31.7.13

Η λογοτεχνική μας γωνιά

Φούγκα για δύο ασύμμετρες φωνές...το ραδιογωνιόμετρο



της Ρένας Ραψομανίκη

Η Αίγλη σοκαρίστηκε. Βρήκε την επίθεση άδικη. Απάντησε, όμως, σαν έτοιμη από καιρό, λες και περίμενε πως κάποια στιγμή θα είχε να αντιμετωπίσει ένα τέτοιο κατηγορητήριο.


Ώστε αυτά  συνέβαιναν στη φοιτητική μου ζωή, ενώ εγώ ήμουν βαθιά νυχτωμένη... 
Μα, αν το καλοσκεφτείς, ήμουν  σωστά προσανατολισμένη!
Η πεποίθησή μου όλα αυτά τα χρόνια ήταν ότι δεν σπουδάσαμε μαζί.  Η πρώτη και τελευταία φορά που σε είδα στους Πανεπιστημιακούς χώρους ήταν στο εναρκτήριο μάθημα της Γενικής Φυσικής όταν εγώ μαζί με άλλους πολλούς διαγκωνιζόμαστε μπροστά στην επάνω κλειστή πόρτα του αμφιθέατρου αδημονούντες ν' ανοίξει, να κατεβούμε τρέχοντας τα σκαλιά, να πιάσουμε θέση στο πρώτο έδρανο, να κατακτήσουμε  τη γνώση. Εσύ ήσουν απόμακρος, ακουμπισμένος με την πλάτη στον τοίχο ( έχω την εντύπωση πως ήταν η αγαπημένη σου στάση ) και μας κοίταζες απλανώς  ίσως και αφ’ υψηλού· πάντως με το μυαλό αλλού. Σε είδα, με είδες, δεν μιλήσαμε. Έχουμε  πολύ χρόνο μπροστά μας, σκέφτηκα. Είχα τόσο χαρεί στην ιδέα πως θα είμαστε συμφοιτητές!


Δεν σε ξαναείδα ποτέ! Τώρα μαθαίνω ότι βγαίναμε από τις ίδιες πόρτες. Πώς κι έτσι; Μήπως, σαν ξωτικό, είχες την ικανότητα να περνάς δίπλα μου αόρατος; Ή μήπως με παραπλανούσε το σύνδρομο του πρώτου θρανίου; Εγκλωβισμένη εκεί μπροστά έχανα  την εποπτεία του χώρου και παρέβλεπα τη μόνιμη προτίμηση που έτρεφες για το τελευταίο θρανίο. Και μην ξεχνάς πως τώρα δεν επρόκειτο για τη μικρή αίθουσα των τριάντα μαθητών, αλλά για το αχανές αμφιθέατρο των διακοσίων φοιτητών. Η αλήθεια μπορεί να  χωράει και στο ένα και στο άλλο. Ίσως και στο τρίτο που μου αποκαλύπτεται καθυστερημένα: δεν ήσουν άφαντος, στεκόσουν παράμερα για να με προστατεύεις. Πολύ στοργική προστασία, μα την αλήθεια. Είναι της μοίρας μου, φαίνεται, να περιστοιχίζομαι από αυτόκλητους εθελοντές προστάτες. Όσοι με ξέρουν καλά με αποκαλούν σεντεφένια απάτη γιατί μπορούν να διακρίνουν πίσω από την μεταξένια στιλπνότητα την ατσάλινη σκληρότητα. Εσύ δεν πρόλαβες να με γνωρίσεις καλά κι έπεσες στην παγίδα.

Εγώ, ωστόσο, ήμουν προβληματισμένη για την απουσία σου από τα σπουδαστήρια και τα εργαστήρια, μα είχα βρει μια ικανοποιητική ερμηνεία για να πορεύομαι. Ήμουν πεισμένη πως είχες ανακατευτεί στον αντιδικτατορικό αγώνα και δρούσες στην παρανομία. Σιγουριά, θα μου πεις! Από πού κι ως πού; Με τι στοιχεία; Όχι δεν ήταν διαίσθηση παρόλο που αναγνωρίζω πόσο αναιμικές ήταν οι αποδείξεις στις οποίες στήριζα το βάρος μιας τέτοιας βεβαιότητας. Αν μπορείς να ονομάσεις απόδειξη την αινιγματική λέξη ραδιογωνιόμετρο που θυμάμαι ολοκάθαρα πως είχες πετάξει σε κάποια από κείνες τις συζητήσεις μας το μακρινό καλοκαίρι του ’68 στα διαλείμματα ανάμεσα στα μαθήματα. Τι ακριβώς είχες πει; Έφτιαχνες ένα ραδιογωνιόμετρο; Προσπαθούσες να εντοπίσεις ένα ραδιογωνιόμετρο; Ήθελες να αποφύγεις ένα ραδιογωνιόμετρο; Θα σε γελάσω. Όσο κι αν προσπάθησα εκ των υστέρων να ανακαλέσω τη συνομιλία μας, στάθηκε αδύνατο να θυμηθώ πως μπλέχτηκε αυτή η μυστηριώδης λέξη -μια λέξη κυριολεκτικά πρωτάκουστη- ανάμεσα σε ταυτότητες και γεωμετρικούς τόπους. Λες κι έπεσε διερευνητικά και αποσύρθηκε βιαστικά καθώς η δική μου αντίδραση, που στην πραγματικότητα ήταν μη-αντίδραση, σε αποθάρρυνε από το να πας την κουβέντα παραπέρα. 

Πέρα όμως από ό,τι λέχθηκε εκείνο που δεν μπόρεσα να λησμονήσω είναι ο τόνος που λέχθηκε. Διέκρινα μια ιδέα συνωμοσίας, ένα χαμήλωμα της φωνής ίσως, μια λοξή ματιά δεξιά-αριστερά μήπως υπάρχει κάποιος λαθρακουστής. Εκδηλώσεις που υποδήλωναν πως κάτι έπρεπε να μείνει κρυφό, υπήρχε κάτι που το κάλυπτε πέπλο μυστηρίου, κάτι που είχε ποιοτική διαφορά από τις υπόλοιπες κουβέντες μας.  Σαν να 'ταν μια λέξη απαγορευμένη που κουβαλούσε μέσα της ενοχή. Σαν εκείνες τις λέξεις που ξεφεύγουν από τους γονείς μπροστά σε παιδικά αυτιά κι εκείνοι προσπαθούν να μπαλώσουν με ένοχη βιασύνη το ολίσθημα της γλώσσας μα το "κακό" έχει γίνει γιατί το παιδί έχει αρπάξει στον αέρα την ατμόσφαιρα και η λέξη έχει καταγραφεί πια ανεξίτηλα μέσα του. Μα εσύ δεν ήσουν γονιός ούτε εγώ παιδί σου και η λέξη δεν σου ξέφυγε· ειπώθηκε ηθελημένα. Τι πιο απλό λοιπόν παρά να ρωτήσω:  “τι είναι αυτό, βρε αδελφέ;” Δεν το 'κανα· από φόβο μήπως με θεωρήσεις ανόητη. Κουβαλούσα κι εγώ το μόνιμο σύμπλεγμα των νέων, που γινόταν οξύτερο όταν είχα εσένα τον πολύξερο απέναντί μου. Το κράτησα στο πίσω μέρος του μυαλού, να το ξεδιαλύνω αργότερα.

Θα είχε γούστο να έβλεπες την έκφραση της ηλικιωμένης υπαλλήλου της δημόσιας βιβλιοθήκης του νησιού –που με ήξερε πολύ καλά γιατί μέχρι τα δεκάξι μου είχα ξεκοκαλίσει εκεί μέσα τα άπαντα του Ξενόπουλου– όταν, το Σεπτέμβρη του ’68 στις καθυστερημένες διακοπές μου μετά το τέλος των εξετάσεων, μπήκα φουριόζα και ζήτησα με τουπέ ένα βιβλίο για ραδιογωνιόμετρα. Μου έριξε μια δεύτερη ματιά -να σιγουρευτεί πως ήμουν εγώ- κι έσκυψε στις καρτέλες της όπου βρήκε δύο βιβλία. Μια βδομάδα μελετούσα τεχνικές λεπτομέρειες ενδιαφέρουσες αλλά άχρηστες. Είχα να συμπληρώσω ένα παζλ διαθέτοντας ελάχιστα κομμάτια. Χρειάστηκε να επιστρατεύσω όλη μου τη φαντασία για να συμπληρώσω τα κενά και να φτιάξω μια ευλογοφανή εικόνα που έδειχνε περίπου πως εσύ, αυτόνομα  ή οργανωμένος σε κάποια ομάδα, χρησιμοποιούσες πομπούς για παράνομη επικοινωνία και το ραδιογωνιόμετρο ήταν ένας κακός μπελάς που σε πονοκεφάλιαζε πώς να το εξουδετερώσεις για να μην αποκαλυφθούν οι εκπομπές. Μετά από ενδελεχείς συνεδρίες με τον εαυτό μου έβγαλα με σιγουριά την απόφαση: ήσουν βαθιά χωμένος στην αντίσταση. Ήταν η καλύτερη ερμηνεία για την διακοπή των σπουδών σου. Για να σταθεί κάτι ανάμεσα σ' εσένα και την αγαπημένη σου επιστήμη θα πρέπει να ήταν τόσο ορμητική η ροή του που να σε βγάλει από τον δρόμο σου. Κοίτα μέσα από ποιες δαιδαλώδεις ατραπούς το μυαλό με οδήγησε σ' ένα συμπέρασμα που αποδεικνύεται -κατά το ήμισυ τουλάχιστον- αληθινό (αφού δεν υπήρχε διακοπή σπουδών·  πλημμελής παρακολούθηση απλώς.)  

Περιττό να σου πω ότι αυτό που αποκαλούσα αντίσταση ήταν μια ρομαντική–ηρωική προσέγγιση. Επρόκειτο για πράγματα που παντελώς αγνοούσα και που εν πολλοίς με άφηναν αδιάφορη. Οι γνώσεις μου για αντιστασιακές πρακτικές περιορίζονταν στις ιστορίες του “μικρού ήρωα”  κι εσύ κάτι σε Γιώργο Θαλάση μου έκανες. Τα ονόματα των ανακριτών και οι τοποθεσίες των ανακριτικών γραφείων που ανέφερες στο γράμμα σου θα μου ήταν ακόμα άγνωστα αν δεν είχαν ασχοληθεί διεξοδικά μαζί τους οι εφημερίδες αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, μα ακόμα και τότε δεν σκέφτηκα να τα συνδέσω μαζί σου.

Και κάτι τελευταίο. Ευτράπελο! Πρέπει να ήταν το ’71. Στην παρέα του πρώτου θρανίου προστέθηκε από το πουθενά ένας χαζοχαρούμενος συμφοιτητής. Είχε το ταλέντο να μας κάνει να γελάμε στα διαλείμματα,  αφηγούμενος με περίσσεια άνεση ανέκδοτα για τους συνταγματάρχες. Θα θυμάσαι πως τέτοια ανέκδοτα είχαν πάρει τη μορφή χιονοστιβάδας εκείνη την εποχή. Πιστεύω πως ήταν η χιουμοριστική αντίδραση μιας μεγάλης μερίδας λαού  που, παρόλο που δεν δυσανασχετούσε επί της ουσίας με την διακυβέρνηση, ένιωθε πως οι δικτάτορες  προσέβαλαν την αισθητική του. Μιας μερίδας που είχε μπαφιάσει ακούγοντας μεγαλόστομους δεκάρικους, είχε βαρεθεί να βλέπει ξανά και ξανά στην τηλεόραση τους εθνοσωτήρες να χορεύουν καλαματιανά στα στρατόπεδα, ένιωθε να αποβλακώνεται με την υπερβολική διαφήμιση των έργων που υπόσχονταν να αλλάξουν τη μορφή της χώρας, χαμογελούσε συγκαταβατικά όταν συναντούσε το "πουλί" στα πιο απρόσμενα μέρη, εξοργιζόταν όταν έχανε τη συνέχεια ενός αγαπημένου σίριαλ γιατί είχε προτεραιότητα κάποια “βαρυσήμαντη”  ομιλία του πρωθυπουργού. Σ΄αυτή την κατηγορία ανήκα κι εγώ. Με τους συνταγματάρχες εξακολουθούσα να έχω μια σχέση αμοιβαίας αδιαφορίας: δεν τους ενοχλούσα και δεν έφερναν κάποιο εμπόδιο στα θέλω της ζωής μου. Όμως τους βαριόμουνα μέχρι αηδίας και αυτή την αηδία την εκτόνωνα συμμετέχοντας στο παιχνίδι με τα ανέκδοτα. Μέσα στην αφέλειά μου δεν είχα προσέξει πως η Δήμητρα (η κολλητή μου εκείνης της εποχής) έδειχνε μια συγκαλυμμένη δυσφορία  και οπωσδήποτε απείχε από το παιχνίδι. Κάποια μέρα αποφάσισε να εκδηλωθεί. Οι μυημένοι δεν εμπιστεύονταν κανένα  μα από την άλλη δεν θα άφηνε τη φίλη της εκτεθειμένη σε περιπέτειες. Με μισόλογα μου συνέστησε να είμαι πιο προσεκτική και καλύτερα να μην ξανοίγομαι στον τύπο. Η απάντηση στο αφελές μου “γιατί;”  άνοιξε μια χαραμάδα πληροφόρησης: ο συμφοιτητής ανήκε στο διορισμένο προεδρείο του φοιτητικού μας συλλόγου. 

Δεν χρειάστηκε να πούμε περισσότερα. Η Δήμητρα ήξερε! Για μένα πάλι ο υπαινιγμός ήταν αρκετός να με σκουντήξει και να με οδηγήσει σε συνειρμούς. Θυμήθηκα τις παθιασμένες συζητήσεις του αδελφού μου με τους φίλους του, πριν το ’67, τις παραμονές των φοιτητικών εκλογών. Το σπίτι μας γέμιζε ιδεολογικές διαφωνίες, ξαναμμένα νεανικά πρόσωπα που υπεράσπιζαν με ζέση διιστάμενες απόψεις, δυνατές φωνές που με αποσπούσαν από το διάβασμά μου, είχαν όμως μια ζωντάνια που δεν μπορούσα να παραγνωρίσω. Εμείς δεν είχαμε γνωρίσει φοιτητικές εκλογές. Μικρό το κακό! Φαίνεται όμως ότι υπήρχαν σύλλογοι και είχαν και διοικήσεις. Η συνειδητοποίηση του γεγονότος δεν επηρέασε δραματικά τις απόψεις μου. Ακολούθησα, όμως, τη συμβουλή της φίλης και έτσι μπορεί να γλίτωσα από μια ταλαιπωρία. Γιατί το να σε ανακρίνουν για τις ιδέες σου, είναι ηρωικό. Αλλά να σε ανακρίνουν για τη βλακεία σου, δεν θα ήθελα με τίποτα να μου συμβεί. Της το χρωστάω και πρέπει να της το πω κάποια μέρα.

Δεν είχα, είναι αλήθεια, δεχτεί και την παραμικρή κρούση για μύηση σε αντιδικτατορικές ενέργειες. Φαίνεται το προφίλ του καλού παιδιού, που εξακολουθούσα να κουβαλάω και στα φοιτητικά μου χρόνια, ήταν αποθαρρυντικό για τους επίδοξους μύστες. ( Άσε που είχα και την δική σου προστασία.) Μερικές φορές αναρωτιέμαι πόσο λίγο γνωρίζουμε τον ίδιο τον εαυτό μας!  Ειλικρινά δεν μπορώ να ξέρω με σιγουριά πώς θα  είχε αντιδράσει “ο νεανικός μου και αγνός ενθουσιασμός” αν κάποιος  με έκανε να αντιληφθώ μια άλλη οπτική. Μ’ αφού δεν βρέθηκε, έμεινα να συμπεριφέρομαι όπως ο μέσος άνθρωπος εκείνα τα χρόνια: αποστασιοποιημένη. Και φαντάζομαι δεν διαφωνείς πως η χούντα αν και δεν είχε ποτέ την ενεργό υποστήριξη του λαού, δεν συνάντησε ποτέ και μαζική αντίσταση. Μόνος σου το είπες άλλωστε: “Και μαζεύανε εμένα και κάνα δυο άλλους…” Τριακόσιοι ήμαστε, αν θυμάμαι καλά. Μαζεμένοι στα αμφιθέατρα -σε χώρους που, ανέκαθεν και σε όλα τα μήκη και πλάτη, υπήρξαν φυτώρια επαναστατικών ιδεών. Κι εσύ κάνεις λόγο για ένα ποσοστό της τάξης του 1%. Ποιο μπορεί να ήταν το ποσοστό αυτό σε άλλους πιο συντηρητικούς χώρους; Ποιο ήταν το ποσοστό στο σύνολο του ελληνικού λαού; Αναρωτηθήκατε ποτέ, όλοι εσείς, γιατί ο μέσος πολίτης δεν στοιχήθηκε δίπλα σας; 

Μήπως γιατί  το διεφθαρμένο σύστημα εξουσίας της χούντας των συνταγματαρχών ήταν συνέχεια ενός εξίσου διεφθαρμένου συστήματος μόνο κατ’ όνομα δημοκρατικού; Ποια αλλαγή είδε στη ζωή του ο μέσος πολίτης; Δεν υπήρχαν εκλογές!  Ε, και; Συνηθισμένος ήταν να συνδέει τις εκλογές με βία, με νοθεία, με αναξιοκρατία. Η ρουσφετολογία καλά κρατούσε, απλώς τώρα έπρεπε να ζητάει “εξυπηρετήσεις” από στρατιωτικούς και όχι από πολιτικούς. Αξιοκρατία, ισονομία, δικαιοσύνη  δεν υπήρχαν ούτε στη μία περίπτωση ούτε στην άλλη. Μη θυμώνεις, δεν τα ισοπεδώνω. Υπήρχαν διαφορές και όσοι είχαν την ικανότητα να βλέπουν μακροπρόθεσμα διέκριναν στο βάθος τα αδιέξοδα. Μα νομίζω θα συμφωνήσεις μαζί μου ότι ο μέσος πολίτης, χωρίς να έχει λόγους να είναι ευτυχής με το νέο καθεστώς, δεν είχε ωστόσο και λόγους να είναι δυστυχής. Αν οι συνταγματάρχες διέθεταν την εξυπνάδα και την εντιμότητα να μεταβιβάσουν, εκεί γύρο στο ’70, οικειοθελώς  την εξουσία στους πολιτικούς, η ιστορία αυτή θα είχε περάσει ανώδυνα. Μα ποιος έβαλε το  χέρι στο βάζο με το μέλι και είχε τη σοφία να το βγάλει την κατάλληλη στιγμή; 

Αυτή είμαι λοιπόν. Δεν είδα … δεν άκουσα… δεν έμαθα. 
Ή όπως  το λέει σοφά ο Καβάφης: 
“Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.”
Πρόσεξε όμως μην κάνεις λάθος!   Δεν υποκρίθηκα πώς δεν είδα, δεν υποκρίθηκα πως δεν άκουσα,  δεν υποκρίθηκα πως δεν έμαθα. 
Κι  αυτό κάτι λέει .
Γιατί υπάρχουν ήρωες και κομπάρσοι, συμβιβασμένοι και επαναστάτες, κομφορμιστές και μεταρρυθμιστές, βολεμένοι και αναμορφωτές, συντηρητικοί και ριζοσπάστες, ουραγοί και πρωτοπόροι, πειθαρχικοί και ανυπότακτοι, φυγόμαχοι και αγωνιστές, υποχωρητικοί και αδούλωτοι, εφησυχασμένοι και ελευθερόφρονες, αλλά σε όλες αυτές τις ομάδες θα συναντήσεις έντιμους και ανέντιμους. Κι εγώ ανέντιμη δεν υπήρξα ποτέ. 

ΤΕΛΟΣ ΠΕΜΠΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ



--Γιούλια Ολόμπλαβα