17.10.11

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΑΣ ΓΩΝΙΑ

Προσεισμική Ζάκυνθος, πλατεία Αγίου Μάρκου 


Το μυστικό της κομμένης φωτογραφίας... η Κλάρα




της Ρένας Ραψομανίκη

ΚΕΦΆΛΑΙΟ ΔΕΎΤΕΡΟ


Ξύπνησα με την ανείπωτη εκείνη αίσθηση, ανθρώπου που έχει απολαύσει έναν χορταστικό ύπνο. Έναν ύπνο χωρίς διακοπές, χωρίς όνειρα, έναν ύπνο που συνορεύει με τον θάνατο, χωρίς όμως την εφιαλτική αιωνιότητα εκείνου. Τα μέλη, βαριά, αρνούνταν να συμμετάσχουν στην διαδικασία εγρήγορσης και εξακολουθούσαν να μένουν ακίνητα, αποχαυνωμένα. Οι αισθήσεις αφυπνίζονταν αργά και διαδοχικά. Άκουσα γνώριμους ήχους από την πλατεία με τους φοίνικες.
Τα σπουργίτια είχαν κι όλας πιάσει μεροκάματο και χαλούσαν τον κόσμο με τα τιτιβίσματά τους. Μισάνοιξα τα μάτια – το πρωινό φως έμπαινε απαλό από τις γρίλιες, μα ο ήλιος δεν είχε ανατείλει ακόμα. Αισθάνθηκα στο στήθος μου το πολύτιμο βάρος του χεριού της. Το μετατόπισα απαλά, να απαλλαγώ από το τρυφερό αγκάλιασμα που είχε κρατήσει όλη τη νύχτα. Αναστέναξε και γύρισε από το άλλο πλευρό. Τεντώθηκα προσεκτικά - δεν ήθελα να ταράξω τον ήρεμο ύπνο της. Το μυαλό μου ξύπνησε τελευταίο και – σαν να μην είχε μεσολαβήσει μια ολόκληρη νύχτα – με οδήγησε στην λέξη με την οποία είχα αποκοιμηθεί: «ειρήνη».

Να λοιπόν, που για μια ακόμα φορά γευόμουν την ειρήνη. Ο αργαλειός της μνήμης, όμως, είχε αξεδιάλυτα συνυφασμένες την ειρήνη με την Κλάρα και τις είχε τοποθετήσει στο ίδιο συρταράκι. Έριξα μια κλεφτή ματιά στο κομοδίνο. Η ακυρωμένη εικόνα έκανε την απουσία της πιο αισθητή από οποιαδήποτε ολοζώντανη παρουσία, έτσι που το φωτεινό της χαμόγελο γέμισε το πλάνο μου. Πόσες φορές, εκείνη την άνοιξη του ’45, δεν ονειρευτήκαμε την ειρήνη, περιμένοντας το τέλος του πολέμου από μέρα σε μέρα, σφιχταγκαλιασμένοι στο στενό της κρεβάτι στο γραφικό χωριουδάκι κοντά στη Μάντοβα.
- Θα ζήσουμε για πάντα μαζί στο νησί μου. Ξέρω πως θα σου αρέσει. Ο τόπος μου δεν διαφέρει πολύ από τον δικό σου. Είμαι περίεργος να δω τις αντιδράσεις σου όταν γνωρίσεις την θάλασσα. Θέλω να είμαι εγώ εκείνος που θα σε μυήσει στην επαφή μαζί της. Οι λίμνες σας, όσο ωραίες κι αν είναι, δεν φτάνουν ούτε το μικρό της δαχτυλάκι. Εκείνη είναι απέραντη, ζωντανή, αναπάντεχη, μαργιόλα, απροσδόκητη, ξελογιάστρα, χαδιάρα, απειλητική, παιχνιδιάρα, αχόρταγη…
-Σαν εμένα;
-Μμμ… ναι, της μοιάζεις πολύ.
-Έχει, όμως, το χρώμα των δικών σου ματιών.
-Δεν έχει ένα μοναδικό χρώμα, έχει τόσα διαφορετικά χρώματα όσοι είναι οι κόκκοι της άμμου. Κάποτε έχει το χρώμα των ματιών μου, άλλοτε έχει το γκρίζο των δικών σου. Θα κολυμπάμε μαζί κι ύστερα θα πηγαίνουμε στο διπλό κρεβάτι με την αλμύρα του έρωτα στα κορμιά μας.
-Θα είμαι ξένη.
-Ποτέ δεν θα σε αφήσω να νιώσεις έτσι, στο υπόσχομαι. Οι δικοί μου θα σ’ αγκαλιάσουν ζεστά, θα σ’ αγαπήσουν όσο αγαπούν κι εμένα όταν θα δουν στα μάτια μου τι είσαι για μένα.

Λόγια… λόγια… λόγια. Εκείνη δεν απαντούσε, μόνο χαμογελούσε μελαγχολικά και με κοίταζε αχόρταγα με λατρεία ανάμικτη με καχυποψία. Ήθελε να με πιστέψει. Πώς γίνεται, οι γυναίκες να ξέρουν χωρίς να ρωτάνε, χωρίς να μιλάνε. Κολλούσα τρυφερά τα χείλη μου στα δικά της, σα να ’θελα να ρουφήξω από μέσα της κάθε απαισιόδοξη σκέψη.
Αυτά τα χείλη!
Κανείς δεν μπορεί να μου βγάλει από το μυαλό ότι όλα - ένας παγκόσμιος πόλεμος, η ομηρεία, ένα εφιαλτικό ταξίδι στην Αδριατική, ο τορπιλισμός, το ναυάγιο, η διάσωση, η επιβίωση, τα στρατόπεδα αιχμαλώτων, η αρρώστια - είχαν γίνει μόνο και μόνο για να γευτώ αυτά τα χείλη.
Για να χαθώ βουλιάζοντας στη θάλασσα των μεταξένιων της μαλλιών που μοσχοβολούσαν κανελλόριζα – αυτήν που χρησιμοποιούσε όταν τα έλουζε.
Για να πνίγομαι και να ξαναγεννιέμαι μέσα στην υγρή μαγεία του κόλπου της.
Πώς τα κλωθογυρίζει η μοίρα!
Κάτι απ’ όλα αυτά να μην είχε συμβεί και η Κλάρα δεν θα είχε ποτέ μπει στη ζωή μου.




Συνεχίζεται...


http://wwwrapanaki.blogspot.com/