12.1.13

ΕΛΛΗΝΕΣ Ή ΡΩΜΗΟΙ; ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΜΑΣ ΟΝΟΜΑΣΙΑΣ




Ἀρχιμ. Κύριλλου Κεφαλόπουλου

Κά­θε Ἔθνος προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται ἐ­θνι­κὰ ἀ­πὸ πολ­λὰ στοι­χεῖ­α, τὴν ἱ­στο­ρί­α του, τὸν πο­λι­τι­σμό, τὴν γλῶσ­σα, τὴν θρη­σκεί­α, μὰ κα­τ᾿ ἐ­ξο­χὴν ἀ­πὸ τὸ ὄ­νο­μά του, ποὺ δη­λώ­νει τὴν ταυ­τό­τη­τα ὅ­σων ἀ­νή­κουν σὲ αὐ­τό. Ἔ­τσι, ἡ ὀ­νο­μα­σί­α Ἕλ­λην δη­λώ­νει τὸν ἀ­νή­κον­τα στὸ ἑλ­λη­νι­κὸ Ἔ­θνος. Οἱ ὀ­νο­μα­σί­ες τῶν Ἐ­θνῶν ἔ­χουν τὴν ἐτυ­μο­λο­γι­κή τους προ­έ­λευ­ση, ποὺ συν­δέ­ε­ται μὲ τὸν χῶ­ρο καὶ τὴν ἱ­στο­ρί­α.
Ἔ­τσι λ.χ. ὑ­πάρ­χουν Ἔ­θνη ποὺ τὸ ὄ­νο­μά τους δη­λώ­νει κά­ποι­ον γε­ω­γρα­φι­κὸ ὅρο, ὅ­πως Νό­τιος Ἀ­φρι­κή, Ἰ­ση­με­ρι­νός, Νορ­μαν­δία­ (=χώ­ρα τοῦ Βορ­ρᾶ), Ἰσ­λαν­δί­α (=χώ­ρα τῶν πά­γων, Iceland),  ἢ ἰ­δι­ό­τη­τες τῆς χώ­ρας, Ἀρ­γεν­τι­νὴ (=χώ­ρα τοῦ ἀ­ση­μιοῦ, argent), Venezuela (=μι­κρὴ Βε­νε­τί­α, τὴν ὀ­νό­μα­σαν ἔ­τσι οἱ Ἱσπα­νοὶ δι­ό­τι τοὺς θύ­μι­ζε τὴν Βε­νε­τί­α), Puerto Rico (=πλού­σιο λι­μά­νι), Τα­ϋ­λάν­δη (=χώ­ρα τῶν Τά­ϊ, τῶν ἐ­λευ­θέ­ρων ἀν­θρώ­πων), εἴ­τε ἀ­κό­μη μὲ κά­ποι­α ἱ­στο­ρι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα, κά­ποι­ον ἐ­θνι­κὸ ἥ­ρω­α ἢ ἱ­δρυ­τή, π.χ. Κο­λομ­βί­α, ἀ­πὸ τὸν ἐ­ξε­ρευ­νη­τὴ Χρι­στοφ. Κο­λόμ­βο, Βο­λι­βί­α, ἀ­πὸ τὸν ἀ­πε­λευ­θε­ρω­τὴ στρα­τη­γὸ Simon Bolivar.
Σὲ πολ­λὰ Ἔθνη πα­ρα­τη­ρεῖ­ται τὸ φαι­νό­με­νο κα­τὰ ἱ­στο­ρι­κὲς πε­ρι­ό­δους νὰ ἀλ­λά­ζουν ἐ­θνι­κὲς ὀ­νο­μα­σί­ες ἢ νὰ συ­νυ­πάρ­χουν δύ­ο ἢ καὶ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἐ­θνι­κοὶ προσ­δι­ο­ρι­σμοὶ π.χ. Βρε­ταν­νοὶ-Ἐγ­γλέ­ζοι, Γάλ­λοι-Φράγ­κοι, Γερ­μα­νοὶ-Ἀ­λα­μα­νοί, Οὖγ­γροι-Μα­γυά­ροι, Φιν­λαν­δοὶ-Σου­ό­μι, Πέρ­σες-Ἰ­ρα­νοί, Ὀ­θω­μα­νοὶ-Τοῦρ­κοι κ.ἄ.
Τὸ ἑλ­λη­νι­κὸ Ἔθνος, ἀ­πὸ τὰ ἀρ­χαι­ό­τε­ρα καὶ τὰ ἱ­στο­ρι­κό­τε­ρα ἐ­πὶ τῆς γῆς, ἐμ­φα­νί­ζει πολ­λὲς πα­ραλ­λα­γὲς ὡς πρὸς τὴν ἐ­θνι­κή του ὀ­νο­μα­σί­α, κα­τὰ πε­ρι­ό­δους λι­γό­τε­ρο ἢ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­πι­κρα­τοῦ­σες, τὶς ἀ­κό­λου­θες Ἕλ­λη­νες, Ρω­μηοί, Γραι­κοί. Ἀ­κό­μη καὶ σή­με­ρα ποὺ τὸ ἐ­πί­ση­μο ἐ­θνι­κὸ ὄ­νο­μα τῆς κρα­τι­κῆς μας ὑ­πο­στά­σε­ως εἶ­ναι Ἑλ­λάς, Ἑλ­λη­νι­κὴ Δη­μο­κρα­τί­α, οἱ ξέ­νοι ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν νὰ μᾶς ἀ­πο­κα­λοῦν Greece, Greeks (στὰ ἀγ­γλι­κά), Grece, Grecs (στὰ γαλ­λι­κά), Grecia, Greci (στὰ ἰ­τα­λι­κά), Grecia, Griegos (στὰ ἱ­σπα­νι­κά),  Griechenland, Griechen (στὰ γερ­μα­νι­κὰ) Rum, Yunani οἱ Ἄ­ρα­βες καὶ οἱ Τοῦρ­κοι.
Ἔ­χει ἐ­ξαι­ρε­τι­κὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον νὰ ἐν­τρυ­φή­σου­με στὶς ἱ­στο­ρι­κὲς δι­α­δρο­μὲς τῶν ἐ­θνι­κῶν μας ὀ­νο­μα­σι­ῶν, ποὺ χά­νον­ται στὰ βά­θη τῆς προ­ϊ­στο­ρί­ας καὶ τῆς ἱ­στο­ρί­ας, νὰ ἐ­πι­χει­ρή­σου­με μί­α ἑρ­μη­νευ­τι­κή τους προ­σέγ­γι­ση καὶ νὰ δοῦ­με τὴν πο­ρεί­α τους μέ­σα στὸν χρό­νο καὶ τὶς ἱ­στο­ρι­κὲς πε­ρι­πέ­τει­ες τοῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ.
Θὰ δι­αι­ρέ­σου­με τὴν προ­σπά­θειά μας σὲ τέσ­σε­ρεις χρο­νι­κὲς ἱ­στο­ρι­κὲς πε­ρι­ό­δους γιὰ κα­θα­ρὰ λό­γους με­θο­δο­λο­γί­ας, ἀ­φοῦ ἡ πο­ρεί­α τοῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ εἶ­ναι ἀ­δι­αί­ρε­τη, ἀ­δι­ά­σπα­στη καὶ δι­α­χρο­νι­κή, (α) τὴν ἀρ­χαί­α Ἑλ­λά­δα, (β) τὴν Ρω­μαι­ο­κρα­τί­α, (γ) τὴν χρι­στι­α­νι­κὴ βυ­ζαν­τι­νὴ πε­ρί­ο­δο, (δ) Τουρ­κο­κρα­τί­α καὶ νε­ώ­τε­ροι χρό­νοι.

(α) Ἀρ­χαί­α Ἑλ­λὰς
Στὸν ἑλ­λα­δι­κὸ χῶ­ρο κα­τοι­κοῦ­σαν δι­ά­φο­ρα φύ­λα αὐ­τό­χθο­να καὶ συγ­γε­νι­κὰ με­τα­ξύ τους. Γιὰ τοὺς πρω­το­έλ­λη­νες αὐ­τούς, τοὺς ὀ­νο­μα­ζο­μέ­νους Πε­λα­σγούς, οἱ ὁ­ποῖ­οι στὴν πε­ρι­ο­χὴ τῆς Δω­δώ­νης τῆς Ἠ­πεί­ρου ὀ­νο­μά­ζον­ταν Σελ­λοί, καὶ σύμ­φω­να μὲ τὴν μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Ὁ­μή­ρου, ἦσαν ἱ­ε­ρεῖς τοῦ μαν­τεί­ου τοῦ Διὸς (Ἰ­λιὰς Π 233-235). Σύμ­φω­να τώ­ρα μὲ τὸν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη ΄΄πε­ρὶ τὴν Ἑλ­λά­δαν τὴν ἀρ­χαί­αν. Αὕτη δ᾿ ἔ­στιν ἡ πε­ρὶ τὴν Δω­δώ­νην καὶ τὸν Ἀ­χε­λῶ­ον… ὤ­κουν γὰρ οἱ Σελ­λοὶ ἐν­ταῦθα καὶ οἱ κα­λού­με­νοι τό­τε μὲν Γραι­κοί, νῦν δ᾿  Ἕλ­λη­νες΄΄. (Με­τω­ρο­λο­γι­κά 1, 352 Α). 
Σύμ­φω­να μὲ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ μυ­θο­λο­γί­α, ὁ Ἕλ­λην, ὁ γε­νάρ­χης τῶν Ἑλ­λή­νων, ἦ­ταν γυιὸς τοῦ Δευ­κα­λί­ω­νος καὶ τῆς Πύρ­ρας, τὴν πε­ρί­ο­δο τοῦ κα­τα­κλυ­σμοῦ, ὅ­ταν ὁ Δευ­κα­λί­ων βα­σί­λευ­ε στὴν Θεσ­σα­λί­α. Ἀ­πὸ τὸν Ἡ­σί­ο­δο (8ος αἰ. π.Χ.) πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε ὅ­τι ὁ Γραι­κὸς ὑ­πῆρ­ξε γυιὸς τοῦ Διὸς καὶ τῆς Παν­δώ­ρας, κό­ρης τοῦ Δευ­κα­λί­ω­νος. Ἀ­πὸ τὸ Πά­ριο Χρο­νι­κὸ (κεί­με­νο ἐ­πι­γρα­φι­κὸ σὲ μάρ­μα­ρο ποὺ κα­τα­γρά­φει ἐν εἴ­δει χρο­νι­κοῦ χρο­νο­λο­γι­κὰ καὶ ἱ­στο­ρι­κὰ γε­γο­νό­τα μέ­χρι τὸ 253 π.Χ.) μα­θαί­νου­με ὅ­τι ΄΄Ἕλ­λη­νες ὠ­νο­μά­σθη­σαν, τὸ πρό­τε­ρον Γραι­κοὶ κα­λού­με­νοι΄΄.
Πά­λι κα­τὰ τὴν μυ­θο­λο­γί­α ὁ Ἕλ­λην εἶ­χε τρεῖς γυιούς, τὸν Αἴ­ο­λο, τὸν Δῶ­ρο, τὸν Ξοῦ­θο. Ὁ τε­λευ­ταῖ­ος ἀ­πέ­κτη­σε δύ­ο γυιούς, τὸν Ἴ­ω­να καὶ τὸν Ἀ­χαι­ό, γε­νάρ­χες τῶν ἀν­τι­στοί­χων ἑλ­λη­νι­κῶν φύ­λων (Αἰ­ο­λέ­ων, Δω­ρι­έ­ων, Ἰ­ώ­νων, Ἀ­χαι­ῶν, Ἡ­ρο­δό­του Ἱ­στο­ρί­ῃ Α’ 56).
Γιὰ τὰ βά­θη τῆς προ­ϊ­στο­ρί­ας καὶ τῆς ἀ­πώ­τε­ρης ἱ­στο­ρί­ας, οἱ μαρ­τυ­ρί­ες ποὺ ἔ­χου­με, ἂν καὶ προ­ερ­χό­με­νες ἀ­πὸ μυ­θο­λο­γι­κὲς πη­γὲς καὶ ἀ­πὸ γρα­πτὰ κεί­με­να ποὺ ἀ­πη­χοῦν αὐ­τὲς τὶς πα­ρα­δό­σεις, εἶ­ναι πο­λὺ ση­μαν­τι­κές. Δὲν μπο­ροῦ­με νὰ τὶς ἀ­γνο­ή­σου­με ἢ νὰ τὶς ἀ­πορ­ρί­ψου­με ἀ­βα­σά­νι­στα ὡς μυ­θο­πλα­σί­ες. Εἶ­ναι ἄλ­λω­στε γνω­στὸ ὅ­τι μέ­σα στὸν μύ­θο πε­ρι­κλεί­ον­ται ἱ­στο­ρι­κὲς μνῆ­μες ποὺ χά­νον­ται στὰ βά­θη τῶν ἀρ­χῶν τῆς ἱ­στο­ρί­ας κά­θε λα­οῦ καὶ τό­που καὶ δι­α­σώ­ζουν πο­λύ­τι­μες μαρ­τυ­ρί­ες.
Ἀ­πὸ τὰ πα­ρα­πά­νω προ­κύ­πτουν τὰ ἑ­ξῆς συμ­πε­ρά­σμα­τα, ὅ­τι οἱ ὀ­νο­μα­σί­ες Ἕλ­λην καὶ Γραι­κὸς εἶ­ναι ἀρ­χαι­ό­τα­τες, ἀ­πο­δί­δον­ται σὲ πρό­σω­πα τῆς ἴ­διας ἐ­πο­χῆς (συν­δέ­ον­ται μὲ τὸν Δευ­κα­λί­ω­να καὶ τὴν με­τὰ τὸν κα­τα­κλυ­σμὸν πε­ρί­ο­δο), ἐμ­φα­νί­ζον­ται νὰ εἶ­ναι τῆς ἴ­διας πε­ρί­που πε­ρι­ό­δου, καὶ ἀ­πο­δί­δον­ται σὲ πλη­θυ­σμια­κὲς ὁ­μά­δες, πε­λα­σγι­κὰ φύ­λα αὐ­τό­χθο­να ποὺ ἔ­χουν ἀρ­χι­κή τους κοι­τί­δα τὴν πε­ρι­ο­χὴ τῆς Ἠ­πεί­ρου καὶ τῆς Θεσ­σα­λί­ας, καὶ στα­δια­κὰ με­τα­να­στεύ­ουν στὸν εὐ­ρύ­τε­ρο γε­ω­γρα­φι­κὸ χῶ­ρο ποὺ εἶ­ναι γνω­στὸς ὡς ἑλ­λα­δι­κὸς (Θεσ­σα­λί­α, Μα­κε­δο­νί­α, Στε­ρε­ά, Πε­λο­πόν­νη­σος, νη­σιὰ Αἰ­γαί­ου, Μι­κρὰ Ἀ­σί­α). Οἱ μαρ­τυ­ρί­ες αὐ­τὲς ποὺ ἀ­πο­τε­λοῦν τὶς ἱ­στο­ρι­κὲς μνῆ­μες τῆς φυ­λε­τι­κῆς προ­ε­λεύ­σε­ως τῶν προ­γό­νων μας, συ­νη­γο­ροῦν ἰ­σχυ­ρὰ ὑ­πὲρ τῆς αὐ­το­χθο­νί­ας τῶν Ἑλ­λή­νων καὶ κα­ταρ­ρί­πτουν τὴν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή, ἂν καὶ ἀ­να­πό­δει­κτη, θε­ω­ρί­α τοῦ 19ου αἰ. πε­ρὶ Ἰν­δο­ευ­ρω­παί­ων.
Ἀλ­λὰ καὶ ἡ ἐ­τυ­μο­λο­γι­κὴ ἑρ­μη­νεί­α τῶν ὀ­νο­μά­των συ­νη­γο­ρεῖ ὑ­πὲρ τῆς αὐ­το­χθο­νί­ας καὶ τῆς ἀρ­χαι­ό­τη­τας τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἔ­θνους. Ἡ λέ­ξη Σελ­λοὶ προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν ρί­ζα σὲλ- σὸλ- ποὺ ση­μαί­νει φω­τει­νός, πρβλ. σε­λή­νη, σέ­λας=τὸ φω­τει­νὸ βό­ρει­ο ἄ­στρο, sol(= ἥ­λιος) στὰ λα­τι­νι­κά, ἐξ οὗ καὶ τὰ σύγ­χρο­να ἰ­τα­λι­κὸ sole καὶ γαλ­λι­κὸ soleil γιὰ τὸν ἥ­λιο. Τὸ ἀρ­χι­κὸ σίγ­μα με­τα­τρέ­πε­ται σὲ δα­σεί­α καὶ ἔ­τσι ἔ­χου­με τὴν λέ­ξη Σελ­λάς-Ἑλλὰς (=χώ­ρα τοῦ φω­τός), πρβλ. σέ­λιος-ἥ­λιος.
Πα­ράλ­λη­λα μὲ τὴν ὀ­νο­μα­σί­α Ἕλ­λην συ­νυ­πῆρ­χε καὶ τὸ Γραι­κός, ἀ­πὸ τὴν ρί­ζα γραὶ- ποὺ ση­μαί­νει τὸν γη­ραι­ό, τὸν πα­λιό, τὸν ἀρ­χαῖ­ο. Ἀμ­φό­τε­ρες οἱ ὀ­νο­μα­σί­ες θὰ λέ­γα­με πὼς εἶ­ναι πο­λὺ ται­ρια­στές, κα­τάλ­λη­λες καὶ ἀρ­κε­τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὲς γιὰ τὸ ἑλ­λη­νι­κὸ Ἔ­θνος καὶ τὸν ἑλ­λα­δι­κὸ χῶ­ρο. Οἱ Ἕλ­λη­νες εἶ­ναι ἀ­πὸ τοὺς ἀρ­χαι­ό­τε­ρους καὶ γη­ραι­ό­τε­ρους λα­οὺς τοῦ κό­σμου μὲ πο­λυ­χι­λι­ε­τῆ ἱ­στο­ρί­α. Καὶ ὅ­σο γιὰ τὴν χώ­ρα μας, τί κα­ταλ­λη­λό­τε­ρο ὄ­νο­μα ἀ­πὸ τὸ Ἑλ­λάς, τὴν χώ­ρα τοῦ φω­τός;
Ἀ­φή­νον­τας τοὺς μυ­θι­κοὺς χρό­νους καὶ ἐρ­χό­με­νοι στὸ πιὸ στέ­ρε­ο ἔ­δα­φος τῶν ἱ­στο­ρι­κῶν χρό­νων, βλέ­που­με πὼς ἐ­νῶ ἡ ὀ­νο­μα­σί­α Ἑλ­λὰς ἀρ­χι­κὰ προσ­δι­ό­ρι­ζε μί­α στε­νὰ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη γε­ω­γρα­φι­κὴ πε­ρι­ο­χή, καὶ συγ­κε­κρι­μέ­να, σύμ­φω­να μὲ τὴν μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Ὁ­μή­ρου τὸ βα­σί­λει­ο τῆς Φθί­ας, στὴν πε­ρι­ο­χὴ τῆς Θεσ­σα­λί­ας, πα­τρί­δα τοῦ Ἀ­χιλ­λέ­ως, ποὺ οἱ κά­τοι­κοί της ὀ­νο­μά­ζον­ται Μυρ­μι­δό­νες καὶ Ἕλ­λη­νες καὶ Ἀ­χαι­οὶ (Ὁ­μή­ρου Ἰ­λιὰς Β’ 681-685, Ι 395, Π 595), στα­δια­κὰ ἡ ὀ­νο­μα­σί­α Ἕλ­λην ἐ­πι­κρα­τεῖ ἔ­ναν­τι τῶν ὑ­πο­λοί­πων ποὺ ὑ­πο­χω­ροῦν (π.χ. Γραι­κὸς) ἢ τῶν ὀ­νο­μά­των ποὺ χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τὰ ἐ­πὶ μέ­ρους ἑλ­λη­νι­κὰ φύ­λα (Ἀ­χαι­οί, Δω­ρι­εῖς, Ἴ­ω­νες, Αἰ­ο­λοί), καὶ φθά­νει νὰ προσ­δι­ο­ρί­ζει τὸ σύ­νο­λο τῶν πλη­θυ­σμῶν τοῦ ἑλ­λα­δι­κοῦ χώ­ρου.
Ἤ­δη ὁ Ἡ­σί­ο­δος, ποὺ γρά­φει τὸν 8ο αἰ. π.Χ. χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὸν ὅρο Πα­νέλ­λη­νες (Ἔρ­γα καὶ Ἡ­μέ­ραι, 528), ποὺ θὰ τὸν ἐ­πα­να­λά­βει τὸν 4ο αἰ. ὁ Ἰ­σο­κρά­της σὲ λό­γους του ποὺ ἐ­γρά­φη­σαν μὲ σκο­πὸ νὰ προ­ω­θή­σει τὴν ἐ­θνι­κὴ καὶ πο­λι­τι­κὴ ἑνο­ποί­η­ση τῶν ἑλ­λη­νί­δων πό­λε­ων κρα­τῶν ὑ­πὸ τὸν Φί­λιπ­πο Β’ τῆς Μα­κε­δο­νί­ας ἐ­ναν­τί­ον τῶν Περ­σῶν. Ἤ­δη ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴ τῶν Μη­δι­κῶν πο­λέ­μων εἶ­χε ἐ­πι­κρα­τή­σει ἀ­δι­αμ­φι­σβή­τη­τα ὁ ὅ­ρος Ἕλ­λην ὡς ὄ­νο­μα ἐ­θνι­κό. Ἔ­τσι ἡ συμ­μα­χί­α τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν πό­λε­ων ὑ­πὸ τὸν Παυ­σα­νί­α με­τὰ τὴν νί­κη στὴν μά­χη τῶν Πλα­ται­ῶν (479 π.Χ.) ἀ­φι­έ­ρω­σε στοὺς Δελ­φοὺς τρί­πο­δα μὲ τὸ ἑ­ξῆς ἐ­πί­γραμ­μα ΄΄Ἑλ­λή­νων ἀρ­χη­γὸς ἐ­πεῖ στρα­τὸν ὤ­λε­σεν Μή­δων, Παυ­σα­νί­ας Φοί­βω μνη­μ᾿ ἀ­νέ­θη­κε τό­δε΄΄. (Θου­κυ­δί­δου Ἱ­στο­ρί­α Α’ 132). Ἕν­δε­κα χρό­νια πρίν, οἱ Ἀ­θη­ναῖ­οι ἐ­καυ­χῶν­το γιὰ τὴν νί­κη τους στὸν Μα­ρα­θῶ­να (490 π.Χ.) σύμ­φω­να μὲ τὸ ἐ­πί­γραμ­μα τοῦ Σι­μω­νί­δη ΄΄Ἑλ­λή­νων προ­μα­χοῦν­τες Ἀ­θη­ναῖ­οι Μα­ρα­θῶνι χρυ­σο­φό­ρων Μή­δων ἐ­στό­ρε­σαν δύ­να­μιν΄΄.
Ὁ Ἑλ­λη­νι­σμὸς ἐ­ξα­πλώ­θη­κε πέ­ρα ἀ­πὸ τὰ στε­νὰ ἑλ­λα­δι­κὰ ὅ­ρια μὲ τὶς ἀ­ποι­κί­ες ποὺ ἱ­δρύ­θη­καν κα­τὰ τὰ με­γά­λα κύ­μα­τα ἀ­ποι­κι­σμοῦ (11ος αἰ. Ἀ­χαι­οὶ σὲ Μι­κρὰ Ἀ­σί­α καὶ ἀ­να­το­λι­κὴ Με­σό­γει­ο, 7ος καί 6ος αἰ. Ἴ­ω­νες καὶ Δω­ρι­εῖς σὲ Εὔ­ξει­νο Πόν­το, Θρά­κη, Δυ­τι­κὴ Με­σό­γει­ο). Ἦ­ταν σὲ τέ­τοι­α ἔ­κτα­ση ὁ ἀ­ποι­κι­σμὸς ὥ­στε νὰ δη­μι­ουρ­γη­θοῦν νέ­α κέν­τρα ἑλ­λη­νι­σμοῦ, πολ­λὲς φο­ρὲς ἰ­σχυ­ρό­τε­ρα καὶ πλου­σι­ό­τε­ρα ἀ­πὸ τὴν μη­τέ­ρα Ἑλ­λά­δα, ὅ­πως στὴν Σι­κε­λί­α ποὺ ἐ­πο­νο­μά­σθη­κε Με­γά­λη Ἑλ­λά­δα, Magna Grecia).
Ἀρ­γό­τε­ρα μὲ τὶς κα­τα­κτή­σεις τοῦ Μεγ. Ἀ­λε­ξάν­δρου ὁ Ἑλ­λη­νι­σμὸς ἐ­ξα­πλώ­θη­κε τό­σο πο­λύ, φθά­νον­τας μέ­χρι τὰ βά­θη τῆς Ἀ­σί­ας καὶ τὴν Ἰν­δί­α. Εἶ­ναι ἡ ἑλ­λη­νι­στι­κὴ πε­ρί­ο­δος τῶν ἐ­πι­γό­νων καὶ δι­α­δό­χων τοῦ Μεγ. Ἀ­λε­ξάν­δρου ποὺ κα­τέ­στη­σαν τὸν ἑλ­λη­νι­κὸ πο­λι­τι­σμὸ οἰ­κου­με­νι­κὸ κτῆ­μα ὅ­λης τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος, γιὰ νὰ γρά­ψει ἀρ­γό­τε­ρα ὁ με­γά­λος Ἀ­λε­ξαν­δρι­νὸς ποι­η­τὴς Κων. Κα­βά­φης ΄΄τὴν γλῶσ­σαν μοῦ ἔ­δω­σαν ἑλ­λη­νι­κὴ΄΄ καὶ τὴν ἔ­φε­ραν μέ­χρι τὸν Πόν­το, τὴν Σκυ­θί­α, τὴν Ἰν­δί­α, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νὰ κα­τα­στεῖ τὸ ὄ­νο­μα Ἕλ­λην δη­λω­τι­κὸ ὄ­χι μό­νον τῆς ἐ­θνο­φυ­λε­τι­κῆς κα­τα­γω­γῆς, ἀλ­λὰ ποι­ο­τι­κὸ στοι­χεῖ­ο τῆς συμ­με­το­χῆς στὸν ἑλ­λη­νι­κὸ πο­λι­τι­σμὸ ΄΄οἱ τῆς ἡ­με­τέ­ρας παι­δεί­ας με­τέ­χον­τες΄΄.
Πά­νω σὲ αὐ­τὸν τὸν παγ­κο­σμι­ο­ποι­η­μέ­νο οἰ­κου­με­νι­κὸ ἑλ­λη­νι­στι­κὸ κό­σμον θὰ ἀν­θή­σει ἀρ­γό­τε­ρα τὸ οἰ­κου­με­νι­κὸ μή­νυ­μα τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου.

(β) Ρω­μαι­ο­κρα­τί­α
Ἀν­τί­θε­τα μὲ τὴν ἐ­πι­κρά­τη­ση τοῦ ὅ­ρου Ἕλ­λην, στὴν Ρώ­μη καὶ γε­νι­κό­τε­ρα στὴν Ἰ­τα­λί­α καὶ τὴν Δύ­ση ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σε νὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται τὸ ὄ­νο­μα Γραι­κός. Στὴν Ἰ­τα­λί­α εἶ­χε ἱ­δρυ­θεῖ ἀ­πὸ πο­λὺ πα­λιὰ ἑλ­λη­νι­κὴ ἀ­ποι­κί­α ἀ­πὸ τοὺς Γραι­εῖς (=Γραι­κοὺς) ἡ πό­λις Γραί­α καὶ ἐξ αἰ­τί­ας αὐ­τῆς τῆς ἀ­ποι­κί­ας οἱ Ρω­μαῖ­οι εἶ­χαν τὴν ἀρ­χι­κή τους ἐ­πα­φὴ μὲ τοὺς Ἕλ­λη­νες, τοὺς γνώ­ρι­ζαν καὶ εἶ­χαν ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μὲ αὐ­τοὺς τοὺς Ἕλ­λη­νες ἀ­ποί­κους ποὺ ὀ­νο­μά­ζον­ταν Γραι­εῖς ἢ Γραι­κοί. Ἔ­τσι ἐ­πε­κρά­τη­σε ἡ ὀ­νο­μα­σί­α αὐ­τή, Graecia, Graeci, καὶ ἕ­ως σή­με­ρα οἱ Δυ­τι­κο­ευ­ρω­παῖ­οι ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν νὰ μᾶς ἀ­πο­κα­λοῦν Γραι­κούς.
Μὲ τὴν ἀ­νά­μει­ξη τῶν Ρω­μαί­ων στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ζη­τή­μα­τα καὶ τὴν ρω­μα­ϊ­κὴ κα­τά­κτη­ση τὸ 146 π.Χ., μὲ τὴν ἔν­το­νη πο­λι­τι­στι­κὴ ἐ­πιρ­ρο­ὴ τῶν Ἑλ­λή­νων στοὺς Ρω­μαί­ους, οἱ πο­λι­τι­σμέ­νοι Ἕλ­λη­νες κα­τέ­κτη­σαν τοὺς ἀ­γροί­κους Λα­τί­νους. Οἱ ἐ­κλε­πτυ­σμέ­νοι τρό­ποι τῶν Ἑλ­λή­νων ἀλ­λὰ καὶ ἡ ἐκ μέ­ρους πολ­λῶν ἐξ αὐ­τῶν ἐκ­δη­λώ­σε­ων ὑ­πο­τε­λεί­ας καὶ κο­λα­κεί­ας πρὸς τὸν Ρω­μαῖ­ο κα­τα­κτη­τή, ὁ­δή­γη­σαν στὴν ἐμ­φά­νι­ση ἑ­νὸς νέ­ου ὅρου μὲ ὑ­πο­τι­μη­τι­κὴ ἔν­νοι­α, τοῦ Γραι­κύ­λου (Graeculus), ποὺ τὸν χρη­σι­μο­ποί­η­σε ὁ Κι­κέ­ρων, ὅ­πως μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὁ ἱ­στο­ρι­κὸς Δί­ων ὁ Κάσ­σιος (48, 18, 1). Ἀ­κό­μη καὶ σή­με­ρα ἡ λέ­ξη Γραι­κύ­λος ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ ἔ­χει τὴν ἴ­δια ὑ­πο­τι­μη­τι­κὴ ἔν­νοια­.
Ἡ ρω­μα­ϊ­κὴ ἐ­ξου­σί­α προ­ώ­θη­σε στοι­χεῖ­α ἑνο­ποί­η­σης τῶν λα­ῶν καὶ στα­θε­ρό­τη­τας τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας μέ­σῳ τῆς λα­τρεί­ας τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος, τῆς ἀ­φο­σι­ώ­σε­ως στὴν Ρώ­μη καὶ τὸν αὐ­το­κρά­το­ρα, τῆς δι­α­δό­σε­ως τῆς λα­τι­νι­κῆς γλώσ­σας καὶ πο­λι­τι­σμοῦ, ὅ­πως καὶ τῆς καλ­λι­έρ­γειας τοῦ αἰ­σθή­μα­τος τῶν δι­α­φο­ρε­τι­κῶν λα­ῶν ὅ­τι συ­να­νή­κουν στὴν ἴ­δια κρα­τι­κὴ ὀν­τό­τη­τα. Στα­δια­κὰ οἱ Ρω­μαῖ­οι ἐ­πε­ξέ­τει­ναν τὴν ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ Ρω­μαί­ου πο­λί­τη χο­ρη­γών­τας την σὲ ὁ­λο­έ­να πε­ρισ­σο­τέ­ρους, σὲ ἀ­να­γνώ­ρι­ση προ­σφο­ρᾶς ὑ­πη­ρε­σι­ῶν πρὸς τὴν Ρώ­μη, μὲ τὰ ἀν­τί­στοι­χα δι­και­ώ­μα­τα καὶ προ­νό­μια ποὺ συ­νε­πα­γό­ταν αὐ­τή. Ἔ­τσι λ.χ. ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τὴν ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ ρω­μαί­ου πο­λί­τη γιὰ νὰ τύ­χη τῆς προ­στα­σί­ας τῶν ἀρ­χῶν (Πρά­ξεις τῶν Ἀ­πο­στό­λων 22, 26-29 καὶ 15, 8-12). Τὸ 212 μ.Χ. μὲ τὸ αὐ­το­κρα­το­ρι­κὸ δι­ά­ταγ­μα (edictum) τοῦ Κα­ρα­κάλ­λα, ἡ ρω­μα­ϊ­κὴ ὑ­πη­κο­ό­τη­τα ἀ­πο­νε­μό­ταν σὲ ὅ­λους τούς κα­τοί­κους τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Ὅ­λοι πλέ­ον δι­και­οῦν­ται νὰ ὀ­νο­μά­ζον­ται Ρω­μαῖ­οι. Ἑ­πο­μέ­νως καὶ οἱ Ἕλ­λη­νες λαμ­βά­νουν τὸ ἐ­πί­ση­μο κρα­τι­κὸ ὄ­νο­μα τοῦ Ρω­μαί­ου πο­λί­τη.

(γ) Χρι­στι­α­νι­κοί καί βυ­ζαν­τι­νοί χρό­νοι
Μὲ τὴν ἐμ­φά­νι­ση τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ, γιὰ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α ἡ χρι­στι­α­νι­κὴ ἰ­δι­ό­τη­τα ὑ­περ­τε­ρεῖ ὑ­περ­βαί­νου­σα τὶς ἐ­πὶ μέ­ρους ἐ­θνι­κὲς κα­τα­γω­γὲς, ΄΄οὐκ ἔ­νι Ἰ­ου­δαῖ­ος οὐ­δὲ Ἕλ­λην ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ΄΄, γρά­φει ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος (Γα­λά­τας 3, 28). Στὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη, ὅ­που χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ὁ ὅ­ρος Ἕλ­λην, δὲν ση­μαί­νει κα­τ᾿ ἀ­νάγ­κην τὸν ἔ­χον­τα ἑλ­λη­νι­κὴ κα­τα­γω­γή. Ὁ ὅ­ρος Ἕλ­λην δὲν ἔ­χει τό­σο τὴν ἔν­νοι­α τῆς ἐ­θνι­κῆς κα­τα­γω­γῆς ὅ­σο τῆς θρη­σκευ­τι­κῆς ἢ πο­λι­τι­στι­κῆς ταυ­τό­τη­τας. Ἔ­τσι γί­νε­ται λό­γος γιὰ ΄΄τὴν δι­α­σπο­ρὰ τῶν Ἑλ­λή­νων΄΄, δηλ. τῶν ἑλ­λη­νι­ζόν­των Ἑ­βραί­ων ποὺ εἶ­χαν υἱ­ο­θε­τή­σει τὸν ἑλ­λη­νι­κὸ πο­λι­τι­σμὸ (Ἰ­ω­άν­νης 7, 35), ἐ­νῶ ἀλ­λοῦ ὡς Ἕλ­λη­νες ἢ ἑλ­λη­νι­στὲς ἀ­πο­κα­λοῦν­ται οἱ ἐκ τῶν ἐ­θνι­κῶν εἰ­δω­λο­λα­τρῶν προ­ερ­χό­με­νοι προ­σή­λυ­τοι. ΄΄Ἦ­σαν δὲ Ἕλ­λη­νες τι­νὲς ἐκ τῶν ἀ­να­βαι­νόν­των ἵνα προ­σκυ­νή­σω­σιν ἐν τῇ ἑ­ορ­τῇ… ὁ δὲ Ἰ­η­σοῦς ἀ­πο­κρί­νε­ται αὐ­τοῖς λέ­γων, ἐ­λή­λυ­θεν ἡ ὥ­ρα ἵνα δο­ξα­σθῇ ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που΄΄ (Ἰ­ω­άν­νης 12, 20-23). Ἡ ἔν­νοι­α τοῦ χω­ρί­ου εἶ­ναι ὅ­τι ὁ Χρι­στι­α­νι­σμὸς ἀ­νοι­γό­με­νος στὸν ἑλ­λη­νι­κὸ κό­σμο μέ­σῳ ἑλ­λη­νι­ζόν­των προ­ση­λύ­των θὰ γνώ­ρι­ζε οἰ­κου­με­νι­κὴ ἐ­ξά­πλω­ση. Καὶ αὐ­τὸ θὰ γι­νό­ταν ἀ­φοῦ ΄΄δο­ξα­σθῆ ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που΄΄, με­τὰ δηλ. τὴν Σταύ­ρω­ση καὶ τὴν ἔν­δο­ξη Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου.
Στὴν πρώ­τη Ἐκ­κλη­σί­α ὑ­πῆρ­χε ΄΄γογ­γυ­σμός Ἑλ­λη­νι­στῶν πρός Ἰου­δαί­ους΄΄ (Πρά­ξεις 6, 1) ποὺ ὁ­δή­γη­σε στὴν ἐ­κλο­γὴ τῶν ἑ­πτὰ δι­α­κό­νων γιὰ νὰ ἐ­ξο­μα­λυν­θοῦν οἱ προ­στρι­βὲς ἑλ­λη­νι­ζόν­των καὶ ἰ­ου­δαί­ων χρι­στια­νῶν.
Στοὺς πρώ­τους Χρι­στι­α­νι­κοὺς αἰ­ῶ­νες ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κι­νεῖ­ται στὰ γε­ω­γρα­φι­κὰ πλαί­σια τῆς ρω­μα­ϊ­κῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας καὶ πά­νω στὸ κυ­ρί­αρ­χο θρη­σκευ­τι­κό, φι­λο­σο­φι­κό, πο­λι­τι­στι­κὸ ὑ­πό­βα­θρο, ποὺ συν­θέ­τει τὸν ἑλ­λη­νι­στι­κὸ κό­σμο τῆς Ἀ­να­το­λῆς. Ὅ­ταν ὁ Παῦ­λος ἀ­νοί­γει τὸ κή­ρυγ­μά του στοὺς Ἕλ­λη­νες (Πρά­ξεις 11, 20) καὶ ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι ὁ ἐ­σταυ­ρω­μέ­νος Χρι­στὸς εἶ­ναι μω­ρί­α γιὰ τοὺς Ἕλ­λη­νες, σκάν­δα­λο γιὰ τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους (Α’ Κο­ριν­θί­ους 1,23), δὲν ἀ­να­φέ­ρε­ται κα­τ᾿ ἀ­νάγ­κην σὲ Ἕλ­λη­νες ἐξ ἀ­πό­ψε­ως ἐ­θνο­φυ­λε­τι­κῆς κα­τα­γω­γῆς, ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως σὲ ὅ­σους ἔ­χουν ἑλ­λη­νι­κὴ παι­δεί­α, τρό­πο σκέ­ψης, ἑλ­λη­νι­κὴ εἰ­δω­λο­λα­τρι­κὴ θρη­σκεί­α. Μὲ τὸ ἴ­διο πνεῦ­μα θὰ γρά­ψει ὁ Μέ­γας Ἀ­θα­νά­σιος λό­γους ΄΄Κα­τά  Ἑλ­λή­νων΄΄ καί ΄΄Κα­τά Ἑ­βραί­ων΄΄ στρε­φό­με­νος κα­τὰ τῆς ἐ­θνι­κῆς εἰ­δω­λο­λα­τρεί­ας καὶ τῆς ἑ­βρα­ϊ­κῆς θρη­σκεί­ας καὶ ὄ­χι κα­τὰ τῶν συγ­κε­κρι­μέ­νων ἐ­θνο­τή­των.
 Ἔ­τσι, σι­γὰ-σι­γὰ τὸ ὄ­νο­μα Ἕλ­λην ὑ­πο­χω­ρεῖ ταυ­τι­ζό­με­νο μὲ τὴν εἰ­δω­λο­λα­τρεί­α καὶ χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται μὲ τρό­πο ἀ­πα­ξι­ω­τι­κό. Ἀν­τι­θέ­τως, ἐ­κεῖ­νο ποὺ κυ­ρια­ρχεῖ ὡς ἐ­πί­ση­μο ἐ­θνι­κὸ καὶ κρα­τι­κὸ ὄ­νο­μα εἶ­ναι αὐ­τὸ τοῦ Ρω­μαί­ου. Οἱ χρι­στι­α­νι­κοὶ πλη­θυ­σμοὶ τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας αὐ­το­προσ­δι­ο­ρί­ζον­ται ὡς Ρω­μαῖ­οι, δηλ. ὑ­πή­κο­οι τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος, πο­λί­τες τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας καὶ χρι­στια­νοὶ στὴν πί­στη.
Ἡ με­τα­φο­ρὰ τῆς πρω­τεύ­ου­σας τοῦ κρά­τους ἀ­πὸ τὴν πα­λαι­ὰ Ρώ­μη στὴν Νέ­α Ρώ­μη, τὴν Κων/πολη (330 μ.Χ.) σή­μαι­νε καὶ με­τα­φο­ρὰ τῶν κέν­τρων ἐ­ξου­σί­ας στὴν Ἀ­να­το­λή. Ἀρ­γό­τε­ρα ἡ Ρω­μα­ϊ­κὴ αὐ­το­κρα­το­ρί­α δι­αι­ρέ­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Θε­ο­δό­σιο Α’ (379-395) σὲ δύ­ο τμή­μα­τα, τὸ δυ­τι­κὸ καὶ τὸ ἀ­να­το­λι­κό, καὶ δό­θη­καν ἀν­τι­στοί­χως στοὺς δύ­ο γυιούς του, Ἀρ­κά­διο καὶ Ὀ­νώ­ριο. Ὅ­ταν ἡ δυ­τι­κὴ ρω­μα­ϊ­κὴ αὐ­το­κρα­το­ρί­α κα­τέρ­ρευ­σε ἀ­πὸ τίς ἐ­πι­δρο­μὲς τῶν βαρ­βά­ρων τὸ 476 μ.Χ., τὸ ἀ­να­το­λι­κὸ κρά­τος ταυ­τί­σθη­κε ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου μὲ τὴν ρω­μα­ϊ­κὴ αὐ­το­κρα­το­ρί­α. Ὁ αὐ­το­κρά­τωρ ποὺ εἶ­χε τὴν ἕ­δρα του στὴν Κων/πο­λη, ἐξ ἀρ­χῆς ἤ­δη ἀ­πὸ τὸν Μέ­γα Κων/νο, εἶ­χε τὸν τί­τλο ΄΄βα­σι­λεὺς καὶ αὐ­το­κρά­τωρ τῶν Ρω­μαί­ων΄΄.
Ὁ ἐ­πι­σκο­πι­κὸς θρό­νος τῆς Κων/πό­λε­ως, ποὺ ἀ­πὸ τὴν Β’ Οἰ­κου­με­νι­κὴ Σύ­νο­δο ἀ­νε­βι­βά­σθη σὲ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο καὶ ὁ Πα­τριά­ρχης πῆ­ρε τὸν τί­τλο ΄΄Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Κων/πό­λε­ως καὶ Νέ­ας Ρώ­μης΄΄. Ὁ ἐ­πί­σκο­πος τῆς πα­λαι­ᾶς Ρώ­μης ἔ­χων ὡς ἕ­δρα του τὴν πα­λαι­ὰ πρω­τεύ­ου­σα τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας καὶ τό­πο μαρ­τυ­ρί­ου τῶν ἀ­πο­στό­λων Πέ­τρου καὶ Παύ­λου, δι­α­τή­ρη­σε ἁ­πλῶς τὰ πρε­σβεί­α τι­μῆς, ὡς πρῶ­τος με­τα­ξὺ ἴ­σων (primus inter pares) στὸ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸ σύ­στη­μα τῆς Πεν­ταρ­χί­ας τῶν Πα­τρι­αρ­χεί­ων.
Μὲ τὴν κα­τά­λυ­ση τοῦ δυ­τι­κοῦ ρω­μα­ϊ­κοῦ κρά­τους, τὰ γε­ω­γρα­φι­κὰ ὅ­ρια τοῦ ἀ­να­το­λι­κοῦ ρω­μα­ϊ­κοῦ κρά­τους ταυ­τί­σθη­καν μὲ τὴν Ρω­μα­ϊ­κή Οἰκου­μέ­νη, δηλ. τὸ πο­λι­τι­σμέ­νο τμῆ­μα τοῦ κό­σμου ποὺ τὸ κα­τοι­κοῦ­σαν ἄν­θρω­ποι μὲ ἐ­πί­γνω­ση τῆς ταυ­τό­τη­τάς τους ὡς Ρω­μαῖοι ὑπή­κο­οι τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος τῶν Ρω­μαί­ων,χρι­στια­νοί πού δι­α­τή­ρη­σαν τὴν πί­στη τους ἀ­νό­θευ­τη ἀ­πὸ τὶς αἱ­ρέ­σεις πά­νω στὴν ὀρ­θὴ δι­δα­σκα­λί­α τῶν Πα­τέ­ρων, δηλ. Ὀρ­θό­δο­ξοι, καί πο­λι­τι­σμι­κά ἀ­πό­γο­νοι καὶ συ­νε­χι­στὲς τῆς ἀρ­χαί­ας ἑλ­λη­νι­κῆς σκέ­ψης καὶ ἐ­πι­στή­μης. Ὁ Πα­τριά­ρχης Κων/πό­λε­ως, ὡς ἑ­δρεύ­ων στὴν πρω­τεύ­ου­σα τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, τὴν βα­σι­λί­δα πό­λη τῶν Πό­λε­ων, τὸ κέν­τρο τῆς Οἰ­κου­μέ­νης, πῆ­ρε τὸν τί­τλο τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τριά­ρχου, ἐ­πὶ πα­τρι­αρ­χεί­ας Ἰ­ω­άν­νου Δ’ τοῦ Νη­στευ­τοῦ (585-595 μ.Χ.), προ­κα­λών­τας τὴν ἀν­τί­δρα­ση τοῦ ἐ­πι­σκό­που Ρώ­μης.
Ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ ὅ­ρια τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς δηλ. χρι­στι­α­νι­κῆς Οἰ­κου­μέ­νης, κα­τοι­κοῦ­σαν λα­οὶ βάρ­βα­ροι, ἀ­πο­λί­τι­στοι, εἰ­δω­λο­λά­τρες. Ἡ αἴ­σθη­ση τῆς δι­α­φο­ρο­ποί­η­σης αὐ­τῆς ἦ­ταν ἔν­το­νη γιὰ τοὺς ὑ­πη­κό­ους τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος, ποὺ αὐ­το­προσ­δι­ο­ρί­ζον­ται ἐ­θνι­κὰ ὡς Ρω­μαῖ­οι, καὶ θρη­σκευ­τι­κὰ ὡς χρι­στια­νοὶ Ὀρ­θό­δο­ξοι.
Τὸ ὅ­ρα­μα νὰ ἀ­πο­κα­τα­στα­θεῖ ἡ Ρω­μα­ϊ­κὴ αὐ­το­κρα­το­ρί­α στὰ ἀρ­χι­κά της ὅ­ρια καὶ νὰ συμ­πε­ρι­λά­βει ἐκ νέ­ου στοὺς κόλ­πους της τὸ πρώ­ην δυ­τι­κὸ τμῆ­μα, τὸ βαρ­βα­ρο­κρα­τού­με­νο, δὲν εἶ­χε λη­σμο­νη­θεῖ. Αὐ­τὸ φαί­νε­ται καὶ ἀ­πὸ τὶς πο­λε­μι­κὲς ἐ­πι­χει­ρή­σεις ποὺ ἀ­νέ­λα­βε ὁ αὐ­το­κρά­τωρ Ἰ­ου­στι­νια­νὸς Α’ (527-565) στὴν Βό­ρει­ο Ἀ­φρι­κή, τὴν Ἰ­τα­λί­α καὶ τὴν Ἱ­σπα­νί­α. Ἡ ἀ­πο­τυ­χί­α τῆς φι­λό­δο­ξης αὐ­τῆς προ­σπά­θειας, ποὺ ἐ­ξα­σθέ­νη­σε οἰ­κο­νο­μι­κὰ καὶ στρα­τι­ω­τι­κὰ τὴν αὐ­το­κρα­το­ρί­α, ὁ­δή­γη­σε στὴν ἐγ­κα­τά­λει­ψη πα­ρό­μοι­ων προ­σπα­θει­ῶν στὸ μέλ­λον.
Στὸ ἀ­να­το­λι­κὸ τμῆ­μα τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας ποὺ συ­νέ­χι­ζε νὰ ὑ­πάρ­χει, τὸ ἑλ­λη­νι­κὸ καὶ ἑλ­λη­νό­φω­νο στοι­χεῖ­ο ἀ­πο­τε­λοῦ­σε τὴν πλει­ο­ψη­φί­α καὶ σι­γὰ- σι­γὰ ἡ χρή­ση τῆς λα­τι­νι­κῆς γλώσ­σας ὑ­πο­χω­ρεῖ πρὸς ὄ­φε­λος τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς. Ἡ δι­οί­κη­ση, ἡ νο­μο­θε­σί­α ἐ­ξελ­λη­νί­ζον­ται (πρβλ. Νό­μοι, Νε­α­ρές τοῦ Ἰ­ου­στι­νια­νοῦ Α’), ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ σκέ­ψη καὶ φι­λο­σο­φί­α δι­δά­σκον­ται καὶ οἱ ἀρ­χαῖ­οι συγ­γρα­φεῖς με­λε­τῶν­ται, καὶ μό­νον λί­γες λέ­ξεις, τί­τλοι σὲ στρα­τι­ω­τι­κοὺς καὶ πο­λι­τι­κοὺς ἀ­ξι­ω­μα­τού­χους, θυ­μί­ζουν τὴν λα­τι­νι­κή. Ὡ­στό­σο, ὁ ὅ­ρος Ἕλ­λην δὲν χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται, ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ ἔ­χει μει­ω­τι­κὴ ἀ­ξί­α καὶ νὰ ταυ­τί­ζε­ται μὲ τὴν εἰ­δω­λο­λα­τρεί­α. Σὲ χρή­ση ὅ­μως εἶ­ναι ἡ λέ­ξη Ἑλ­λα­δι­κός, ὡς γε­ω­γρα­φι­κὸς προσ­δι­ο­ρι­σμὸς τῶν κα­τοί­κων τῆς κυ­ρί­ως νο­τί­ου Ἑλ­λά­δος. Ὁ ὅ­ρος ἀ­παν­τᾶ στὸν χρο­νο­γρά­φο Θε­ο­φά­νη (9ος αἰ).
Οἱ αὐ­το­κρά­το­ρες τῆς Κων/πό­λε­ως δι­α­τη­ροῦ­σαν μὲ ὑ­πε­ρη­φά­νεια τὸν τί­τλο τοῦ Ρω­μαί­ου αὐ­το­κρά­το­ρος στὰ ἐ­πί­ση­μα ἔγ­γρα­φα, τὰ χρυ­σό­βου­λα, τὶς αὐ­το­κρα­το­ρι­κὲς ἀ­να­φο­ρές, τὰ νο­μί­σμα­τα, τὶς ἐ­πι­γρα­φές, καὶ θε­ω­ροῦ­σαν ἑ­αυ­τοὺς ὡς τοὺς μο­να­δι­κοὺς συ­νε­χι­στὲς τῆς ρω­μα­ϊ­κῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας μὲ τὸ ἀ­πο­κλει­στι­κὸ δι­καί­ω­μα καὶ προ­νό­μιο νὰ αὐ­το­α­πο­κα­λοῦν­ται Ρω­μαῖ­οι (μί­α ἀ­πο­λύ­τως ἱ­στο­ρι­κὰ κα­το­χυ­ρω­μέ­νη ἀν­τί­λη­ψη), καὶ κά­θε προ­σπά­θεια ἄλ­λων νὰ ἐμ­φα­νι­σθοῦν ὡς Ρω­μαῖ­οι ἐ­θε­ω­ρεῖ­το προ­σβο­λὴ καὶ σφε­τε­ρι­σμὸς τοῦ ὀ­νό­μα­τος ποὺ ἐ­στρέ­φε­το εὐ­θέ­ως κα­τὰ τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος.
Ὑ­πῆρ­ξαν προ­σπά­θει­ες κυ­ρί­ως Δυ­τι­κῶν γιὰ λό­γους πο­λι­τι­κοῦ γο­ή­τρου τῆς ἐ­ξου­σί­ας τους νὰ ἐμ­φα­νι­σθοῦν ὡς συ­νε­χι­στὲς τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Ἡ αἴ­γλη τῆς ἀρ­χαί­ας Ρώ­μης ὡς προ­τύ­που κρα­τι­κῆς ὀρ­γά­νω­σης ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σε νὰ εἶ­ναι ζων­τα­νὴ στὴν Δύ­ση. Καὶ οἱ Πά­πες τῆς Ρώ­μης, θέ­λον­τας νὰ κι­νη­θοῦν ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πὸ τὸν αὐ­το­κρά­το­ρα τῆς Κων/πό­λε­ως καὶ ἀ­πὸ προ­σω­πι­κὲς φι­λο­δο­ξί­ες γιὰ ἀ­νύ­ψω­ση τοῦ γο­ή­τρου τοῦ πα­πι­κοῦ θρό­νου, ἐ­νί­σχυ­αν τέ­τοι­ες τά­σεις σφε­τε­ρι­σμοῦ τοῦ τί­τλου τοῦ Ρω­μαί­ου αὐ­το­κρά­το­ρος. Ἔ­τσι, ὁ Πά­πας Λέ­ων Γ’ τὸ 800 μ.Χ. στέ­φει στὴν Ρώ­μη τὸν Καρ­λο­μά­γνο (768-814) αὐ­το­κρά­το­ρα τῆς Ἁ­γί­ας Ρω­μα­ϊ­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, προ­κα­λών­τας τὴν ἀν­τί­δρα­ση τῶν ἀ­να­το­λι­κῶν. Τε­λι­κά, ἐ­πῆλ­θε συμ­βι­βα­σμὸς δι­πλω­μα­τι­κὸς καὶ ἀ­να­γνω­ρί­σθη­κε ὁ τί­τλος τοῦ Καρ­λο­μά­γνου μὲ τὴν συν­θή­κη τοῦ Ἀ­κυϊσ­γκρά­νου (812), καὶ ἀ­πο­κα­τα­στά­θη­καν εἰ­ρη­νι­κὲς σχέ­σεις. Ἡ Ρω­μα­ϊ­κὴ αὐ­το­κρα­το­ρί­α ποὺ ἵ­δρυ­σε ὁ Καρ­λο­μά­γνος δι­α­λύ­θη­κε τὸ 924. Ἡ ἰ­δέ­α ὅ­μως δὲν ἐγ­κα­τα­λεί­φθη­κε. Τὸ 962 ὁ Πά­πας Ἰ­ω­άν­νης ΙΒ’ στέ­φει στὴν Ρώ­μη τὸν Γερ­μα­νὸ βα­σι­λέ­α Ὄ­θω­να Α’ αὐ­το­κρά­το­ρα τῆς Ἁ­γί­ας Ρω­μα­ϊ­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας τοῦ Γερ­μα­νι­κοῦ Ἔ­θνους, κά­τι ποὺ ὁ ἀ­να­το­λι­κὸς Ρω­μαῖ­ος αὐ­το­κρά­τωρ Νι­κη­φό­ρος Φω­κᾶς θε­ώ­ρη­σε προ­σβλη­τι­κὴ κί­νη­ση σφε­τε­ρι­σμοῦ καὶ δὲν τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­σε.
Στὴν Δύ­ση, ἐ­νῶ ἕ­ως τό­τε ἡ ὀ­νο­μα­σί­α τῶν ἀ­να­το­λι­κῶν ὡς ρω­μαί­ων ἦ­ταν ἀ­πο­δε­κτή, μὲ τὶς κι­νή­σεις αὐ­τές τοῦ 9ου καί 10ου αἰ., ὅ­που γί­νε­ται προ­σπά­θεια νὰ ἐμ­φα­νι­σθοῦν οἱ Δυ­τι­κοὶ ὡς γνή­σιοι συ­νε­χι­στὲς τῆς Ρω­μα­ϊ­κό­τη­τας, καὶ ἰ­δί­ως οἱ Πά­πες ὡς γνή­σιοι ἐκ­φρα­στὲς τῆς Λα­τι­νι­κῆς Ρω­μα­ϊ­κό­τη­τας (Latinitas Romanitas), γιὰ νὰ στη­ρί­ξουν πά­νω της τὶς κο­σμι­κὲς καὶ πο­λι­τι­κὲς φι­λο­δο­ξί­ες τῶν Πα­πῶν, ἐ­πα­να­φέ­ρε­ται στὴν Δύ­ση ἐν χρή­σει ὁ ὅ­ρος Graeci. Οἱ δυ­τι­κοὶ ἀ­πο­κα­λοῦν στὰ ἔγ­γρα­φα τούς ἀ­να­το­λι­κοὺς ὡς Graeci καὶ ὄ­χι Ρω­μαῖ­οι, καὶ τὸν αὐ­το­κρά­το­ρα ὡς Imperator Graecorum καὶ ὄ­χι Imperator Romanorum (Στε­φα­νί­δου, Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ Ἱ­στο­ρί­α, σελ. 323). Πα­ράλ­λη­λα, ἀ­πὸ δυ­τι­κοὺς θε­ο­λό­γους τὸ ὄ­νο­μα Graeci ταυ­τί­ζε­ται ἐν­νοι­ο­λο­γι­κὰ μὲ τοὺς αἱ­ρε­τι­κούς. Γρά­φον­ται θε­ο­λο­γι­κὲς πραγ­μα­τεῖ­ες ΄΄κα­τὰ αἱ­ρε­τι­κῶν Γραι­κῶν΄΄ (βλ. Θω­μᾶ Ἀ­κι­νά­τη Contra errores Graecorum).
Ὅ­μως, στὴν Ἀ­να­το­λὴ ἡ συ­νεί­δη­ση τῆς Ρω­μα­ϊ­κό­τη­τας συ­νε­χί­ζει νὰ εἶ­ναι ἰ­σχυ­ρὴ καὶ κυ­ρί­αρ­χη. Ὁ Μι­χα­ὴλ Χω­νιά­της, μη­τρο­πο­λί­της Ἀ­θηνῶν, λί­γο τὴν Φραγ­κο­κρα­τί­α τοῦ 1204, σχο­λι­ά­ζον­τας τὶς κα­τα­στρο­φὲς τῆς φραγ­κι­κῆς κα­τά­κτη­σης, καὶ εἰ­δι­κῶς τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης (1185), γρά­φει: ΄΄Οἴ­α πό­λις ἐά­λω, πρώ­τη με­τὰ τὴν πρώ­τη καὶ τοῖς ἀ­γα­θοῖς πα­σῶν Βα­σι­λεύ­ου­σαν! Οἴ­αν Ρω­μαί­ων συμ­φο­ρὰν εἶ­δεν ὁ ἥ­λιος!΄΄. (Σω­ζό­με­να).
Κα­θ᾿ ὅ­λη τὴν ὑ­περ­χι­λι­ε­τῆ ἱ­στο­ρί­α τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας ὁ θαυ­μα­σμὸς γιὰ τὸ κλασ­σι­κὸ ἑλ­λη­νι­κὸ πα­ρελ­θὸν καὶ ἡ με­λέ­τη τῶν Ἑλ­λή­νων συγ­γρα­φέ­ων πο­τὲ δὲν στα­μά­τη­σε. Οἱ ἀ­νώ­τε­ρες τά­ξεις εἶ­χαν σὲ με­γά­λη ἐ­κτί­μη­ση ποι­η­τὲς ὅ­πως ὁ Ὅ­μη­ρος, ἡ φι­λο­σο­φί­α τοῦ Πλά­τω­νος καὶ τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λους ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σε νὰ ἀ­σκεῖ γο­η­τεί­α στοὺς δι­α­νο­ου­μέ­νους καὶ τοὺς φι­λο­σό­φους, οἱ ἱ­στο­ρι­κοὶ μι­μοῦν­ταν τὸ ὕ­φος τοῦ Θου­κυ­δί­δου, ἄν­δρες λό­γιοι καὶ μορ­φω­μέ­νοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­πως ὁ Πα­τριά­ρχης Μέ­γας Φώ­τιος, συλ­λέ­κτης κει­μέ­νων ἀρ­χαί­ων συγ­γρα­φέ­ων στὴν ΄΄Μυ­ρι­ό­βι­βλό΄΄ του, ὁ ἐ­πί­σκο­πος Ἀ­ρέ­θας, φι­λό­λο­γος καὶ κρι­τι­κὸς ἐκ­δό­της ἀρ­χαί­ων συγ­γρα­φέ­ων, ὁ ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Εὐ­στά­θιος Θεσ­σα­λο­νί­κης, σχο­λια­στὴς καὶ ἑρ­μη­νευ­τὴς τοῦ Ὁ­μή­ρου, ἀ­πο­δει­κνύ­ουν τὴν γο­η­τεί­α καὶ τὴν ἰ­σχὺ τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ πνεύ­μα­τος. Κα­νεὶς ὡ­στό­σο δὲν δι­α­νο­ή­θη­κε νὰ ὀ­νο­μα­σθεῖ Ἕλ­λην. Τὸ Ἕλ­λην σή­μαι­νε ἀ­σέ­βεια καὶ ὑ­πο­ψί­α εἰ­δω­λο­λα­τρεί­ας. Ἔ­τσι, ὁ φι­λό­σο­φος Μι­χα­ὴλ Ψελ­λός (11ος αἰ.) κα­τη­γο­ρή­θη­κε ΄΄ἐ­πὶ ἑλ­λη­νι­σμῷ΄΄, δηλ. ἀ­θε­ΐ­α καὶ νε­ο­πλα­τω­νι­σμό. Τὸ Ρω­μαῖ­οι εἶ­ναι τὸ κυ­ρί­αρ­χο ἐ­θνι­κὸ ὄ­νο­μα, καὶ ἡ αὐ­το­κρα­το­ρί­α ἐ­πι­σή­μως ὀ­νο­μά­ζε­ται Ρω­μα­νί­α.
Ὁ Νι­κη­φό­ρος Γρη­γο­ράς (14ος αἰ.) γρά­φει ΄΄Ρω­μα­ϊ­κὴ Ἱ­στο­ρί­α΄΄ ποὺ κα­λύ­πτει τὰ γε­γο­νό­τα με­τα­ξὺ 1204-1359. Ἀ­κό­μη δηλ. καὶ στοὺς ὕ­στε­ρους χρό­νους τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας τὸ ἐ­πί­ση­μο ὄ­νο­μα εἶ­ναι Ρω­μαῖ­οι, καὶ ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν νὰ ὑ­πάρ­χουν ἀ­πό­πει­ρες σφε­τε­ρι­σμοῦ τοῦ ὀ­νό­μα­τος, π.χ. ὁ Βούλ­γα­ρος Συ­με­ὼν αὐ­το­α­να­γο­ρεύ­ε­ται ΄΄αὐτο­κρά­τωρ Βουλ­γά­ρων καί Ρω­μαί­ων΄΄ (ἀρ­χές 10ου αἰ.), ὁ Σέρ­βος Στέ­φα­νος Ντου­σάν (1331-1355) αὐ­το­α­να­γο­ρεύ­ε­ται ΄΄Αὐ­το­κρά­τωρ Σερ­βί­ας καί Ρω­μα­νί­ας΄΄, καὶ ἱ­δρύ­ει ἑλ­λη­νο­σερ­βι­κὸ βα­σί­λει­ο.
Κα­θὼς ἡ αὐ­το­κρα­το­ρί­α περ­νά­ει τὶς τε­λευ­ταῖ­ες δύ­σκο­λες στιγ­μές της, οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ ἀ­γω­νιοῦν γιὰ τὸ μέλ­λον της καὶ ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται τὴν κρι­σι­μό­τη­τα τῶν πε­ρι­στά­σε­ων, στρέ­φον­ται στὸ ἔν­δο­ξο πα­ρελ­θὸν ἀ­να­ζη­τών­τας ἐ­κεῖ τὶς λύ­σεις γιὰ τὰ ἱ­στο­ρι­κὰ ἀ­δι­έ­ξο­δα τοῦ πα­ρόν­τος, ψά­χνον­τας τὶς δυ­νά­μεις ποὺ θὰ ἀ­να­ζω­ο­γο­νοῦ­σαν τὴν πα­ρα­παί­ου­σα αὐ­το­κρα­το­ρί­α. Οὐ­μα­νι­στὲς καὶ ἀρ­χαι­ο­λά­τρες τῆς ὕ­στε­ρης Πα­λαι­ο­λό­γειας ἀ­να­γέν­νη­σης, λί­γα χρό­νια πρὶν τὴν Ἅ­λω­ση τοῦ 1453, ὁ­ρα­μα­τί­ζον­ται ἀ­να­βί­ω­ση τοῦ ἀρ­χαί­ου ἑλ­λη­νι­κοῦ πνεύ­μα­τος εἴ­τε στὴν κρα­τι­κὴ ὀρ­γά­νω­ση τοῦ Δε­σπο­τά­του τοῦ Μυ­στρᾶ, μὲ βά­ση τὴν ΄΄Πο­λι­τεί­α΄΄ καὶ τοὺς ΄΄Νό­μους΄΄ τοῦ Πλά­τω­νος, ὅ­πως ὁ Βησ­σα­ρί­ων, μη­τρο­πο­λί­της Νι­καί­ας καὶ με­τέ­πει­τα καρ­δι­νά­λιος, εἴ­τε μὲ τὴν ἐ­πι­στρο­φὴ στὴν ἀρ­χαί­α θρη­σκεί­α τοῦ Δω­δε­κα­θέ­ου, ὅ­πως ὁ φι­λό­σο­φος Γε­ώρ­γιος Πλή­θων Γε­μι­στός.
Αὐ­τοὶ ἐ­πα­νέ­φε­ραν στὸ προ­σκή­νιο τὸ ὄ­νο­μα Ἕλ­λην ὑ­πε­ρη­φα­νευ­ό­με­νοι γιὰ τὴν κα­τα­γω­γή τους καὶ αὐ­το­προσ­δι­ο­ρί­­ζον­ται ὡς Ἕλ­λη­νες. Ἔ­τσι, ὁ Πλή­θων Γε­μι­στὸς στὸν ΄΄Συμ­βου­λευ­τι­κὸ πε­ρὶ τῆς Πε­λο­πον­νή­σου΄΄, ὑ­πό­μνη­μα πρὸς τὸν αὐ­το­κρά­το­ρα Μα­νου­ὴλ Β’ Πα­λαι­ο­λό­γο (1391-1425), γρά­φει: ΄΄ἐ­σμὲν γὰρ οὖν ὧν ἡ­γεῖ­σθε τε καὶ βα­σι­λεύ­ε­τε Ἕλ­λη­νες τὸ γέ­νος, ὡς ἡ τε φω­νὴ καὶ ἡ πά­τριος παι­δεί­α μαρ­τυ­ρεῖ΄΄ (βλ. Ἱ­στο­ρί­α τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἔ­θνους, Ἐκ­δο­τι­κὴ Ἀ­θη­νῶν, τόμ. Θ’, σελ. 287). Ὁ Βησ­σα­ρί­ων σὲ ὑ­πό­μνη­μά του πρὸς τὸν Κων/νο ΙΑ’ Πα­λαι­ο­λό­γο, γρά­φει γιὰ ΄΄Ἕλ­λη­νες, τὸ ἡ­μέ­τε­ρον ἤκ­μα­σε γέ­νος καὶ ὧν πᾶσα ἐ­πι­στή­μη καὶ γνῶ­σις καὶ τέ­χνη ἐ­βλά­στη­σέ τε καὶ ἤν­θη­σεν΄΄ (τὸ ἀ­να­φέ­ρει ὁ Σπ. Λάμ­προς, Νέ­ος Ἑλ­λη­νο­μνή­μων, τόμ. Γ’, Ἀ­θή­να, 1906). Ὅ­πως τὸ γέ­νος τῶν Ἑλ­λή­νων στὸ πα­ρελ­θόν, ἔ­τσι καὶ τώ­ρα μπο­ρεῖ νὰ ἀκ­μά­σει καὶ πά­λι στὶς ἐ­πι­στῆ­μες καὶ τὴν γνώ­ση, ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὁ Βησ­σα­ρί­ων.
Λί­γο πρὶν τὴν Ἅ­λω­ση, οἱ ὅ­ροι Ἕλ­λην καὶ Ρω­μαῖ­ος συ­νυ­πάρ­χουν. Γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ὁ ἱ­στο­ρι­κὸς Λα­ό­νι­κος Χαλ­κο­κον­δύ­λης (1430-1490) προ­τι­μᾶ τὸ Ἕλ­λη­νες στὴν ἐ­ξι­στό­ρη­σή του, ἐ­νῶ ὁ ἱ­στο­ρι­κός τῆς Ἁ­λώ­σε­ως Δού­κας ἀ­να­φέ­ρει τοὺς ὑ­πε­ρα­σπι­στὲς τῆς Πό­λε­ως ὡς Ρω­μαί­ους, ἐ­νῶ ὁ Γεν­νά­διος Σχο­λά­ριος ἀ­πορ­ρί­πτει τὸν προσ­δι­ο­ρι­σμὸ Ἕλ­λην τοῦ Πλή­θω­νος (ὅ­που Ἕλ­λην= εἰ­δω­λο­λά­τρης, ἐ­θνι­κὸς γιὰ τὸν Γεν­νά­διο), καὶ ὑ­περ­θε­μα­τί­ζει τοῦ ὀ­νό­μα­τος Ρω­μαῖ­ος καὶ Χρι­στια­νός. Μά­λι­στα μυ­κτη­ρί­ζει τοὺς συμ­πα­τρι­ῶ­τες του Ρω­μαί­ους ποὺ ἐμ­πι­στεύ­θη­καν στὴν Δύ­ση τὴν σω­τη­ρί­α τους ξε­που­λών­τας τὴν ὀρ­θο­δο­ξί­α τους.
Ἡ Ἅ­λω­ση τῆς Πό­λε­ως σφρα­γί­ζε­ται μὲ τὸν δη­μώ­δη θρῆ­νο ποὺ χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὸν ὅ­ρο Ρω­μα­νί­α. ΄΄Ἡ Ρω­μα­νί­α πέρα­σεν, ἡ Ρω­μα­νί­α πάρ­θεν! Ἡ Ρω­μα­νί­α κι ἂν ἐ­πέ­ρα­σεν, ἀν­θεῖ καὶ φέ­ρει κι ἄλ­λο΄΄.

(δ) Ὀ­θω­μα­νο­κρα­τί­α καὶ Νε­ώ­τε­ροι Χρό­νοι.   
Με­τὰ τὴν Ἅ­λω­ση (1453), κα­τε­λύ­θη ἡ αὐ­το­κρα­το­ρί­α ἀλ­λὰ τὰ ὀ­νό­μα­τα Ρω­μαῖ­ος, Ρω­μα­νί­α ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν νὰ ἐ­πι­βι­ώ­νουν καὶ στὸν ὑ­πό­δου­λο ἑλ­λη­νι­σμό, ἂν καὶ με­ταλ­λαγ­μέ­να. Οἱ Ὀ­θω­μα­νοὶ ὀ­νό­μα­σαν τὸ σύ­νο­λο τῶν εὐ­ρω­πα­ϊ­κῶν τους κτή­σε­ων Ρού­με­λη (=χώ­ρα τῶν Ρω­μαί­ων), καὶ τὸ σύ­νο­λο τῶν χρι­στια­νῶν ὑ­πη­κό­ων τους Ροὺμ (=Ρω­μαῖ­οι). Ἐ­πι­κε­φα­λῆς τοῦ Ροὺμ-μι­λὲτ (=τοῦ ἔ­θνους τῶν Ρω­μαί­ων) ἦ­ταν ὁ Πα­τριά­ρχης. Τὸ κά­στρο ποὺ ἔ­χτι­σαν στὴν εὐ­ρω­πα­ϊ­κὴ ἀ­κτὴ τοῦ Βο­σπό­ρου τὸ ὀ­νό­μα­σαν Ρού­με­λη Χι­σάρ. Μὲ τὸν γε­νι­κὸ ὅ­ρο Ροὺμ οἱ Ὀ­θω­μα­νοὶ συμ­πε­ρι­λάμ­βα­ναν τὸ σύ­νο­λο τῶν χρι­στια­νῶν Ὀρ­θο­δό­ξων ὑ­πη­κό­ων. Στὴν λα­ϊ­κὴ γλῶσ­σα τὸ Ροὺμ ἔ­γι­νε Ρω­μιὸς (=Ρω­μαῖ­ος) ὡς δη­λω­τι­κὸ ταυ­τό­ση­μο τῆς ἐ­θνι­κῆς καὶ θρη­σκευ­τι­κῆς ταυ­τό­τη­τας τῶν Ἑλ­λή­νων. Ἀρ­γό­τε­ρα, στὴν ὀ­θω­μα­νι­κὴ δι­οί­κη­ση ὁ ὅ­ρος Ρού­με­λη πε­ρι­ο­ρί­σθη­κε γε­ω­γρα­φι­κὰ δη­λώ­νον­τας τὴν Στε­ρε­ὰ Ἑλ­λά­δα.
Ἀλ­λὰ καὶ στὶς βε­νε­το­κρα­τού­με­νες πε­ρι­ο­χὲς ἐ­πε­βί­ω­νε ὁ ὅ­ρος Ρω­μα­νί­α. Γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, οἱ Βε­νε­τσιά­νοι ὀ­νό­μα­ζαν Napoli di Romania (= Νε­ά­πο­λη τῆς Ρω­μα­νί­ας) τὸ Ναύ­πλιο.
Καὶ οἱ ὑ­πό­δου­λοι Ἕλ­λη­νες ἔ­κα­ναν χρή­ση τοῦ ὀ­νό­μα­τος Ρω­μαῖ­οι, Ρω­μιοὶ ποὺ τοὺς συ­νέ­δε­ε μὲ τὴν θύ­μη­ση τῆς ἔν­δο­ξης αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Συγ­γρα­φεῖς καὶ λό­γιοι, ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοὶ καὶ λα­ϊ­κοὶ (17ος, 18ος αἰ.) ὁ­μι­λοῦν γιὰ τὸ γέ­νος τῶν Ρω­μαί­ων (Ἠ­λί­ας Μη­νιά­της, 1669-1714, Εὐ­γέ­νιος Βούλ­γα­ρης, 1716-1806, Δα­νι­ὴλ Φι­λιπ­πί­δης, Ρή­γας Βε­λε­στιν­λής, 1757-1798, στὸν ΄΄Θού­ριο΄΄, Ἰ­ω­άν­νης Βη­λα­ρᾶς, 1771-1823, ὅ­που μὲ τὸ ἔρ­γο του ΄΄Ἡ ρο­μέ­η­κη γλό­σα΄΄ εἰ­ση­γεῖ­ται κα­τάρ­γη­ση τῆς ὀρ­θο­γρα­φί­ας καὶ κα­θι­έ­ρω­ση φω­νη­τι­κῆς γρα­φῆς, πρό­δρο­μος τῶν ἀ­κραί­ων δη­μο­τι­κι­στῶν καὶ ψυ­χα­ρι­στῶν).
Ἄλ­λοι λό­γιοι, ἐξ ἐ­πι­δρά­σε­ων δυ­τι­κο­ευ­ρω­πα­ϊ­κῶν χω­ρῶν ποὺ ζοῦ­σαν, προ­τι­μοῦν τὸν ὅρο Γραι­κὸς ποὺ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν οἱ Εὐ­ρω­παῖ­οι (Greci, Greeks, Grecs). Αὐ­τὴ ἦ­ταν ἡ γραμ­μὴ τοῦ Ἀ­δα­μαν­τί­ου Κο­ρα­ῆ (1748-1833). Ὑ­πὸ τὴν ἐ­πί­δρα­ση τῶν ρευ­μά­των τοῦ Δι­α­φω­τι­σμοῦ, τοῦ ρο­μαν­τι­σμοῦ καὶ τοῦ κλασ­σι­κι­σμοῦ ποὺ κυ­ρι­αρ­χοῦ­σαν στὴν Εὐ­ρώ­πη τέ­λη 18ου καί ἀρ­χές 19ου αἰ., οἱ Ἕλ­λη­νες ἀ­να­κα­λύ­πτουν ἐκ νέ­ου τὴν ἔν­δο­ξη ἀρ­χαί­α κλη­ρο­νο­μιά τους, δί­νουν ἀρ­χαι­ο­ελ­λη­νι­κὰ ὀ­νό­μα­τα στὰ παι­διά τους, ἐ­πα­να­συγ­κρο­τοῦν τὴν ἑλ­λη­νι­κή τους ταυ­τό­τη­τα.
Μὲ τὴν Ἐ­πα­νά­στα­ση τοῦ 1821 καὶ τὴν ἵ­δρυ­ση τοῦ ἀ­νε­ξαρ­τή­του ἑλ­λη­νι­κοῦ κρά­τους, ὡς ἐ­πί­ση­μο ἐ­θνι­κὸ ὄ­νο­μα ἐ­πε­λέ­γη τὸ Ἕλ­λην. Τὰ ἐ­πα­να­στα­τι­κὰ συν­τάγ­μα­τα μι­λοῦ­σαν γιὰ τὸ ΄΄Προ­σω­ρι­νὸ Πο­λί­τευ­μα τῆς Ἑλ­λά­δος΄΄, τὸ ἀ­νε­ξάρ­τη­το κρά­τος ἀ­να­γνω­ρί­σθη­κε ὡς ΄΄Βα­σί­λει­ον τῆς Ἑλ­λά­δος΄΄, ἐ­νῶ οἱ ὀ­νο­μα­σί­ες Γραι­κὸς καὶ Ρω­μιὸς πε­ρι­ο­ρί­σθη­καν στὴν λα­ϊ­κὴ χρή­ση χω­ρὶς νὰ ἐ­ξα­λει­φθοῦν ἐν­τε­λῶς μέ­χρι καὶ σή­με­ρα. Ἔ­τσι, στὸ δη­μο­τι­κὸ τρα­γού­δι τοῦ Ἀ­θαν. Διά­κου λέ­ει ΄΄ἐ­γὼ Γραι­κὸς γεν­νή­θη­κα, Γραι­κὸς θὲ νὰ πε­θά­νω΄΄. Ὁ Μα­κρυ­γιά­ννης γρά­φει γιὰ τὸ Ρω­μέ­ϊ­κο, ὁ Γ. Σου­ρῆς ἐ­ξέ­δι­δε τὸ  σα­τι­ρι­κὸ ἔν­τυ­πο ΄΄Ὁ Ρω­μη­ός΄΄, ὁ ποι­η­τὴς Γ. Ρί­τσος ἔ­γρα­ψε τὴν Ρω­μι­ο­σύ­νη ποὺ με­λο­ποί­η­σε ὁ Μ. Θε­ο­δω­ρά­κης, ὑ­πάρ­χει τὸ Ρου­με­λι­ώ­της ὡς ἐ­πί­θε­το καὶ ὡς ὄ­νο­μα κα­τα­γω­γῆς (Στε­ρε­ὰ Ἑλ­λά­δα, Ρού­με­λη), ἐ­νῶ ἀ­κό­μη καὶ ὁ λα­ός μας μέ­χρι σή­με­ρα ἔ­χει τὴν φρά­ση ΄΄κα­τα­λα­βαί­νεις ρω­μέ­ϊκα;΄΄.
Οἱ Τοῦρ­κοι σή­με­ρα ἀ­πο­κα­λοῦν τοὺς Ἕλ­λη­νες Χρι­στια­νοὺς τῆς Κων/πό­λε­ως Ρούμ, Ρω­μιούς, γιὰ νὰ τοὺς δι­α­κρί­νουν ἀ­πὸ τοὺς Ἕλ­λη­νες,  τοὺς Ἑλ­λα­δί­τες ποὺ τοὺς ἀ­πο­κα­λοῦν Yunani (=Ἴ­ω­νες) καὶ τὸ ἑλ­λη­νι­κὸ κρά­τος Yunanistan (=Ἰ­ω­νί­α).
Καὶ θὰ κλεί­σου­με τὴν ἱ­στο­ρι­κή μας δι­α­δρο­μὴ μὲ ὡρι­σμέ­να πα­ρά­δο­ξα τῆς ἱ­στο­ρί­ας. Ἐ­νῶ οἱ πρό­γο­νοί μας αὐ­το­προσ­δι­ο­ρί­ζον­ταν ὡς Ρω­μαῖ­οι καὶ ἡ αὐ­το­κρα­το­ρί­α τους Ρω­μα­ϊ­κή, Ρω­μα­νί­α, ἔ­χει ἐ­πι­κρα­τή­σει δι­ε­θνῶς ὁ ὅ­ρος Βυ­ζάν­τιο, Βυ­ζαν­τι­νὴ αὐ­το­κρα­το­ρί­α, κα­τὰ τρό­πον αὐ­θαί­ρε­τον καὶ ἀν­τι­ε­πι­στη­μο­νι­κόν. Βυ­ζαν­τι­νοὶ ἦ­σαν οἱ κά­τοι­κοι τῆς ἀρ­χαί­ας πό­λης τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου, ἐ­νῶ οἱ κά­τοι­κοι τῆς Κων/πό­λε­ως καὶ οἱ ὑ­πή­κο­οι τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρος οὐ­δέ­πο­τε αὐ­το­χα­ρα­κτη­ρί­στη­καν ὡς ΄΄βυ­ζαν­τι­νοί΄΄. Ἂν καὶ γνω­στοὶ ἱ­στο­ρι­κοὶ ὅ­πως ὁ Edward Gibbon (1737-1794) στὸ ἔρ­γο του ΄΄Decline and Fall of the Roman Empire΄΄ (Πα­ρακ­μὴ καὶ Πτώ­ση τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας) κα­λύ­πτει τὰ γε­γο­νό­τα ὡς τὸ 1453, καὶ ὁ J. B .Bury (1861-1927), κα­θη­γη­τὴς τοῦ  Cambridge, γρά­φει ΄΄Ἱ­στο­ρί­α τῆς Νε­ώ­τε­ρης Ρω­μα­ϊ­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας΄΄ καὶ κα­λύ­πτει τὰ γε­ο­νό­τα ὡς τὸ 800 μ.Χ., πα­ρ᾿ ὅ­λο λο­πὸν ποὺ με­γά­λα ὀ­νό­μα­τα στὴν ἱ­στο­ρι­ο­γρα­φί­α συ­νέ­λα­βαν τὸν ἑ­νια­ῖο χα­ρα­κτή­ρα τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας (Δυ­τι­κῆς καὶ Ἀ­να­το­λι­κῆς), ἔ­χει δυ­στυ­χῶς ἐ­πι­κρα­τή­σει ὁ ὅ­ρος ΄΄Βυ­ζάν­τιο΄΄ ποὺ τὸν πρω­το­χρη­σι­μο­ποί­η­σε ὁ Γερ­μα­νὸς Ἱ­ε­ρώ­νυ­μος Βὸλφ (1562), φι­λόλο­γος καὶ κρι­τι­κὸς ἐκ­δό­της ἑλ­λη­νι­κῶν χει­ρο­γρά­φων.
Στοὺς νε­ώ­τε­ρους χρό­νους ἔ­χου­με καὶ τὸ ἑ­ξῆς πα­ρά­δο­ξο τῆς γλωσ­σο­πλα­σί­ας ὅ­ρων γιὰ νὰ χα­ρα­κτη­ρί­σουν κρα­τι­κὲς ὀν­τό­τη­τες, ὅ­πως ἡ Ἀ­να­το­λι­κὴ Ρω­μυ­λί­α (1880-1885) γιὰ τὴν αὐ­τό­νο­μη πε­ρι­ο­χὴ τῆς Βο­ρεί­ου Θρά­κης μὲ πρω­τεύ­ου­σα τὴν Φι­λιπ­πού­πο­λη, ποὺ ἱ­δρύ­θη­κε μὲ τὴν συν­θή­κη τοῦ Βε­ρο­λί­νου (1880), καὶ τε­λι­κῶς προ­σαρ­τή­θη­κε πα­ρα­νό­μως στὴν Βουλ­γα­ρί­α, καὶ τὴν Ρου­μα­νί­α (Romania, Ρω­μα­νί­α), γιὰ τὴν ὀ­νο­μα­σί­α τοῦ νέ­ου κρά­τους ποὺ προ­έ­κυ­ψε με­τὰ τὸν Κρι­μα­ϊ­κὸ Πό­λε­μο (1854-1857) ἀ­πὸ τὴν ἑ­νο­ποί­η­ση τῶν πα­ρα­δου­νά­βι­ων ἡ­γε­μο­νι­ῶν Μολ­δα­βί­ας καὶ Βλα­χί­ας, κα­τό­πιν προ­τά­σε­ως τοῦ Γάλ­λου αὐ­το­κρά­το­ρος Να­πο­λέ­ον­τος Γ’ (Οἱ Ρου­μά­νοι ἀ­πο­τε­λοῦν ὡς ἔ­θνος ἀ­πο­γό­νους τῶν Ρω­μαί­ων ποὺ ἀ­να­μεί­χθη­καν μὲ τοὺς Γε­το­δά­κες αὐ­τό­χθο­νες καὶ μι­λοῦν μί­α νε­ο­λα­τι­νι­κὴ γλῶσ­σα, καὶ μὲ τὸ ὄ­νο­μα Ρου­μα­νί­α ἤ­θε­λαν νὰ δη­λώ­σουν τὴν λα­τι­νο­ρω­μα­ϊ­κὴ τους κα­τα­γω­γή). Καὶ γιὰ νὰ μὴν ξε­χά­σου­με τὸ σχέ­διο γιὰ τὴν πό­λη ποὺ ἱ­δρύ­θη­κε στὴν Θρά­κη τὴν δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1990 γιὰ νὰ φι­λο­ξε­νή­σει τοὺς παλ­λι­νο­στοῦν­τες Πον­τί­ους τῆς Σο­βε­τι­κῆς Ἑ­νώ­σε­ως, μὲ τὸ ὄ­νο­μα Ρω­μα­νί­α.
Στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ ὁ­λο­κλη­ρώ­νου­με τὴν ἱ­στο­ρι­κή μας πε­ρι­δι­ά­βα­ση στὴν πο­λυ­χι­λι­ε­τῆ πο­ρεί­α τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ καὶ τὶς κα­τὰ και­ροὺς ἐ­θνι­κὲς ὀ­νο­μα­σί­ες ποὺ πε­ρι­ε­βλή­θη, κα­τα­θέ­του­με τα­πει­νὰ τὶς ἐ­πι­στη­μο­νι­κές μας θέ­σεις ὡς προ­σφο­ρὰ ἐ­θνι­κῆς αὐ­το­γνω­σί­ας καὶ ἀ­φορ­μὴ πε­ραι­τέ­ρω προ­βλη­μα­τι­σμοῦ καὶ ἐ­να­σχο­λή­σε­ως μὲ τὴν ἐ­θνι­κὴ ἱ­στο­ρί­α.

http://www.enromiosini.gr