26.10.13

Η λογοτεχνική μας γωνιά

Φωτο Παναγιώτης Κούκης

Φούγκα για δύο ασύμμετρες φωνές... 'αλλού τα κακαρίσματα..."


της Ρένας Ραψομανίκη



Η Αίγλη δεν ήταν η μόνη υποψιασμένη για τη συμμετοχή του Μιχαλιού στην οργάνωση. Τις ίδιες ακριβώς  υποψίες είχαν και οι Αρχές που αρνούνταν να παραδεχτούν πως μια τόσο πλούσια αντιστασιακή δραστηριότητα μηδενίστηκε ακαριαία. 

Πως κάποιος που ήταν ανελλιπώς παρών σε κάθε διαδήλωση δεν πήγε καν στο αεροδρόμιο να υποδεχτεί τον Καραμανλή με λαμπάδες.

 Πως μετά από τόση κινητικότητα δεν σειόταν ούτε φύλλο στο δημόσιο κομμάτι της ζωής του. Μία μόνο εξήγηση χωρούσε σε τόση νηνεμία: ο μεγάλος τους πονοκέφαλος ήταν πια η τρομοκρατία και ο Μιχαλιός ήταν συνήθης ύποπτος.
Μετά από κάθε τρομοκρατικό χτύπημα ή κάθε φορά που είχαν πληροφορίες για επικείμενη επιχείρηση τον καλούσαν “δι υπόθεσίν του” στην Αλεξάνδρας, στη ΓΑΔΑ. Μα τώρα όλα ήταν διαφορετικά από κείνες τις παλιές ανακρίσεις επί χούντας. 
Τώρα τους δούλευε κανονικά, τώρα μπορούσε να τους υποτιμάει όσο τράβαγε η ψυχή του, τώρα δεν ένιωθε πως έπρεπε να φανεί πιο έξυπνος από κείνους, δεν υπήρχε πια μπρα-ντε-φερ ούτε φόβος ούτε έξαψη, μόνο περιφρόνηση. Κι ο λόγος ήταν απλός: ο Μιχαλιός ήταν έξω από το παιχνίδι. Είχαν κάνει λάθος τόσο η Αίγλη όσο και η αντιτρομοκρατική. Ο Μιχαλιός δεν εντάχθηκε ποτέ στη 17Ν.  Αρνήθηκε προκρίνοντας πως η καλή σχέση με το μαξιλάρι του έχει μεγαλύτερη αξία από την προσπάθεια να σώσει τον κόσμο ακολουθώντας τους δρόμους της φωτιάς. Για πολλά χρόνια αναρωτιόταν αν είχε πάρει τη σωστή απόφαση. Η επαναστατική οργάνωση-αλά-ελληνικά φαινόταν να κρατάει το λόγο της. Ο θάνατος του Αξαρλιάν δικαίωσε την επιλογή του.


Η Ανθούλα άστραψε και μπουμπούνισε όταν έμαθε την άρνησή του. Για πρώτη φορά στη διάρκεια της μακρόχρονης σχέσης τους έβγαλε νύχια ανασύροντας το εκρηκτικό ταμπεραμέντο, που κρατούσε καταχωνιασμένο πίσω από την πραότητα της πολύτεκνης μάνας, και αμφισβήτησε συλλήβδην τις επιλογές του με τη βαριά κατηγορία πως είναι καταδικασμένος να αφήνει μισοτελειωμένο ό,τι αρχίζει. "Τσαλαβουτάς στα ρηχά κι όταν έρθει η ώρα να κολυμπήσεις πισωγυρνάς, τάχα πως κάτι δεν είναι σύμφωνο με τις απόψεις σου. Στριφογυρνάς σαν πεταλούδα γύρο από ό,τι όμορφο φυτρώνει μα ποτέ δεν θα γίνεις μέλισσα να μαζέψεις νέκταρ και να το κάνεις μέλι. Βρίσκεις πάντα μια πρόχειρη δικαιολογία: πότε σου φταίει το σύστημα, πότε εσύ είσαι ο μόνος έντιμος, ο μόνος που διαθέτει ευαισθησίες, ο μόνος συνεπής, ο μόνος αλάθητος, τέλος πάντων ο υπέρτατος κριτής."  Ο Μιχαλιός την άκουγε με διεσταλμένα μάτια αμίλητος, ανυπεράσπιστος, χωρίς να της δώσει ένα σημάδι αν κατάφερε να τον ταρακουνήσει στο ελάχιστο. Εκείνη, καταλαβαίνοντας πως δεν είχε να κερδίσει τίποτα, έφυγε θυμωμένη από το σπίτι και κίνησε γη και ουρανό να βρει άκρες και και να έλθει σε επαφή με τον σύνδεσμο που είχε αποπειραθεί να στρατολογήσει τον Μιχαλιό. Αν ένωναν τις δυνάμεις τους ίσως κατάφερναν να τον πείσουν να ενδώσει.

Γύρισε πίσω με μια υποψία χαμόγελου. Ο Μιχαλιός περίμενε στωικά ένα δεύτερο γύρο, μα περιέργως η Ανθούλα δεν επανήλθε ποτέ στο θέμα. Η 17Ν δεν ξαναμπήκε στην κουβέντα τους ακόμα και σε εποχές που η χώρα βοούσε και σ' όλα τα σπίτια της επικράτειας οι σχολιασμοί έδιναν κι έπαιρναν. Για το καλό όλων η Ανθούλα κράτησε πεισματικά κλειστά όλα τα χαρτιά της αφήνοντάς τον μόνο να υποψιάζεται. Να υποψιάζεται πως η τετραπέρατη σύντροφος της ζωής του είχε ενταχθεί στους κόλπους της οργάνωσης και είχε γράψει εκεί μέσα   τη δική της ιστορία. Κι επειδή ό,τι έκανε το έκανε με την ψυχή της, εξελίχθηκε σε μια ικανότατη ενδιάμεση με έντονη παρουσία, παρόλο που το εκρηκτικό της ταμπεραμέντο την έφερε  κάποτε σε αντιπαράθεση με την ηγεσία και κόντεψε να τινάξει την υπόθεση στον αέρα. Όσοι είχαν έλθει σ' επαφή μαζί της ήταν ιδιαίτερα αντιφατικοί στις περιγραφές τους: άλλος την θυμόταν ξανθιά κι άλλος μελαχρινή, άλλος ψηλή κι άλλος κοντή, άλλος μετρημένη κι άλλος υπερβολική, άλλος τόνιζε το εκκεντρικό της ντύσιμο κι άλλος την απλότητά της, άλλος πρόσεχε την ξενική προφορά της κι άλλος αναγνώριζε ένα Κρητικό ή κυπριακό ιδίωμα στην ομιλία της. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έκαναν λόγο για τρεις γυναίκες κι όχι μία. Μετά την εξάρθρωση της οργάνωσης κατάφερε να διαφύγει τη σύλληψη, όπως και όλοι οι υπόλοιποι ενδιάμεσοι άλλωστε. Κανείς δεν μπόρεσε να την "δώσει", αφού κανείς δεν ήξερε κάτι περισσότερο γι αυτήν πέρα από ένα κωδικό όνομα, σύντμηση του βαφτιστικού της: Άνα (κι όχι Άννα όπως την ήθελαν οι δημοσιογράφοι.) Η ασύλληπτη Άνα έγινε μύθος  ως ντάμα της 17Ν.  

§§§

Ο Μιχαλιός διάβασε -χωρίς περισπασμούς πια- για τρίτη φορά το γράμμα της Αίγλης. Το εντυπωσιακό έως απίστευτο δεν ήταν η ευστοχία της διαίσθησής της –άσχετα που κουκούλωσε την ενόραση κάτω από φιλολογικές σαχλαμαρίτσες. Το εκπληκτικό ήταν που είχε μπει στο λογισμικό του μυαλού του, είχε βρει τον κλειδάριθμο που ξεκλείδωνε τα αρχεία του σκληρού του δίσκου και είχε μαντέψει τις αντιρρήσεις που τελικά τον είχαν κρατήσει έξω από την οργάνωση. Πρέπει να είσαι πολύ ανόητος για να τα προσπεράσεις όλα αυτά ως ασήμαντα ή συμπτωματικά. Κι ο Μιχαλιός μόνο ανόητος δεν ήταν. Στάθηκε πολλή ώρα στη φράση: “Ξαφνικά οι δραστηριότητες της οργάνωσης απόκτησαν  για μένα ειδικό ενδιαφέρον”. Κάποιο κρυπτογραφημένο μήνυμα του έστελνε. Κι εκείνη η άλλη;  “Ασυνείδητα δεν την ξαναείπα τρομοκρατική.” Τι εξήγηση να δώσει κανείς;  Με δεδομένη τη συντηρητική δομή της ζωής της Αίγλης αυτές οι φράσεις ήταν η προσωποποίηση του απίθανου. Όλο το γράμμα με επίκεντρο τα δύο αυτά σημεία άνοιξαν μια ρωγμή στο στέρεο οικοδόμημα που είχε χτίσει γύρο από τη ζωή της. Κι από τη σχισμή αυτή βγήκε αρκετό φως για να φωτίσει το μέσα του. Για πρώτη φορά στους έξι μήνες που είχαν περάσει από το δεύτερο αντάμωμά τους παραδέχτηκε ανοιχτά πως την αγαπούσε, πως του έλειπε απελπιστικά η φυσική της παρουσία, πως ήταν λάθος του τότε, το καλοκαίρι του ’68, που άφησε τις μαύρες δίνες του εγωισμού να τον καταπιούν, που δεν στάθηκε πιο υπομονετικός, πιο επίμονος. Η Αίγλη θα μπορούσε να είναι η γυναίκα της ζωής του και η ζωή του θα μπορούσε να είναι κάποια άλλη με τη γυναίκα αυτή δίπλα του.

Ποια Αίγλη όμως; Όχι βέβαια η Αίγλη που είχε κάνει τη ζωή της ένα “για τώρα τουλάχιστον”. Όχι βέβαια η Αίγλη που έχανε τα καλύτερα περιμένοντας να τελειώσουν οι εξετάσεις, να πάρει πτυχίο, να αποκατασταθεί επαγγελματικά, να κάνει οικογένεια, να μεγαλώσουν τα παιδιά, να σπουδάσουν τα παιδιά... και ο κύκλος της αναμονής τελειωμό να μην έχει. Όχι βέβαια η Αίγλη του ορθολογισμού και της τετράγωνης λογικής. Όχι βέβαια η Αίγλη που δεν ζούσε, αλλά περίμενε να ζήσει. Όχι βέβαια η μονολιθική Αίγλη η περιχαρακωμένη σε αρχές που εγκλώβιζαν τις ευαισθησίες της. Όχι βέβαια η Αίγλη των ταξινομημένων στόχων, των ιεραρχημένων προτεραιοτήτων, των οριοθετημένων δομών. Όχι βέβαια η Αίγλη που ζούσε φυλακισμένη στα πρέπει και στα μη.

Αυτή η Αίγλη ήταν, χωρίς αμφιβολία, υπαρκτή. Μα μέσα από την χαραμάδα που άφηνε το γράμμα της εκείνος διέκρινε αχνά μια άλλη Αίγλη: διαισθητική, ευάλωτη, γεμάτη ευαισθησίες. Μια Αίγλη διορατική, με τεντωμένες κεραίες στο διαφορετικό, στο απαγορευμένο, στο έξω από την κυρίαρχη λογική, στο λάθος έστω. Μια Αίγλη με τσαγανό εντέλει. Αλλά, το κυριότερο, διέκρινε μια Αίγλη ερωτευμένη. Γιατί αν δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του πώς μπόρεσε να κρατήσει τόσα χρόνια τις υποψίες –που για κείνην ήταν βεβαιότητες- φυλακισμένες μέσα της; Πώς δεν έσκασε από ασφυξία και δεν σηκώθηκε ένα ωραίο πρωί να πάει στις Αρχές να πει υποψιάζομαι το και το; Όχι για να εισπράξει την όποια αμοιβή, αλλά γιατί, από φύση και αγωγή, ήταν με την πλευρά της τάξης και του νόμου.

Υπήρχε όμως στ’ αλήθεια μια τέτοια Αίγλη ή βρισκόταν μόνο στη σφαίρα της φαντασίας του;
Είχε σάρκα και οστά –και βυζιά, μην ξεχνάμε και τα βυζιά– μια τέτοια Αίγλη ή ήταν πλάσμα των επιθυμιών του;
Αν την έβαζε κάποια στιγμή μπροστά στο δίλημμα: οι αρχές σου ή ο έρωτας; Θα τολμούσε να πηδήξει στο κενό χωρίς δείκτη προστασίας και χωρίς δίχτυ ασφαλείας;
Το είχε δοκιμάσει μια φορά κι έχασε.
Μα από τότε είχε κυλίσει πολύ νερό στ’ αυλάκι και για τους δύο και ήθελε απεγνωσμένα να ξαναδοκιμάσει με πλήρη επίγνωση πως μπλοφάρει ποντάροντας σ’ ένα χαρτί πολύ μικρής αξίας και πως κινδυνεύει να την σοκάρει, να την τρομάξει και να την χάσει για δεύτερη φορά –αμετάκλητα τώρα πια. Μα εκείνος  ήξερε πολύ καλά να βουτάει στο κενό. Και ήξερε επίσης πως αν, μία στο εκατομμύριο, είχε δίκιο, θα γινόταν ευτυχισμένος και θα την έκανε ευτυχισμένη.

ΤΕΛΟΣ ΕΒΔΟΜΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ



 Γιούλια Ολόμπλαβα