27.2.13

Η Λογοτεχνική μας γωνιά


Φούγκα για δύο ασύμμετρες φωνές...

"ασκήσεις αυτοσυγκέντρωσης"

Της Ρένας Ραψομανίκη

Έψαχνε να βρει κάτι διασκεδαστικό και χρήσιμο συνάμα έτσι που να μη μένουν αναξιοποίητες οι ώρες του φροντιστηρίου.  Χωμένος στο τελευταίο θρανίο είχε εποπτεία όλης της τάξης και την άνεση –  ενώ οι συμμαθητές παρακολουθούσαν με θρησκευτική προσήλωση την μπουρδολογία των καθηγητών – να επιδοθεί απερίσπαστος στις μεταφυσικές του αναζητήσεις. 

Στόχος υπ’ αριθμόν ένα, να απαλλαγεί από την ενοχλητική παρουσία του ομιλητή στον πίνακα. Η ιδέα, απλή στη σύλληψη και επίπονη στην υλοποίηση, δεν ήταν καινούργια. Την είχε δοκιμάσει - με μέτρια, είναι αλήθεια, αποτελέσματα - στο δημοτικό, τότε που ήθελε να εξουδετερώσει έναν αντιπαθητικό δάσκαλο. Τώρα ήταν πιο ώριμος και μπορούσε να εξελίξει την τεχνική. Δύσκολο να περιγράψει πώς προχώρησε. Χρειάστηκε γερά νεύρα,  ισχυρή αυτοσυγκέντρωση, απεριόριστη δύναμη θέλησης, ακλόνητη πίστη στο εφικτό του στόχου, τερατώδη ψυχραιμία,  ατέλειωτο αριθμό  επαναλήψεων και άφθονο χρόνο. 

Το πρώτο βήμα ήταν να αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο των αισθήσεων. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό με την ακοή. Κατάφερε να ακυρώνει τους ήχους αποκλείοντας συνειδητά την είσοδο τους στον κόσμο του και να τους επαναφέρει  κατά βούληση όταν αποφάσιζε να δώσει εντολή. Η όσφρηση ενέδωσε επίσης χωρίς αντίσταση. Οι οσμές περνούσαν από τον βλεννογόνο της μύτης  χωρίς να επηρεάζουν τα αισθητήρια κύτταρα με αποτέλεσμα να μην φτάνει ερέθισμα στον εγκέφαλο εκτός αν ο ίδιος αποφάσιζε να το επιτρέψει . Η όραση, ωστόσο, αντιστάθηκε σθεναρά. Όταν πείστηκε πως η προσπάθεια να ακυρώσει την εικόνα ήταν στα όρια του ανέφικτου, άλλαξε στρατηγική και δοκίμασε να την παραμορφώσει. Κατάφερνε να συρρικνώνει τον καθηγητή στον πίνακα. Το παιχνίδι γινόταν όλο και πιο διασκεδαστικό καθώς πειραματιζόταν με παραμέτρους το μέγεθος και την απόσταση, την προοπτική και τα περιγράμματα, τη φωτεινότητα και τις σκιές. Διασκέδαζε να βλέπει το υποκείμενο του πειραματισμού να ελαττώνεται μέχρι εξαφάνισης, να απομακρύνεται σε χωρίς όρια αποστάσεις, να σκοτεινιάζει στο έρεβος βαθιάς νύχτας και επιτέλους να τον αφήνει απερίσπαστο να κάνει κάτι πιο ενδιαφέρον. 

Οι καθηγητές έμοιαζαν μπερδεμένοι μαζί του. Δεν τους ξέφευγε η υπερβολική του προσήλωση - το βλέμμα δεν πρόδιδε την ενασχόληση με αλλότρια, δεν έμοιαζε απλανές. Αντίθετα ήταν ζωηρό με τα μάτια σε πυρετώδη εγρήγορση και σε συνεχή διέγερση – αλλά την ερμήνευαν λάθος. Του  απευθύνονταν, προσδοκώντας απαντήσεις που εκείνος αδυνατούσε να δώσει ή γιατί δεν είχε ακούσει την ερώτηση, και ήταν πολύ εγωιστής για να ξεπέσει ζητώντας να επαναλάβουν, ή γιατί ήταν πολύ απασχολημένος νοητικά και θύμωνε που είχαν διακόψει τις εσωτερικές του διεργασίες   αναγκάζοντας τον να ξαναρχίσει από την αρχή. Σιγά- σιγά, ωστόσο, εξοικειώθηκε τόσο  με την τεχνική που η επαναφορά γινόταν αυτόματα, χωρίς προσπάθεια, έτσι που δεν φοβόταν πια τις αναταράξεις. Εκείνοι πάλι  απογοητεύτηκαν, είδαν στο άτομό του μια χαμένη υπόθεση κι έπαψαν να ασχολούνται μαζί του αφήνοντάς ελεύθερο το πεδίο για το επόμενο στάδιο - που είχε και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

Τώρα που η ενοχλητική παρουσία του ενήλικα είχε εξουδετερωθεί, είχε όλη την άνεση να ασχοληθεί με το ακροατήριο. Με το πενήντα τοις εκατό του ακροατηρίου για να είμαστε ακριβείς. Γιατί με μια σύντομη εξέταση του αντρικού πληθυσμού της τάξης, διαπίστωσε πως δεν υπήρχαν αξιόλογοι ανταγωνιστές εκτός ίσως από τον Νικόλα με τον οποίο δεν θα είχε αντίρρηση να μοιρασθεί το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της τάξης: τα κορίτσια. Τις παρατηρούσε με την επαγγελματική  ματιά του ερευνητή φυσιοδίφη. Ξεκινούσε από το τέλος της αίθουσας, έφθανε μέχρι το πρώτο θρανίο και ξαναγυρνούσε πίσω σαν σκηνοθέτης που μετακινεί την κάμερα με αργό ρυθμό. Τις ταξινομούσε και τις βαθμολογούσε. Προσόντα προσώπου: χείλη, μάτια, μαλλιά, χαμόγελο, μύτη. Προσόντα σώματος: στήθος, γάμπα, μέση, λαιμός. Δεν ήταν ιδιαίτερα επιλεκτικός, όλες ήταν φρέσκο ζωντανό πράμα που παλλόταν κι έκανε τις ορμόνες του να χτυπούν κόκκινο, τις φαντασιώσεις του να οργιάζουν και το φύλο του να νιώθει απελπιστικά στενάχωρα φυλακισμένο στο εσώρουχο. Εκείνο που τον έκαιγε ήταν η διαθεσιμότητα.

Φανερά επηρεασμένος από τη “Λέσχη” του Τσίρκα προσπαθούσε να μαντέψει τον βαθμό στον οποίο θα αντιστέκονταν σε μια πολιορκία ή θα νόμιζαν ότι αντιστέκονται ή θα  πίστευαν ότι δείχνουν ότι αντιστέκονται ή θα τους άρεσε να νομίζουν οι άλλοι ότι αντιστέκονται και πάει λέοντας. Κωδικοποιούσε τις κατηγορίες και τοποθετούσε κάθε μια στο κουτάκι της. Ανήκε στις όχι- όχι, στις όχι- ίσως, στις όχι-ναι, στις ναι – όχι, στις ναι-ίσως στις ναι- ναι; Έβαζε στοιχήματα με τον εαυτό του και ποντάριζε στις πιθανότητες να καταφέρει να  τις χαρεί όλες. Ακόμα κι εκείνες του κατηχητικού με τα μαλλιά σφιχτοδεμένα σε κότσο, την φούστα ως τη μέση της γάμπας και τη μονότονη φωνή γαλήνια και νανουριστική – λες κι είχαν βγει όλες από το ίδιο καλούπι. Ήταν αποφασισμένος να ξοδέψει  χρόνο και ενέργεια μαζί τους παίζοντας ένα χαρτί που σε πρώτη θεώρηση έμοιαζε καμένο. Κι αν ξύνοντας το λούστρο ανακαλύψεις την έκπληξη που τρελαίνει τις στατιστικές;

Μα εκείνες οι δύο αυτοκόλλητες στο πρώτο θρανίο  της αριστερής πτέρυγας, αν και δεν είχαν την εμφάνιση θεούσας, φώναζαν από χίλια μίλια πως είναι όχι-όχι και του άνοιγαν πεδίο δόξης λαμπρό ν’ αποδείξει το αντίθετο. Έδειχναν απόλυτα αφοσιωμένες στα στενά όρια του μαθήματος, ήταν τα καλά παιδιά των καθηγητών, με ένα χέρι μόνιμα σηκωμένο έτοιμες να απαντήσουν σε κάθε ερώτηση, τακτικές επισκέπτριες του πράσινου πίνακα που είχε πρόσφατα αντικαταστήσει τον μαυροπίνακα. Μ’ αυτές έμπαινε στον πειρασμό να πειραματιστεί για μια χαμένη υπόθεση. Μπορεί να ήταν ήδη καπαρωμένες μα δεν είδε ποτέ κάποιον να τις περιμένει στο σχόλασμα. Εκτός ίσως από τον μπασμένο, γλυκανάλατο καθηγητή της Άλγεβρας που τις γλυκοκοίταζε και τις δύο, μα δεν τον είχε ικανό να τολμήσει. Έστηνε αυτί προσεκτικά και τάχα αδιάφορα στα διαλείμματα, μα δεν τις άκουσε ποτέ να συζητούν κάτι έξω από τα μαθήματα. Κάποτε,  περνώντας μπροστά από το θρανίο τους, τις κάρφωνε στιγμιαία με το βλέμμα μελετώντας αντιδράσεις. Η Κάτια χαμήλωνε το βλέμμα να κρύψει ένα κοκκίνισμα που δεν του διέφευγε, μα η Αίγλη έμενε να τον κοιτάζει κατάματα, μ’ ένα ύφος που μπορούσε να  μεταφραστεί: “δεν μ’ ενδιαφέρεις, δεν με φοβίζεις, δεν μου αρέσεις”.

Το σχέδιο προέβλεπε να ξεκινήσει από τις εύκολες και να προχωρήσει προσεκτικά στις υπόλοιπες. Δεν χρειάστηκε καν να προσπαθήσει. Η Άννα πήρε την πρωτοβουλία από τα χέρια του. Η Άννα ήταν μια ντόμπρα κοπέλα με ελάχιστο ενδιαφέρον για σπουδές και άλλα τέτοια ανιαρά. Με ζεστή καρδιά και ζεστό κορμί. Στις διακοπές των Χριστουγέννων,  αφού οι γονείς έλειπαν ταξίδι στο εξωτερικό αφήνοντάς την μόνη να διαβάσει, βρήκε ευκαιρία να τον καλέσει σπίτι της. Δέθηκε μαζί της σε βαθμό που τον έκανε να αναθεωρήσει το αρχικό του πλάνο να δοκιμάσει την τύχη του με όλες τις συμμαθήτριες και διασκέδαζαν μαζί όταν της περιέγραφε τις φαντασιώσεις του να λύσει τον κότσο από τις θεούσες συμμαθήτριες και να βάλει σε πειρασμό την αγνότητά τους, για την ειλικρίνεια της οποίας είχε σοβαρές επιφυλάξεις. Η Άννα γελούσε τρανταχτά μα απειλούσε να βγάλει τρίχα-τρίχα το μαλλί σε όποια τολμούσε να μπει ανάμεσά τους. Είχε εκρηκτικό ταμπεραμέντο, δεν μάσαγε τα λόγια της και εννοούσε μέχρι κεραίας όσα έλεγε. Μα η ζήλια της δεν θα εμπόδιζε τον Μιχαλιό να υλοποιήσει τα αρχικά του σχέδια που έμεναν ανενεργά μόνο και μόνο γιατί   η Άννα ικανοποιούσε με τον καλύτερο τρόπο τις ανάγκες του.

Συνεχίζεται... 


Γιούλια Ολόμπλαβα