την τάση να λιποθυμήσει; Ο Τσουλούφης είχε πλησιάσει αθόρυβα και στάθηκε αντίκρυ της με την πλάτη γυρισμένη στην πλατεία. Το μελαχρινό του πρόσωπο είχε πάρει μια εξαϋλωμένη όψη κάτω από τον παράξενο φωτισμό, μα το συνωμοτικό του χαμόγελο, που σχολίαζε θετικά την ανυπακοή της, ήταν τόσο οικείο που την έκανε μονομιάς να συνέλθει. Άπλωσαν ταυτόχρονα το χέρι σε μια χειραψία, παλιών γνώριμων που έχουν καιρό να ιδωθούν, μα καθώς τα χέρια τους ήλθαν σε επαφή δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν κι απόμειναν ακίνητοι σαν μαγεμένοι. Δεν έβγαλαν λέξη, μόνο κοιτάζονταν, τυλιγμένοι στη μαγεία του αλλόκοτου σκηνικού. Το  μυαλό της είχε αδειάσει από όλα εκείνα που είχε φυλαγμένα να τού πει, η θέρμη του αγγίγματος περνούσε γλυκά από κύτταρο σε κύτταρο  κι έφτανε να ζεσταίνει και το τελευταίο ψίχουλο του κορμιού της φτάνοντας ως το μεδούλι των κοκάλων  και το κατάμαυρο βλέμμα του μέσα στο δικό της έκανε πολύχρωμο τον κόσμο που είχε στερηθεί το φως του. Σ’ αυτή τη στάση τους βρήκε ο γυμναστής, που πλησίασε επίσης αθόρυβα. Δεν το έκανε θέμα. Αντίθετα μοιράστηκαν κι οι τρεις την εικόνα του λειψού ήλιου όπως φαινόταν από το γυαλάκι της, που περνούσε από χέρι σε χέρι, πριν επιστρέψουν στη σκοτεινή αίθουσα να μάθουν την κατάληξη των παθών και των παθημάτων των πρωταγωνιστών.

Ήταν η ίδια ακριβώς  πλατεία, μα τώρα ήταν λουσμένη στο απογευματινό Κυριακάτικο φως και πλημμυρισμένη από κόσμο που σουλάτσερνε άσκοπα απολαμβάνοντας  τις τελευταίες αναλαμπές του καλοκαιριού. Το νέο την χτύπησε κατ’ ευθείαν στην καρδιά. Την ίδια καρδιά που πετάρισε όταν είδε τον Τσουλούφη να κατευθύνεται προς το μέρος τους. Δεν απευθύνθηκε φυσικά σε κείνη αλλά στον πατέρα. Ήθελε να τον αποχαιρετήσει. Σε λίγες μέρες έφευγε για την Αθήνα να ασχοληθεί με σοβαρές μουσικές σπουδές. 
Γιατί αυτό το παιδί βιάζεται λες κι ο χρόνος το κυνηγάει; Γιατί δεν περιμένει να τελειώσει εδώ το σχολείο και να φύγει μετά; Όλη η ζωή μπροστά του είναι.  
Ο πατέρας, παρόλο που τον αγαπούσε, κατά βάθος ανακουφίστηκε γιατί ποτέ δεν έπαψε να τον θεωρεί επικίνδυνο για την αρετή της κορούλας του. Η Αίγλη ένιωσε να ματώνει μα ο ορθολογισμός της μπήκε στη μέση και της υπαγόρευε να είναι χαρούμενη αφού εκείνος έφευγε για να συναντήσει και να πραγματώσει το πεπρωμένο του. Του έσφιξαν, ένας-ένας όλη η οικογένεια, το χέρι και του ευχήθηκαν καλή πρόοδο ενώ ο πατέρας δεν παρέλειψε να του δώσει συμβουλές που εκείνος έδειχνε να ακούει με πολλή προσοχή. Όταν ήλθε η σειρά της Αίγλης, εκείνη άπλωσε άτονα το χέρι και απέφυγε να τον κοιτάξει στα μάτια. Ψέλλισε κάτι ασυνάρτητο, μάλλον ακαταλαβίστικο και αυτό ήταν όλο! Χώρισαν με αξιοπρέπεια!  Χωρίς όρκους πίστης και αφοσίωσης, χωρίς μελοδραματικές  λέξεις ή χειρονομίες, χωρίς, έστω, μια διαβεβαίωση ότι θα ξαναβρεθούν. Τόση ήταν η ταραχή της που δεν λειτούργησαν ούτε οι μυστικοί τους κώδικες.  Όμως,  εκεί μέσα στη μέση της πλατείας, βίωσε τον ανυπόφορο πόνο από τη μαχαιριά που έκοβε την καρδιά της στα δύο. Γιατί η μισή της καρδιά, χωρίς να ζητήσει την άδειά της, έφυγε να ταξιδέψει μαζί του... όσο μπορούσε να κρατήσει αυτό. 

Ακολούθησε μια μακρόχρονη σιωπή… Δεν άκουσε να γίνεται λόγος γι αυτόν παρά μόνο μετά από καμιά δεκαριά –μεστά από γεγονότα- χρόνια, στο πιο ακατάλληλο μέρος του κόσμου. Ο πατέρας της έσβηνε σε κάποιο δωμάτιο του Ευαγγελισμού. Ο πρόσφατα παντρεμένος αδελφός της ήλθε από το νησί με την νεαρή γυναίκα του να μοιραστούν τις επώδυνες στιγμές της οικογένειας. Ήταν ολοφάνερες οι αδέξιες απόπειρες της νύφης της να ξεμοναχιάσει την Αίγλη, μα εκείνη βρισκόταν σε άλλη φάση και δεν έπαιρνε είδηση. Υπήρξε μια ευκαιρία όταν βρέθηκαν οι δυο τους να καπνίζουν ένα τσιγάρο στο παγκάκι του μικρού άλσους στην πρόσοψη του νοσοκομείου. Η μικρή ήταν ολόκληρη μια αμηχανία. Επιθυμούσε διακαώς να αποκαλύψει κάτι έχοντας όμως πλήρη επίγνωση πως δεν είναι και η καταλληλότερη στιγμή, μα μια ρομαντική αίσθηση χρέους την πίεζε ασφυκτικά να μην το καθυστερήσει, πολύ περισσότερο να μην το αποσιωπήσει. Σαν να έπρεπε να πιει υποχρεωτικά ένα ποτήρι γάλα έκλεισε τη μύτη και αμόλησε μονορούφι τη ρουκέτα.
-Ξέρεις… ο Τσουλούφης γύρισε στο νησί… παίζει και τραγουδάει σ’ ένα μαγαζί... είχαμε πάει εκεί τις προάλλες... πρέπει να σου πω  πως δεν με άφησε από τα μάτια του όλη την ώρα... μην το θεωρήσεις υπερβολή μα τραγουδούσε μόνο για μένα... βγαίνοντας από τις τουαλέτες, σε κάποια διακοπή του προγράμματος, με πλησίασε και με αποκάλεσε  χαμηλόφωνα “Αίγλη”… καταλαβαίνεις με είχε μπλέξει μαζί σου... είδα την απογοήτευσή του καθώς του εξήγησα την πλάνη του... υποσχέθηκα να σου δώσω με πρώτη ευκαιρία τους χαιρετισμούς του... είσαστε συμμαθητές νομίζω ή κάτι τέτοιο... εγώ δεν ξέρω πρόσωπα και πράγματα... είναι μόλις κάποιοι μήνες που ζω στο νησί.

Η Αίγλη έμεινε άλαλη. Να την μπερδέψει με άλλη! Μα η νύφη της ήταν πολύ πιο όμορφη από κείνη. Όφειλε να παραδεχτεί πως είχαν τον ίδιο σωματότυπο, φορούσαν τα ίδια γυαλάκια, πως δέκα χρόνια είναι πολλά για παιδιά σε ηλικίες ταχύτατης εξέλιξης και βέβαια η παρουσία της στο πλευρό του αδελφού της ήταν εξόχως αποπροσανατολιστική. Κάποιος συνάδελφός της, όταν του σύστησε τη νύφη της, είχε παρατηρήσει: “ οι άντρες παντρεύονται συνήθως κάποια που μοιάζει στη μητέρα τους. Ο αδελφούλης σου θα πρέπει να σε αγαπάει πολύ για να παντρευτεί κάποια που μοιάζει σε σένα”. Παρόλα αυτά εκείνη ήταν σίγουρη πως δεν θα τον έμπλεκε με άλλον. Αν έκλεινε τα μάτια θα έβλεπε ολοκάθαρα λεπτομέρειες της μορφής του. Παρόλο το παράπονο για κάτι που θεώρησε προδοσία, το δεδομένο ήταν πως ο παιδικός της έρωτας άφηνε το παρασκήνιο και έκανε δυναμική είσοδο στο προσκήνιο της ζωής της. Και στη σκέψη αυτή η Αίγλη ένιωσε το αίμα να ορμάει προς το κεφάλι της. Μα πριν προλάβει ν’ αναψοκοκκινίσει ένιωσε το ανάρμοστο μιας τέτοιας σκέψης τη συγκεκριμένη στιγμή. Αυτομαστιγώθηκε. Πώς επέτρεψε στο θυμικό της να νιώσει οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα πέρα από την πίκρα όταν λίγα μέτρα πιο πέρα ο πατέρας της μετρούσε τις τελευταίες του ανάσες; Πάτησε με ήρεμες κινήσεις το αποτσίγαρο στα χαλίκια και καθώς είχε χαμηλωμένο το κεφάλι, με όλη την προσοχή της εστιασμένη στο σβήσιμο της κάφτρας. Θεώρησε περιττό να κάνει το παραμικρό σχόλιο πάνω σε όσα είχε ακούσει και όταν μίλησε η φωνή της έδειχνε τόση ψυχραιμία που έκανε την άλλη να ζαρώσει διαπιστώνοντας πως είχε διαπράξει απρέπεια πρώτου βαθμού.
-Νομίζω πως το διάλειμμα παρατράβηξε… καιρός να επιστρέψουμε.
Να επιστρέψουμε πού άραγε; Στη ζωή που είχε πάρει το δρόμο της και για μια μοναδική στιγμή, ένα στιγμιαίο διάλειμμα πες, ερωτοτρόπησε μ’ ένα ασαφές παρελθόν; Ή στο δωμάτιο του αρρώστου που εκείνη την εποχή μονοπωλούσε το ενδιαφέρον της; Αν όμως η στιγμή ήταν πιο κατάλληλη; Αν η σχέση τους δεν ήταν εξ αρχής μπερδεμένη με τον θάνατο; Αν ο πατέρας δεν είχε σταθεί εμπόδιο για μια φορά ακόμα –άθελά του τώρα πια; Αν η Αίγλη δεν είχε τόση αυτοκυριαρχία;  Μα με τα “αν” προκοπή δεν γίνεται.

Τον ξαναβρήκε αργότερα μέσα στις σελίδες των εφημερίδων. Η αρχή έγινε όταν ο νομπελίστας ποιητής εμπιστεύτηκε τη μελοποίηση κάποιων στίχων του στον νεαρό μουσικό με το λευκό φαρδυμάνικο πουκάμισο και τα μακριά, μαύρα, λυτά, στιλπνά μαλλιά. Η μια επιτυχία έφερνε την άλλη κι όσο η φήμη του ξαπλωνόταν τόσο πιο απόμακρο τον ένιωθε. Την τρόμαζε η άβυσσος που τους χώριζε. Εκείνος είχε περάσει στον κόσμο της αθανασίας, κι εκείνη είχε μείνει να ξεσκονίζει το μαντολίνο της μαζί με τα υπόλοιπα διακοσμητικά του σπιτιού.  Καλά που υπήρχαν οι μελωδίες του, που ήταν γενικό κτήμα, μα που άγγιζαν κατευθείαν τις δικές της ευαισθησίες. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού είχαν γαλουχηθεί με τα ίδια ακούσματα; Ένιωθε τη μουσική του ρευστή να διαπερνάει τα ακουστικά της κύτταρα, να διαχέεται και να μετατρέπει το σώμα της σε τεντωμένη χορδή συντονισμένη όχι μόνο στη θεμελιώδη συχνότητα αλλά και σε δεκάδες αρμονικές. Την είπε "υγρή" τη μουσική του από την πρώτη στιγμή. Ένας Θεός ξέρει γιατί.   

Τον έχασε οριστικά όταν, από τις εφημερίδες πάλι, πληροφορήθηκε τον άκαιρο θάνατό του –τα μέσα ενημέρωσης είχαν διακριτικά αποσιωπήσει το σύντομο διάστημα της αρρώστιας. Έμεινε αμίλητη. Ο χρόνος δεν του είχε χαριστεί. Υπήρξε πάντα ο μεγάλος του αντίπαλος. Δεν φοβόταν να πεθάνει, να προφτάσει ήθελε. Θυμήθηκε την τόσο πρόωρη επιθυμία του να διασκορπιστεί το σώμα του στα μέρη που είχε αγαπήσει. Έτσι κι έγινε.

Συνεχίζεται...


--Γιούλια Ολόμπλαβα