7.10.11

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΑΣ ΓΩΝΙΑ


Σκίτσο


Δωμάτιο Μέι Γουέστ
Μουσείο Νταλί, Φιγκέρες
Το ξεχώρισε αμέσως κι ας ήταν καταχωνιασμένο ανάμεσα σε ένα πλήθος από ετερόκλητα, σκονισμένα αντικείμενα στοιβαγμένα άτακτα μέσα σε μια υπόγεια αποθήκη: ένα ηλιακό ρολόι δίπλα σε κεφαλή νεανία - αντίγραφο αρχαιοελληνικού αγάλματος - ένα πολύχρωμο πουφ και πάνω του  μια προσωπογραφία του Γαλιλαίου, μια αφίσα με το μελαχρινό πρόσωπο μιας ιθαγενούς της Πολυνησίας από πίνακα του Γκωγκέν κοντά στο χαρακτικό με την εικόνα του Παυσανία, μια ταριχευμένη αλεπού στη βάση ενός επιτύμβιου ανάγλυφου από τον Κεραμεικό, η διαφημιστική αφίσα ενός ατμόπλοιου των αρχών του 19ου αιώνα πάνω από ένα πορτραίτο του Στραβίνσκι…


Το γκροτέσκο σκίτσο έμοιαζε φτιαγμένο από παιδικό χέρι ή από καλλιτέχνη που είχε ενστερνιστεί την τεχνοτροπία Πάουλ Κλέε -  σε μαυρόασπρο. Δύο φιγούρες η μια πλάι στην άλλη. Η γυναίκα στ’ αριστερά είχε φτιαχτεί με υλικό όλες τις καμπύλες τις γεωμετρίας.
Το πρόσωπο ολοστρόγγυλο σαν πανσέληνο φεγγάρι, στεφανωμένο από κοντά μαλλιά που έκρυβαν τ’ αυτιά.
Το αριστερό μάτι, μια τέλεια έλλειψη και μέσα η ίριδα ένας τέλειος κύκλος. Περιέργως  η κόρη ήταν ρόμβος.
Το φρύδι, μια προσεκτικά σχεδιασμένη καμάρα.
Στα δεξιά τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς τέλεια. Λένε πως μια ελαφριά ασυμμετρία έχει τη χάρη της.
Η μύτη ήταν αστεία. Έμοιαζε με κάτι άλλο παρά με μύτη.
Το τεράστιο στόμα θύμιζε τον πελώριο κόκκινο καναπέ στο «δωμάτιο Μέι Γουέστ» στο μουσείο Νταλί στην Φιγκέρες. Το επάνω χείλος μια, υψωμένη στο τετράγωνο, ημιτονοειδής καμπύλη με μεγάλη περίοδο, το κάτω μισή έλλειψη. Υπήρχε κι εδώ μια ιδέα ασυμμετρίας – πάντα η ατέλεια στα δεξιά.
Το φιλήδονο στόμα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το δασκαλίστικο ριγέ πουκάμισο που κατέληγε σε τριγωνικό γιακαδάκι και έκλεινε με δύο κουμπιά καλύπτοντας με σεμνότητα τον λαιμό ως επάνω.
Το πορτραίτο τελείωνε λίγο κάτω από τους ώμους.
Ευτυχώς!
Θα μπορούσαν να υπάρξουν περιπλοκές.
Η φιγούρα κοίταζε κατά πρόσωπο τον παρατηρητή έντονα χωρίς ίχνος συναισθήματος.



Ο άντρας δίπλα της είχε την όψη εξωγήινου – ένα ξωτικό στην κυριολεξία – έτσι όπως ήταν  φτιαγμένος με τα γωνιώδη σχήματα της γεωμετρίας.
Τα μαλλιά, μια ακανόνιστη τεθλασμένη γραμμή, έφτιαχναν στην κορυφή του κεφαλιού ένα αγκαθωτό συρματόπλεγμα  έτοιμο να υπερασπιστεί το περιεχόμενο του κρανίου.
Το πρόσωπο, ένα επίμηκες παραλληλόγραμμο με στενή βάση και μεγαλύτερο ύψος, πήγαινε να καμπυλωθεί ανεπαίσθητα στη θέση που θα έπρεπε να είναι τα μάγουλα.
Τα μάτια τετράγωνα, και οι μαύροι «κύκλοι», από την κούραση, επίσης τετράγωνοι.
Η μύτη, μια μικρή ευθεία, χαραγμένη λες με χάρακα, κατέληγε σε μια τελεία για ρουθούνι. Το δεξί αυτί, ένα ισοσκελές τραπέζιο με τη μικρή βάση να εφάπτεται στο πρόσωπο. Το αριστερό ήταν μισοκρυμμένο γιατί αν και το πρόσωπο ήταν σχεδιασμένο ανφάς εντούτοις είχε μια αδιόρατη στροφή προς τ’ αριστερά  - ίσως για να λοξοκοιτάζει την γυναίκα.
Δύο στενά επάλληλα παραλληλόγραμμα σχημάτιζαν το λεπτό στόμα: το επάνω - λίγο μεγαλύτερο από το κάτω - θα μπορούσε να είναι μουστάκι γιατί στις άκρες είχε μια ελαφριά κλίση προς τα κάτω, που θα μπορούσε όμως να είναι η κλίση των θλιμμένων χειλιών. Το κεφάλι δεν έγερνε προς τα μπρος γιατί στηριζόταν στέρεα σε μια πυραμίδα που σχημάτιζαν λεπτές παραλληλόγραμμες φέτες με μήκος που μίκραινε όσο ανέβαιναν προς τον λαιμό.


Δεν είχε την παραμικρή εγγύηση ότι το σκίτσο του ανήκε ή ότι είχε φτιαχτεί για κείνον, μα ένοιωσε επιτακτική την ανάγκη να το οικειοποιηθεί.
Δεν δίστασε να το κλέψει.
Διακριτικά.
Χωρίς ν’ αφήσει ίχνη.
Ο ιδιοκτήτης της αποθήκης δεν θα το μάθαινε ποτέ.
Το μετέφερε προσεκτικά στην δική του αποθήκη. Εκεί επικρατούσε τάξη. Υπήρχαν μόνο λέξεις. Χιλιάδες λέξεις, άλλες με νόημα, άλλες χωρίς. Άλλες τρυφερές, άλλες σκληρές. Πολλές ακατανόητες και λίγες τόσο απλές που να λένε τα σύκα- σύκα και τη σκάφη- σκάφη.
Το σκίτσο θα έπληττε εκεί μέσα.
Έψαξε να του βρει συντροφιά.
Μια  εικόνα.
Ένα λουλουδάκι αριστερά και δίπλα ένα προφίλ σκίτσο φτιαγμένο από εμπειρότερο χέρι.
Κοίταξε τις δύο δίδυμες εικόνες ώρα πολλή.
Η μία δική του.
Η άλλη κλεμμένη.
Διπλοκλείδωσε την αποθήκη και τις άφησε να συνομιλήσουν.



--
Ανάρτηση Από τον/την Γιούλια Ολόμπλαβα στο Γιούλια Ολόμπλαβα