24.4.13

"Αναζητώντας το καλύτερο τυρογλυκό ανάµεσα σε Βοστώνη και Τήνο" γράφει ο Κοσμάς Βίδος

Eλα, παππού, να σου δείξω τα αµπελοχώραφά σου, εν προκειµένω τα τσιζκέικ σου. Εννοώ ότι το γλύκισµα που εισήχθη τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα, για να φέρει αέρα Νέας Υόρκης στα ζαχαροπλαστεία, στα καφέ και στις τραπεζαρίες µας, οι υπερήφανοι πρόγονοί µου το παρασκεύαζαν ανέκαθεν.

Στην Τήνο, την ιδιαίτερη πατρίδα µου, σε δύο εκδοχές: ως (υγρό) κέικ στο ταψί µε την απέριττη ονοµασία «τυρόπιτα» (ανάλατη µυζήθρα, ζάχαρη, αβγά, ξύσµα πορτοκαλιού, µαστίχα, σουσάµι και στον φούρνο) ή ως µπουκίτσες, µε το ίδιο µείγµα να φυλακίζεται σε φύλλο λεπτό και τραγανό (από αλεύρι, χυµό πορτοκαλιού, αβγό και λάδι) και να αποκτά την παιχνιδιάρικη ονοµασία «λυχναράκια», τα οποία γίνονταν και στο τηγάνι και τα έλεγαν «σκεπαστές» ή «κατιµέρια».

Κάτι αντίστοιχο, µε διαφοροποιήσεις στα υλικά, αλλά ίδιο στην εµφάνιση (αν και η τηνιακή εκδοχή παραµένει, κατά την άποψή µου, πιο ντελικάτη), είναι τα διάσηµα κρητικά σκαλτσούνια. Οπότε, όταν τον περασµένο Ιούνιο µπήκα στην ιστορική Cheesecake Factory της Βοστώνης, µια αλυσίδα ζαχαροπλαστείων µε περισσότερα από 200 παραρτήµατα, είχα τον αέρα του γνώστη. Είχα και περιέργεια: ήταν άραγε η Εβελιν Οβερτον, που ξεκίνησε την επιχείρηση ανοίγοντας το 1940 ένα µικρό «τσιζκεϊκάδικο» στο Ντριτόιτ, πιο επιδέξια ζαχαροπλάστισσα από τη γιαγιά µου; Σήµερα, έχοντας δοκιµάσει περίπου 20 από τις 50 – και βάλε – παραλλαγές του διάσηµου γλυκίσµατος που σερβίρει το ζαχαροπλαστείο, δηλώνω εθνικά υπερήφανος: η ελληνίς γιαγιά βάζει κάτω την κυρία Οβερτον, µε πολύ πιο ταπεινά υλικά από εκείνα που χρησιµοποιούν οι ζαχαροπλάστες· ούτε βανίλια Μαδαγασκάρης, ούτε φιστικοβούτυρα, ούτε µπισκότα Oreo.
Οσο όµως και αν επιµένω ελληνικά, θα έλεγα ψέµατα αν ισχυριζόµουν ότι η αµερικανική υπερπαραγωγή µε άφησε εντελώς αδιάφορο, ξεκινώντας από την άκρως εορταστική ατµόσφαιρα: πλήθη στην είσοδο του µαγαζιού, µε τις σερβιτόρες να µας µοιράζουν κάτι ηλεκτρονικά µαραφέτια που «µόλις χτυπήσουν, σηµαίνει ότι ήρθε η σειρά σας». Επειτα από αναµονή µίας ώρας (!) και πολλές υπογλυκαιµικές κρίσεις, χτύπησε και το δικό µου. «Το τραπέζι σας είναι έτοιµο». Κάθησα και βυθίστηκα στον ατελείωτο κατάλογο: τσιζκέικ µε βανίλια, λεµόνι, πορτοκάλι, σοκολάτα, διπλή σοκολάτα, λευκή σοκολάτα, πικρή σοκολάτα, µπισκότα, φράουλα, βατόµουρα, κολοκύθα, πραλίνα, µπανάνα, ανανά, µόκα, καραµέλα, λικέρ Kahlua, καρύδα... Ολα σε τεράστιες µερίδες. Ορισµένα σε εκδοχή διαίτης, για εκείνους που έχουν τύψεις. Οι δικές µου, πάντως, δεν µε εµπόδισαν να δοκιµάσω όσο περισσότερες γεύσεις µπορούσα κατά την πενθήµερη παραµονή µου στην πόλη. Με τα φρούτα του δάσους και το original New York Cheesecake να κερδίζουν τις εντυπώσεις. Εν κατακλείδι, το κατείχε το σπορ η Εβελιν, το κατέχουν και οι διάδοχοί της στην κουζίνα, γι’ αυτό και προτείνω το Cheesecake Factory (www.thecheesecakefactory.com) σε όσους επισκέπτονται τις ΗΠΑ. Επιτρέψτε µου, όµως, εµένα να θεωρώ πάντα ιδανικό τσιζκέικ την τυρόπιτα των παιδικών µου χρόνων. Χρειάζεται να εξηγήσω γιατί;
Σας έχω και τη συνταγή:
Γλυκιά τυρόπιτα Τήνου
ΥΛΙΚΑ (για 6-8 άτοµα)
1κιλό πέτρωµα* ή ανθότυρο, καλά στραγγισµένο


500-600 γρ. ζάχαρη



4-6 αβγά (ώστε να γίνει ένα σχετικά υγρό µείγµα, όχι σούπα!)


ξύσµα από 1 πορτοκάλι
½ κ.γ. κανέλα
½ κ.γ. µαστίχα Χίου, κοπανισµένη, ή 2 βανιλίνες
λίγο γαρίφαλο
1 κ.σ. αλεύρι ή φρυγανιά προαιρετικά
ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Ξύνετε το τυρί, το ανακατεύετε µε τα υπόλοιπα υλικά, στρώνετε το µείγµα σε ένα ταψί, πασπαλίζετε µε σουσάµι και φουρνίζετε στους 180°C, γύρω στα 3/4 της ώρας. Αφήνετε να κρυώσει, κόβετε σε σχετικά µικρά κοµµάτια (πρόκειται για γλυκό βαρύ και χορταστικό) και το βάζετε στο ψυγείο.
Είδος τυριού που θα βρείτε στο τυροκοµείο του νησιού το Πάσχα.
tovima.gr


.