4.12.13

Η Λογοτεχνική μας γωνιά

 Φούγκα για δύο ασύμμετρες φωνές..."το ακυρωμένο φιλί"


γράφει η Ρένα Ραψομανίκη

Στις αρχές του καλοκαιριού έσκασε σαν πολύχρωμο πυροτέχνημα στο ωδείο το μεγάλο νέο! Για φαντάσου! Η μαντολινάτα είχε λάβει επίσημη πρόσκληση  από το δήμο Καρπενησίου να συμμετάσχει σε κάποιες γιορτές δάσους. Μα πώς είχε φτάσει ως εκεί η φήμη τους. Ως εκεί; Που είναι, αλήθεια, αυτό το Καρπενήσι; Χάρτες ανοίχτηκαν με περιέργεια. Μα… δεν είναι νησί; Νησί ή όχι η ιδέα ήταν ελκυστική!  Ένα αληθινό ταξίδι... έξω από τα όρια του νησιού... με πλοίο και με αυτοκίνητο... τρεις ολόκληρες μέρες... μόνο  παιδιά. Ή… σχεδόν μόνο. Γιατί εκτός από τον δάσκαλο, θα τους συνόδευε και ο πατέρας της Αίγλης που ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ωδείου. Όλο εκείνο το καλοκαίρι οι πρόβες ήταν εξαντλητικές. Το ρεπερτόριο έπρεπε να είναι πλούσιο και η εκτέλεση των κομματιών άψογη. Το τοπικιστικό συναίσθημα βρισκόταν σε έξαρση και μια έξαψη προσμονής πλανιόταν στην ατμόσφαιρα την παραμονή της αναχώρησης. Ο διευθυντής του ωδείου με μια θεατρική κορώνα τους έχρισε μικρούς πρέσβεις του νησιού στον έξω κόσμο και τους φόρτωσε την ευθύνη να βγάλουν το νησί ασπροπρόσωπο, να δικαιώσουν τη φήμη της  μουσικής του παράδοσης, να σαγηνεύσουν ένα άγνωστο κοινό.


Σκέτη μαγεία ήταν η πρωτόγνωρη εμπειρία του ταξιδιού, η αίσθηση μιας, έστω και περιορισμένης αυτονομίας, η διανυκτέρευση σε ξενοδοχείο, η βραδιά της παράστασης, οι επευφημίες και τα χειροκροτήματα του συγκεντρωμένου πλήθους, τα πολλαπλά ανκόρ, τα κολακευτικά λόγια του Δήμαρχου και η ανανέωση της πρόσκλησης για την επόμενη χρονιά. Δεν πέρασε απαρατήρητο, όμως, πως το ακροατήριο της πόλης που τους φιλοξενούσε δεν ήταν τόσο απαιτητικό όσο το κοινό του νησιού τους –δεν είχαν προφανώς τα ίδια μουσικά ακούσματα- κι αυτό τους στέρησε εκείνη τη μαγική επικοινωνία που πλανιέται στον αέρα όταν οι θεατές είναι σε απόλυτο συντονισμό με τους εκτελεστές.

Η επόμενη μέρα ήταν προορισμένη για χαλάρωση και περιήγηση κι έτσι βρέθηκαν στο Κεφαλόβρυσο. Ήταν παιδιά της πόλης και της θάλασσας και μαγεύτηκαν από τα τρεχούμενα νερά και τα βαθύσκιωτα  πλατάνια –αρχές Σεπτέμβρη, τα φύλλα δεν είχαν πέσει ακόμα. Έτρεχαν ασυγκράτητα, μεθυσμένα ακόμα από τη χθεσινοβραδινή επιτυχία, να ανακαλύψουν κάτι καινούργιο, κάτι που δεν είχαν προσέξει, κάτι που θα έχωναν την τελευταία στιγμή στις ταξιδιωτικές τους αναμνήσεις και θα το αναπαρήγαγαν με περηφάνια στις ταξιδιωτικές τους περιγραφές. Μετά το μεσημεριανό φαγητό απλώθηκαν σε ένα χώρο με αμέτρητες πανύψηλες καρυδιές. Τα δέντρα είχαν ήδη τρυγηθεί μα κάποιοι καρποί είχαν απομείνει ξεχασμένοι στο χώμα και τους προκαλούσαν να σκύψουν να τους μαζέψουν. Γρήγορα αναπτύχθηκε ένας ανταγωνισμός για το ποιος ανοιχτομάτης θα βρει τα περισσότερα. Η Αίγλη μπήκε στο παιχνίδι –ποτέ δεν είπε όχι σε συναγωνισμό- ψάχνοντας με σκυμμένο κεφάλι. Ένα μελαχρινό μπράτσο μπήκε ξαφνικά στο οπτικό της πεδίο κρατώντας στην ανοιχτή του παλάμη ένα καρύδι-προσφορά. Η καρδιά της γοργοχτύπησε. Όλες αυτές τις μέρες ήταν απόμακροι. Η παρουσία του πατέρα της –που εκείνη αγαπούσε και φοβόταν κι ο Τσουλούφης σεβόταν απεριόριστα- έκανε και τους δύο επιφυλακτικούς. Άρπαξε το δώρο με λαχτάρα, για να ανακαλύψει γρήγορα πως την είχε κοροϊδέψει. Το καρύδι είχε τρύπα καμουφλαρισμένη  στο κάτω μέρος που ακουμπούσε στην παλάμη του. Φοβού τους Δαναούς…

Άκουσε το δυνατό κοροϊδευτικό του γέλιο μα αντί να γελάσει κι εκείνη, προσποιήθηκε την αγανακτισμένη κι αποπειράθηκε να του πετάξει το καρύδι στο κεφάλι, να τον τιμωρήσει τάχα. Αστόχησε... το καρύδι προσγειώθηκε στο χώμα... έσκυψαν ταυτόχρονα, σαν να είχαν συνεννοηθεί, να το πιάσουν και τότε... τα χέρια του, τα χέρια της και το επίμαχο καρύδι μπλέχτηκαν σε ένα αξεδιάλυτο σύνολο και η θέρμη της στιγμιαίας επαφής τους μέθυσε. Η Αίγλη συνήλθε πρώτη, κατάφερε να κερδίσει το έπαθλο, το έσφιξε στη χούφτα της, ενώ εκείνος –βλέποντας την ξανά οπλισμένη- ξεγλίστρησε  κι άρχισε να τρέχει. Τον ακολούθησε τρέχοντας ξοπίσω του αποφασισμένη να τον πετύχει αυτή τη φορά και κάποια στιγμή, όταν υπολόγισε πως είχε φτάσει στη σωστή απόσταση βολής, εκσφενδόνισε το βλήμα. Δεν είχε υπολογίσει σωστά, φαίνεται, και η βολή  για μια ακόμη φορά δεν ήταν εύστοχη. Στον καινούργιο αγώνα για την απόκτηση του καρυδιού-βλήματος τα πρόσωπα τους βρέθηκαν κυριολεκτικά σε απόσταση αναπνοής έτσι που οι κοφτές τους ανάσες ενώθηκαν.
-Τώρα θα σου δείξω εγώ, τον απείλησε ασθμαίνουσα.

Άρπαξε το καρύδι, της γύρισε την πλάτη κι έγινε καπνός. Όρμησε άλλη μια φορά ξοπίσω του και συνέχισε το κυνηγητό. Ήταν πολύ γρήγορη στο τρέξιμο, όμως εκείνος είχε διπλάσιο διασκελισμό και έτσι είχαν απομακρυνθεί πολύ από την ομάδα τη στιγμή που αισθάνθηκε τη λαχανιασμένη ανάσα της στο σβέρκο του. Και τότε έκανε έναν αιφνιδιαστικό ελιγμό: έστριψε απότομα 180 μοίρες, κάνοντας  μεταβολή. Η Αίγλη , που δεν είχε προβλέψει αυτή την εξέλιξη του παιχνιδιού, δεν πρόλαβε να φρενάρει έγκαιρα, σκουντούφλησε με την ορμή της αδράνειας πάνω του κι εκείνος άπλωσε τα χέρια να την συγκρατήσει κλείνοντάς την στην αγκαλιά του.  Όλα έγιναν τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβε να σκεφτεί ότι εδώ, σ’ αυτό το πανέμορφο σκηνικό, έμελλε να πάρει το πρώτο της φιλί. Μόνο λαχτάρησε να γνωρίσει τη γεύση των μελαχρινών του χειλιών κι ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών, με την άνεση της χορεύτριας, κι εκείνος έσκυψε και τα χείλη τους ήλθαν τόσο απελπιστικά κοντά… αλλά και τόσο απογοητευτικά μακριά! Από κάπου μακριά ακούστηκε το όνομά της. Ο πατέρας! Τον είχε ολότελα ξεχάσει. Εμφανίστηκε από μακριά, έκανε πως δεν κατάλαβε την εσπευσμένη απομάκρυνσή τους και της πρόσφερε γελαστός ένα –γερό αυτή τη φορά– καρύδι. Όχι, που θα άφηνε να τού ξεμοναχιάσουν το κοριτσάκι! Η Αίγλη έφαγε το καρύδι μα, αλίμονο, δεν είχε τίποτα από τη γεύση του ακυρωμένου φιλιού.

Επιστρέφοντας στο νησί τα νέα δεν ήταν καθόλου ευνοϊκά. Το Γυμνάσιο χωρίστηκε σε αρρένων και θηλέων που λειτουργούσαν εκ περιτροπής πρωί-απόγευμα. Σαν να μην έφτανε αυτό, το Γυμνάσιο δημιούργησε δική του μαντολινάτα, η οικογένεια της Αίγλης επέλεξε να συνεχίσει εκεί τα μαθήματα μουσικής, ενώ ο Τσουλούφης έμεινε πιστός στο ωδείο. Χάθηκαν μονομιάς όλες οι ευκαιρίες που τους έφερναν κοντά και – παρόλο που ο Χώρα  ήταν μια κουτσουλιά τόπος– οι συνθήκες της ζωής και οι απαγορεύσεις οικογενειακές και σχολικές ήταν τέτοιες που σπάνια τύχαινε να ανταμωθούν όλη εκείνη τη χρονιά. Σε κάθε τέτοια συνάντηση, όμως, η Αίγλη διαπίστωνε πως οι μυστικοί τους κώδικες λειτουργούσαν καλά, πράγμα που την έκανε να ονειρεύεται καλύτερες μέρες και να συνεχίζει μόνη τις μισοτελειωμένες συνομιλίες μαζί του με την ελπίδα ότι κάποτε θα γινόταν μπορετό να τις μοιραστούν.

Όταν το καθημερινό πρόγραμμα είναι αυστηρά προκαθορισμένο έτσι που το αύριο μόνο με αύριο να μην μοιάζει, κάθε τι που σπάει τη μονοτονία είναι είδηση. Το Μάη εκείνης της χρονιάς η είδηση ήταν μια ολική έκλειψη ηλίου που θα γινόταν ορατή και στο νησί. Η φαντασία της Αίγλης βρισκόταν σε οργασμό. Την ερέθιζε η αντιφατικότητα του γεγονότος: ενώ το φαινόμενο έμοιαζε ευεξήγητο ιδωμένο από την σκοπιά της επιστήμης,  ταυτόχρονα  κουβαλούσε μνήμες από εποχές που η άγνοια του έδινε διαστάσεις υπερφυσικές, οι δεισιδαιμονίες περίσσευαν και ο φόβος πως προοιωνιζόταν σημεία και τέρατα ήταν διάχυτος. Στον πίνακα του σχολείου ο καθηγητής ζωγράφιζε τροχιές ουράνιων σωμάτων, μιλούσε για την ευθύγραμμη διάδοση του φωτός που δημιουργεί σκιές και παρασκιές και το φαινόμενο ήταν απλό και κατανοητό. Υπήρχαν και αυστηρές προειδοποιήσεις: δεν έπρεπε να παρασυρθούν και να εκθέσουν τα μάτια τους στην άμεση παρατήρηση. Στο σπίτι, παρέα με τ’ αδέλφια της, προετοιμάζονταν πυρετωδώς καπνίζοντας κομμάτια γυαλιού για να παρατηρήσουν με ασφάλεια το φαινόμενο. Στα κατώφλια της γειτονιάς, όμως, το αυτί της έπαιρνε τις  περιγραφές των γυναικών που κεντούσαν ή έπλεκαν σχολιάζοντας με δέος την αντίδραση της φύσης στο παράλογο γεγονός. Ανατρίχιαζε ακούγοντας για σκυλιά που ουρλιάζουν ώρες πριν σαν να προμαντεύουν, για γάτες που κουλουριάζονται στα κατώφλια σαν να θέλουν να προστατευτούν δίπλα στους ανθρώπους, για κότες που κουρνιάζουν καταμεσήμερο νομίζοντας πως έχει βραδιάσει, για πουλιά που σταματούν να κελαηδούν φωλιασμένα στα κλαδιά των δέντρων, για τα πηγάδια που δεν έπρεπε να μείνουν ξεσκέπαστα για να μη μολυνθούν από το δηλητήριο του σκοτεινιασμένου ουρανού. Περίμενε ανυπόμονα να σχηματίσει προσωπική άποψη.

Συνεχίζεται...



--
Ανάρτηση Από τον/την Blogger Γιούλια Ολόμπλαβα