10.10.11

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΑΣ ΓΩΝΙΑ


Προσεισμική Ζάκυνθος, το λιμάνι

Το μυστικό της κομμένης φωτογραφίας... οι πρωταγωνιστές.


 της Ρένας Ραψομανίκη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Οι άνθρωποι έχουν πάντα μυστικά,
κάποτε και αυχενικά.

Ο νέος άντρας, με το διακριτικό αστέρι του ανθυπολοχαγού στη στολή, έφτασε στο νησί με το καράβι της γραμμής λίγο πριν σουρουπώσει. 
Επέστρεφε από το μέτωπο του εμφυλίου. 
Ήταν Μάρτης του ’50.

Είχαν περάσει κάτι λιγότερο από δύο χρόνια από την ημέρα που έφευγε, με το ίδιο καράβι, σφίγγοντας στο χέρι  την ειδοποίηση κατάταξης . Το Ελληνικό κράτος τον καλούσε από την εφεδρεία να στελεχώσει τις τάξεις του επίσημου στρατού. Έκαστος εφ’ ώ ετάχθη.
Η τύχη τα ’φερε να είναι από εκείνους που υλοποίησαν το σχέδιο «Πυρσός» με το οποίο εκπορθήθηκαν  τα οχυρά του Γράμμου  δίνοντας έτσι τέλος στον πόλεμο. Και την άλλη μέρα, 30 Αυγούστου του ’49, ήταν ανάμεσα στους παρατεταγμένους αξιωματικούς και στρατιώτες που παρουσίασαν όπλα ενώπιον του βασιλιά Παύλου και του αμερικανού στρατηγού  Βαν Φλιτ που επιθεώρησαν – ως νικητές - το στράτευμα.

Πού πήγε όμως εκείνο το αλησμόνητο συναίσθημα εθνικής έξαρσης και περηφάνιας σε παρόμοιες  καταλήψεις υψωμάτων στο Αλβανικό μέτωπο; Εννιά χρόνια είχαν κι όλας περάσει μα η μνήμη το διατηρούσε ολόφρεσκο σαν χτεσινό. Τη θέση του είχε πάρει μια αίσθηση αδιαφορίας, κούρασης και εντέλει ταπείνωσης. Τότε, πανηγύριζε με ενθουσιασμό κάθε φορά που έσπρωχναν τους Ιταλούς ένα μικρό βήμα προς τα πίσω, πιστεύοντας πως ήταν ένα μεγάλο βήμα προς την αποκατάσταση του δίκιου και του ηθικού, ένα μεγάλο χτύπημα στην αλαζονεία του δυνατού.  Τώρα ποιους εχθρούς είχαν κατατροπώσει, ποιο ήταν το δίκιο και ποιο το ηθικό, ποιος ο δυνατός και ποιος ο αλαζόνας;  Ένα κουβάρι όλα μέσα στο μυαλό του. Που αν ήθελε να το ξεμπερδέψει έπρεπε να αρχίσει από αλλού: δεν του πήγαιναν οι πόλεμοι, δεν ήταν πλασμένος από την πάστα των ηρώων, εκείνος  ήταν φτιαγμένος για τα απλά, τα γήινα, τα μικρά, τα καθημερινά. Έζησε όμως σε μια εποχή που η Ιστορία είχε βουτήξει το φτερό της στο μελάνι κι έγραφε με ρυθμούς καταιγιστικούς και τον έβαλε χωρίς να τον ρωτήσει στο βιβλίο της. Κι  εκείνος, παρόλο που το βρήκε βίαιο και απάνθρωπο ανταποκρίθηκε με το χαρακτηριστικό του αίσθημα ευθύνης και συμπεριφέρθηκε σαν ήρωας. Μα το βιβλίο της Ιστορίας ήταν υποχρέωση κι όχι επιλογή. Η επιλογή του ήταν το βιβλίο της  Γης που το άνοιγε και δεν χόρταινε να το διαβάζει. 
Η φύση. 
Και το κορμί του. 
Η αλληλεπίδρασή τους τού χάριζε εκείνο το αίσθημα πληρότητας που χωρίς δισταγμό μπορούσε να αποκαλέσει ευτυχία.

Όταν κολυμπούσε στα άσπιλα νερά του Ιονίου ένιωθε το νερό όχι απλώς να αγγίζει το σώμα του, αλλά  να μπαίνει μέσα από όλους τους μυστικούς και φανερούς πόρους και να αναμιγνύεται με τα υπόλοιπα σωματικά  υγρά χαρίζοντάς του μια, ξεχασμένη συνειδητά, αλλά αλησμόνητη υποσυνείδητα αίσθηση: την ανάμνηση  της επιστροφής  στη μακάρια εμβρυϊκή ηλικία, όπου το αμνιακό υγρό τον προστάτευε από κάθε εχθρική επιβουλή, τον απομόνωνε σ’ ένα σύμπαν ήρεμο, ρυθμικό, ζεστό, φιλικό. Και σαν να βρισκόταν ακόμα στη μήτρα  βουτούσε και στριφογύριζε μέσα στο νερό χωρίς να χορταίνει, χωρίς να καταλαβαίνει πώς περνούσε η ώρα – σ’ ένα χρόνο άναρχο, με την κυριολεξία του όρου. Τέτοιες ώρες ένιωθε να λατρεύει το κορμί του.

 Όταν έτρεχε με το ποδήλατο στους χωματόδρομους του νησιού, ένιωθε τον άνεμο να τού χαϊδεύει το πρόσωπο άλλοτε απαλά σαν τρυφερή ερωμένη κι άλλοτε άγρια σαν ράπισμα. Και  ήταν στο χέρι του – στο πόδι του για την ακρίβεια - να ρυθμίζει  και να εναλλάσσει αυτές τις δύο αισθήσεις γυρνώντας τα πετάλια άλλοτε αργά και άλλοτε γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, μέχρι τα όρια της μανίας, για να ξαναγυρίσει πάλι στον ανακουφιστικό αρχικό ρυθμό. Και τότε τον καταλάμβανε - σαν κύμα -   ένα αίσθημα  ελευθερίας, καθώς το κορμί γέμιζε ενδορφίνες, των οποίων την ύπαρξη παντελώς  αγνοούσε, μα που ήξεραν πολύ καλά να τού χαρίζουν την αίσθηση της ολοκλήρωσης.

Α, αυτό το συναίσθημα της ταχύτητας και της ελευθερίας!
Πόσο καλά το γνωρίζουν όσοι έχουν σερφάρει πάνω σε μια σανίδα, κρατώντας τη μάτσα που κουμαντάρει το ιστίο!
Τι  αίσθηση! 
Να νιώθεις τον άνεμο να φουσκώνει το πανί  και να γλιστράς πάνω στο νερό με μηδενική αντίσταση.  Να είναι από μόνο του το βάρος του κορμιού - ή μάλλον εκείνη  η συνιστώσα του βάρους, το μέγεθος της οποίας ρυθμίζεις  με την κλίση του σώματος  , μέχρι το σημείο που να νιώθεις το χάδι του νερού στην πλάτη - ο ρυθμιστής της ισορροπίας και της ταχύτητας. Και ν’ αφήνεις τους θεατές να αναρωτιούνται, πού την έχεις κρυμμένη αυτήν την τεράστια δύναμη ώστε να  τιθασεύσεις το σκάφος χωρίς καμία μηχανική υποστήριξη. 
Η ταχύτητα, ως αίσθηση και ως θέαμα! 
Είναι  να την λατρεύεις όταν προέρχεται από την προσπάθεια του κορμιού!
Όταν καμαρώνεις, στην αφετηρία, το σώμα του αθλητή των εκατό μέτρων να εκτινάσσεται σαν αίλουρος! 
Όταν παθιάζεσαι στη θέα καθαρόαιμων αλόγων που καλπάζουν με τους μυς φουσκωμένους, τις φλέβες διογκωμένες, το δέρμα γυαλιστερό!
Είναι να σε τρομοκρατεί όταν παράγεται από μηχανές!
Ο  εκκωφαντικός θόρυβος στις πίστες αγώνων φόρμουλα – θόρυβος που μάταια πασχίζουν να καλύψουν οι ωτοασπίδες – δίνει μια ιδέα για το τι είναι  κόλαση!

Η γυναίκα τον περίμενε στο λιμάνι μαζί με το παιδί. Μια καλλονή της διπλανής πόρτας. Γλυκιά ομορφιά – όχι εκθαμβωτική - από εκείνες που το βλέμμα χρειάζεται μια δεύτερη φορά  για να την χορτάσει. Κορμί με τις σωστές καμπύλες, μαλλιά καστανά, που σταματούσαν κυματιστά λίγο πάνω από τους ώμους, με μια φράντζα κολλημένη στο μέτωπο, όπως συνηθιζόταν στην εποχή του μεσοπολέμου – λίγο ντεμοντέ αλλά της ταίριαζε – μάτια που έκλειναν όλη τη γλύκα του μελωμένου κάστανου, καλοσχηματισμένες γάμπες που κάλυπτε ως τη μέση το καρό κλος φουστάνι,  αφήνοντας χώρο στη φαντασία για τα υπόλοιπα.
 « Μου φάνηκε ότι είδα την άνοιξη», διηγιόταν,  πολλά  χρόνια αργότερα, με συγκαλυμμένη  κοκεταρία, ότι της είχε πει εκείνος ο συνταξιδιώτης όταν την είδε στο κατάστρωμα του πλοίου με το λουλουδιασμένο φουστάνι της.  Καμάρωνε γιατί το κομπλιμέντο ήταν κομψό και  πρωτότυπο και γιατί δεν το είπε όποιος-όποιος, αλλά ένας μεγαλοδικηγόρος των Αθηνών που είχε έλθει στο νησί για κάποια δίκη και τώρα επέστρεφε. 
-Και μετά… και μετά; Την τσιγκλούσαν τα παιδιά της, που άκουγαν για πολλοστή φορά την ιστορία, σ’ εκείνα τα Κυριακάτικα οικογενειακά γεύματα, με κοτόπουλο και πατάτες στο φούρνο, όπου το κρασάκι και η καλή διάθεση έλυναν ψυχές και στόματα.
 -Α, να χαθείτε, λέρες! Τι «και μετά»; Εγώ έναν άντρα γνώρισα: τον πατέρα σας. Και κοιτάξτε να με έχετε παράδειγμα όταν έλθει η ώρα να παντρευτείτε.
Κι ο άντρας της πάσχιζε να κρύψει ένα χαμόγελο αλλά δεν τα κατάφερνε γιατί δεν είχε καν μουστάκια.
- Πες μας, βρε μαμά, γιατί δεν έμαθες πιάνο;
- Ας όψεται εκείνο το τζόβενο που μού φέρανε για δάσκαλο.
- Τι  έγινε; ( Η ιστορία χιλιοειπωμένη).
- Μόλις τελειώσαμε το πρώτο μάθημα… με φίλησε.
- Καλά, κι εσύ τι έκανες;
- Τι έκανα; Ρωτάτε κι όλας; Το είπα στη μάνα  και εκείνη στον πατέρα και τον έδιωξε με τις κλωτσιές.
- Πες μας την αλήθεια, σού άρεσε εκείνο το πρώτο φιλί;
- Α, δεν κουβεντιάζω άλλο μαζί σας! Δεν είστε ώριμοι για συζήτηση!
Αυθεντική, ζωντανή, πηγαία,  ψυχή μοσχοβολισμένο  περιβόλι.
    
Το αγόρι δίπλα της, ένα ξανθό αγγελούδι του Μποτιτσέλι.
ΟΙ δυο τους έμοιαζαν σαν καρτ-ποστάλ ενός αλλοτινού καιρού.




Συνεχίζεται...