13.10.11

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΑΣ ΓΩΝΙΑ



Το μυστικό της κομμένης φωτογραφίας... το αντάμωμα.

     της Ρένας Ραψομανίκη



Προσεισμική Ζάκυνθος, το θέατρο στην πλατεία Σολωμού

Η γυναίκα τον περίμενε στο λιμάνι μαζί με το παιδί.
Οι δυο τους έμοιαζαν σαν καρτ-ποστάλ ενός αλλοτινού καιρού


Το καράβι έδενε σχοινιά, όταν τον είδε. Σήκωσε το χέρι σε μια κίνηση χαιρετισμού που ξεκίνησε παρορμητική αλλά ολοκληρώθηκε συγκρατημένη – οπωσδήποτε χαριτωμένη. Εκείνος  κατέβηκε τη σκάλα, πάτησε τη στεριά και προχώρησε προς το μέρος τους. Ακούμπησε το στρατιωτικό του σάκο στο έδαφος, την αγκάλιασε και τη φίλησε στο μέτωπο. H μικρή κοινωνία  θα κουτσομπόλευε μια πιο θερμή περίπτυξη σε δημόσιο χώρο.
-Καλώς ήλθες.
-Καλώς σας βρήκα.
Έσκυψε να φιλήσει το παιδί. Εκείνο φοβήθηκε και κρύφτηκε πίσω από το φουστάνι της. Ο άντρας δεν φορούσε περικεφαλαία, είχε όμως επάνω του τη μυρωδιά του πολέμου. Και τα τρίχρονα αγόρια από την εποχή του Ομήρου απεχθάνονται αυτή τη μυρωδιά. Τώρα, το πώς μόλις πατήσουν τα πέντε  σαγηνεύονται από το παιχνίδι του πολέμου – μια γοητεία από την οποία δεν αποδεσμεύονται σ’ όλη τους τη ζωή – αυτό είναι από τα ανεξιχνίαστα.

Ξεκίνησαν με τα πόδια αμίλητοι προς το σπίτι. Μικρό το νησί, μικρές οι αποστάσεις. Εξ άλλου το σπίτι βρισκόταν στο κέντρο της πόλης, κοντά στο λιμάνι, δίπλα στην πλατεία με το άγαλμα του Εθνικού ποιητή περιστοιχισμένο από φοίνικες. Εκείνος φορτωμένος με το σάκο, εκείνη με το παιδί αγκαλιά. Οι λάμπες του δημοτικού φωτισμού είχαν μόλις ανάψει. Όταν έφθασαν στην πόρτα, έβγαλε το κλειδί από την τσάντα της και τού το έδωσε - να ξεκλειδώσει εκείνος. Μια κίνηση υποταγής, χαρακτηριστική μιας γενιάς γυναικών που ήξερε – και αποδεχόταν – το ρόλο της μέσα στην οικογένεια. Εκείνος άνοιξε και της έκανε τόπο να περάσει πρώτη. Μια κίνηση αβροφροσύνης, χαρακτηριστική μιας γενιάς ανδρών της μικροαστικής τάξης που προσέβλεπε στην ειρήνη και την ανασυγκρότηση για να γίνει αστική.

Το δωμάτιο μισοσκότεινο. Η λάμπα πετρελαίου χαμηλωμένη. Ανέβασε το φυτίλι γυρνώντας το προς τ’ αριστερά και η λάμψη φώτισε τα αντικείμενα και τα πρόσωπα. Ταυτόχρονα ο χώρος γέμισε σκιές. Έβαλε το παιδί για ύπνο, ενώ εκείνος περιεργαζόταν τις γνώριμες – ξεχασμένες γωνιές του σπιτιού.
-Σου έχω ζεστάνει νερό να πλυθείς.
Στην κουζίνα ήταν ήδη τοποθετημένη η τσίγκινη σκάφη. Πάνω σε μια καρέκλα η μεγάλη κατσαρόλα με καυτό νερό, σε μια άλλη καθαρές πετσέτες, εσώρουχα και πυτζάμες – όλα μοσχοβολούσαν φρεσκοπλυμένα στην μπουγάδα της μάνας της. Καθώς εκείνη επιδέξια συμπλήρωνε κρύο νερό και το δοκίμαζε βουτώντας τον αγκώνα να πετύχει τη σωστή θερμοκρασία, εκείνος άρχισε να βγάζει τα ρούχα του. Πρόσεξε τη συστολή και το χαμήλωμα των βλεφάρων της καθώς κατέβαζε το εσώρουχό του.
- Με ξέχασες.
-Πάει πολύς καιρός
Λιγοστές οι κουβέντες, αγεφύρωτες οι σιωπές, δύσκολη η επικοινωνία. 
Τού έτριψε  την πλάτη, τού έριξε νερό να ξεβγαλθεί, τού τύλιξε την πετσέτα γύρο από τους ώμους και τον άφησε για να ετοιμάσει το τραπέζι.

Οι γονείς της στο χωριό είχαν σφάξει μια κότα για την περίσταση. Χτύπησε με το πιρούνι τ' ασπράδια μαρέγκα για να φτιάξει το ιδιαίτερο αυγολέμονο - σπεσιαλιτέ του νησιού. Άρχισε να ρίχνει προσεχτικά το ζεστό κοτόζουμο μέσα στο σφιχτό μίγμα αυγών και λεμονιού, σμίγοντας ασυναίσθητα τα χείλη και παράγοντας τον χαρακτηριστικό ήχο του πεταχτού φιλιού – ενέργεια παραδοσιακά απαραίτητη για την επιτυχία του αυγολέμονου το οποίο σε άλλη περίπτωση κινδύνευε   να «κόψει». Ήταν τόσο αφοσιωμένη που μόλις την τελευταία στιγμή ένιωσε στην πλάτη της  το βλέμμα του να την καμαρώνει. Σερβίρισε τα πιάτα – το δικό του πάντα πιο γεμάτο. Κρασί από το βαρέλι του χωριού. Δείπνο λιτό, αλλά εκλεκτό.
-Είχα ξεχάσει ότι υπάρχουν τέτοιες υπέροχες γεύσεις.
Είδε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν στη σκέψη ότι εκθείαζε τη μαγειρική της. Μπορεί πάλι να ήταν και από το κρασί.
-Ήταν δύσκολα;
-Σκληρά!
-Κινδύνεψες;
-Ήμουν τυχερός, όμως έβλεπα… άκουγα… μύριζα… αισθανόμουν τη φρίκη , τη βία - την παράλογη βία - τη ζωώδη σκέψη: ή εσύ ή εγώ. 
 -Θα ξεχάσεις.
-Ποτέ. Σκέφτηκε, αλλά δεν το είπε. Αντί γι αυτό ρώτησε:
-Εσύ πώς τα έβγαλες πέρα;
-Βοήθησαν οι γονείς μου.

 Μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα. Το διπλό κρεβάτι, στρωμένο με τα λευκά σεντόνια της προίκας, έμοιαζε νυφικό. Δεξιά κι αριστερά δυο κομοδίνα. Πάνω στο δικό της είδε το πρόσωπό  του, γελαστό, σε μια κομμένη φωτογραφία, περασμένη σε  φθηνή κορνίζα. Το προσεκτικό κόψιμο μαρτυρούσε την ύπαρξη άλλου προσώπου στο πλευρό του που για κάποιο λόγο είχε καταργηθεί.  Ένα υπόλειμμα, όμως, καστανής μπούκλας, που σχεδόν άγγιζε τον λαιμό του, είχε απομείνει αναπόφευκτος και αδιάψευστος μάρτυρας της ακυρωμένης παρουσίας. Η Κλάρα, σκέφτηκε, και κάτι τον δάγκωσε. Εκείνη πρόσεξε το βλέμμα του.
-Δεν είχα  άλλη φωτογραφία σου.
-Καλά έκανες, άλλωστε στην είχα χαρίσει… θυμάσαι;


 Ξάπλωσαν. Ακούμπησε την παλάμη του στην κοιλιά της –πάνω από το νυχτικό – και ένιωσε το αντανακλαστικό τίναγμα της άρνησης. Δεν ήταν έτοιμη και δεν ήθελε να την φοβίσει με την βιασύνη του. Άρχισε να της χαϊδεύει χαλαρά τα μαλλιά, τα γυμνά μπράτσα, την πλάτη, ώσπου την ένιωσε να μαλακώνει, να γίνεται το ζυμαράκι που γνώριζε και που αφηνόταν στα χέρια του να το πλάσει. Τη φίλησε στην αρχή αργά σχεδόν ευλαβικά και σιγά – σιγά όλο και πιο έντονα σ’ όλα τα γνωστά και λησμονημένα σημεία του κορμιού της. Και ήταν μόνο δυο σώματα – δυο καλοφτιαγμένα, νεανικά σώματα – που πάλευαν απεγνωσμένα να παραμερίσουν την οδύνη και να παρασυρθούν από την ηδονή. Αλλά λίγο με το λίγο ήλθαν και προστέθηκαν στο παιχνίδι και οι ψυχές και... "σ’ αγαπώ" της είπε και την αναποδογύρισε βουλιάζοντας μέσα της. Κι εκείνη αναστέναξε για να μη βογκήξει – δεν θα της το επέτρεπε ο καθωσπρεπισμός της.


 "Σ' αγαπώ"!
Πώς μπορεί μια λέξη να είναι τόσο γλυκόηχη αν και φτιαγμένη από τα πιο φτηνά υλικά!
Δύο φωνακλούδικα, κοινότοπα άλφα ανάμεσα σε ένα ταπεινό ουρανικό κι ένα ψιθυριστό χειλικό.
Πώς μελώνει χωρίς λάμδα;
Πώς ρέει χωρίς  ρο;
Πώς νανουρίζει χωρίς νι;
Το μόνο που την σώζει και της δίνει μεγαλοπρέπεια  είναι αποκλειστικά  εκείνο το ω-μέγα.
Φαντάσου ένα "σ' αγαπώ" με ο-μικρόν.
Πόσο μίζερο!




 Κι ήρθε μια γλυκιά κούραση και βάρυνε τα μέλη και τα έκανε ασήκωτα σαν μολύβι και τα χορτασμένα σώματα  σαν να ήθελαν να μείνουν ακίνητα μια αιωνιότητα. Εκείνος, ωστόσο, γύρισε ανάσκελα απλώνοντας τα μπράτσα του και κείνη γύρισε στο πλάι και κουλουριάστηκε πάνω του σαν να ήθελε να γίνει μια τόση δα μπαλίτσα που να χωράει στη μασχάλη του - με τη μύτη της να ακουμπάει στις πυρόξανθες τριχίτσες  -  κι ανέπνεε τη μοσχοβολιά του σαπουνιού ανακατεμένη με τη μυρωδιά του ιδρώτα του έρωτα. Αποκοιμήθηκαν αγκαλιασμένοι κι εκείνη την ανεξιχνίαστη οριακή στιγμή που ο ύπνος καλύπτει την συνειδητότητα η τελευταία λέξη που σχηματίστηκε στο μυαλό του  ήταν: ειρήνη. Και στο δικό της: ο άντρας μου.


Τέλος πρώτου κεφαλαίου