29.6.10

Η πρόκληση συνεργασίας Ελλάδος – Κύπρου – Ισραήλ


Του Χρήστου Ιακώβου - Διευθυντή του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)

Οι Ελληνοισραηλινές σχέσεις έχουν αρχίσει να μπαίνουν στο μικροσκόπιο μετά το σπάσιμο του πάγου που επικρατούσε για δεκαετίες στις σχέσεις των δύο κρατών (σημειωτέον ότι Ελλάδα και Κύπρος υπήρξαν οι τελευταίες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναγνώρισαν de jure το Ισραήλ). Οι νέες γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές πραγματικότητες που δημιούργησε ο πόλεμος στο Ιράκ το 2003, λόγω της ανατροπής του καθεστώτος Σαντάμ Χουσείν σε συνδυασμό με την άρνηση της Τουρκίας να ευθυγραμμιστεί τόσο με τις πολεμικές όσο και με τις μεταπολεμικές επιλογές των ΗΠΑ και του Ισραήλ καθώς επίσης και οι νέοι ...προσανατολισμοί της Τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή, που στοχεύουν στη διεύρυνση του πεδίου πολιτικής και διπλωματικής δράσης στο μουσουλμανικό κόσμο, αναγκάζουν το Ισραήλ να επανεξετάσει τις μεταψυχροπολεμικές του συμμαχίες στην περιοχή.

Ο τουρκοισραηλινός άξονας, ο οποίος θεωρείτο μέχρι προσφάτως, από αμφοτέρους, μείζονος στρατηγικής σημασίας, εδραίωνε τα δύο κράτη ως ισχυρές περιφερειακές δυνάμεις, με ιδιαίτερα αναβαθμισμένο ρόλο στον αμερικανικό στρατηγικό σχεδιασμό για τη μεταψυχροπολεμική Μέση Ανατολή. Η αβεβαιότητα για το πολιτικό μέλλον στην Τουρκία, λόγω της παρατεταμένης αντιπαράθεσης ισχύος κεμαλικών – ισλαμιστών, έθεσε ήδη όρια στην τουρκοισραηλινή συνεργασία. Επίσης, η εμφανής τάση της Τουρκίας να καταστεί πυρηνική δύναμη και η νέο-οθωμανική στρατηγική υπερεξάπλωση της κυβέρνησης Ερντογάν δεν μπορούν να ταυτιστούν είτε μεσοπρόθεσμα είτε μακροπρόθεσμα με τα στρατηγικά συμφέροντα του Ισραήλ. Για ένα κράτος με εδραιωμένη υψηλή στρατηγική, όπως το Ισραήλ, οι εναλλακτικές λύσεις είναι μέρος του μακροχρόνιου στρατηγικού σχεδιασμού και όχι αποσπασματικών αποφάσεων.

Το άνοιγμα που επιχειρεί σήμερα το Ισραήλ προς Ελλάδα και Κύπρο, μετά τη χειροτέρευση των Τουρκοϊσραηλινών σχέσεων αποτελεί επιλογή ανάγκης λόγω των αδιεξόδων που του δημιούργησε η Τουρκία. Κομβικής σημασίας για την κατανόηση του ανοίγματος του Ισραήλ είναι η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι Ισραηλινές κυβερνήσεις εκλαμβάνουν τον παράγοντα ασφάλεια στη διαμόρφωση της διπλωματίας. Από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ (1948) η εθνική ασφάλεια είχε ως αφετηρία την αντίληψη ότι το εβραϊκό κράτος βρίσκεται υπό μόνιμη απειλή και δεν έχει άλλη διέξοδο από το να διεξάγει μόνιμο αγώνα για την επιβίωσή του. Η μεγιστοποίηση της προτεραιότητας της εθνικής ασφάλειας είχε σαν αποτέλεσμα την αλληλεξάρτηση πλείστων των πολιτικών και διπλωματικών αποφάσεων. Μέσα σε αυτή τη σχέση, η διπλωματία υποτάχθηκε ευθύς εξ αρχής στην στρατηγική αντί το αντίθετο όπως συμβαίνει στον δυτικό κόσμο. Η αντίληψη ότι το Ισραήλ βρίσκεται σε μόνιμο καθεστώς ‘λανθάνοντος πολέμου’ και όταν ακόμη δεν υπάρχουν εχθροπραξίες έδιδε και συνεχίζει να δίδει μεγαλύτερη προτεραιότητα στην εθνική επιβίωση και την καθιστά τον κεντρικό σκοπό τόσο της στρατιωτικής στρατηγικής όσο και της διπλωματίας.

Η Κύπρος και η Ελλάδα μπορούν να προσφέρουν στο Ισραήλ διέξοδο από το μόνιμο μειονέκτημα που του επιβάλλει η έλλειψη στρατηγικού βάθους, αφού γεωγραφικά αποτελεί μία μικρή και στενή λωρίδα η οποία περιβάλλεται από αραβικά κράτη με στρατηγικό βάθος. Επιπλέον, η Ελλάδα και η Κύπρος προσφέρουν μακροπρόθεσμα στο Ισραήλ μία γέφυρα με τον ανεπτυγμένο και πολιτικά σταθερό χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το ερώτημα, όμως, που αφορά Κύπρο και Ελλάδα, είναι: τι μπορεί να προσφέρει το Ισραήλ στα δύο κράτη; Το Ισραήλ θα πρέπει, πρωτίστως, να πείσει την Ελληνική πλευρά για τις προθέσεις του, ότι δηλαδή πρόκειται για μία ουσιαστική και όχι κατ’ όνομα διμερή συνεργασία και ούτε εγγράφεται στη λογική εκβιασμού της Τουρκίας, όπου χρησιμοποιείται Ελλάδα και Κύπρος προκειμένου να εξαναγκαστεί η Άγκυρα να επανέλθει στην προηγούμενη τροχιά των σχέσεών της με το Ισραήλ.Με άλλα λόγια, το Ισραήλ θα πρέπει να πείσει τα δύο κράτη ότι το κέρδος από μία τέτοια συνεργασία θα είναι μεγαλύτερο από το κόστος.

Το κέρδος για την Ελληνική πλευρά, από μία ελληνοισραηλινή συνεργασία, θα είναι η ενίσχυση των συντελεστών διπλωματικής ισχύος έναντι της Τουρκίας. Πρώτον, θα διαμορφωθεί ένας φιλοδυτικός άξονας στην περιοχή με σταθερές προοπτικές έναντι των νέων ισλαμικών και προφανώς αντιδυτικών αξόνων που επιχειρεί να κάνει η Τουρκία και δεύτερον θα εξασφαλιστούν προσβάσεις στο αμερικανοεβραϊκό λόμπυ, με όλες τις προεκτάσεις που αυτό συνεπάγεται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό.

Το πιθανό κόστος από μία τέτοια συνεργασία για την ελληνική πλευρά, ενδεχομένως να έρθει από πιθανές αντιδράσεις του αραβικού κόσμου. Εδώ όμως μπαίνει το δίλημμα: θα παραμείνει η ελληνική πλευρά προσηλωμένη στην παραδοσιακή, πλην όμως αδύνατη υποστήριξη των αράβων ή θα επιδιώξει διπλωματική ενίσχυση μέσω των αμερικανοεβραίων και του Ισραήλ. Με τα νέα ανοίγματα της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή, είτε έτσι είτε αλλιώς ο αραβικός κόσμος θα αρχίσει να βλέπει με μεγαλύτερη κατανόηση τις τουρκικές θέσεις στο Κυπριακό.

Η ελληνοισραηλινή προσέγγιση είναι για την ελληνική πλευρά μία πρόσκληση και συνάμα μία πρόκληση που πρέπει να προσεγγισθεί μέσα στα πλαίσια υψηλής στρατηγικής και όχι μέσα από στερεότυπα και υπεραπλουστεύσεις.

www.geopolitics-gr.blogspot.com